ΤΗΣ ΔΩΡΑΣ
ΚΟΤΣΑΚΑ
Η μονογραφία
του Κωστή Κορνέτη, Children of the Dictatorship: Student resistance, cultural politics and the «long 1960’s» in Greece που κυκλοφόρησε πρόσφατα συνιστά την πρώτη συστηματική διερεύνηση στην αγγλική
γλώσσα των ελληνικών φοιτητικών κινημάτων διαμαρτυρίας κατά την περίοδο
1967-1974. Η διάδοχη μεταπολιτευτική περίοδος έχει αποτελέσει τα τελευταία
χρόνια αντικείμενο αναστοχασμού ένθεν κακείθεν, σε ορισμένες περιπτώσεις ολωσδιόλου
απαλλαγμένου από σκοπιμότητες. Ωστόσο, η ίδια η επταετία σύμφωνα με τον
συγγραφέα αποτελεί μία «μαύρη τρύπα της ιστοριογραφίας». Όπως αναφέρει: «Η Επταετία δεν έχει βρει ακόμα τους
μελετητές της. Μόλις τώρα δειλά- δειλά μπαίνουμε σε αυτά τα χωράφια. Θέματα
όπως η ευρεία συναίνεση που είχε επικρατήσει στην ελληνική κοινωνία σε σχέση με
το αυταρχικό καθεστώς και οι συνέπειες του γεγονότος πως μια ευρεία γκάμα
πολιτών επωφελήθηκε από αυτό και από τις παροχές του, είναι ακόμα ανοιχτά προς
διερεύνηση».
Η προσέγγιση
του Κ. Κορνέτη πέραν της πρωτοτυπίας της και του πλήθους των πηγών που εξετάζει
προσθέτει μία εξαιρετική ευκαιρία ανανέωσης και απαλλαγής από αγκυλώσεις, με
πολιτική αλλά συχνά και ψυχολογική βάση. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η γενιά του
αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά και γενικότερα η νεολαία της περιόδου, για
προφανείς λόγους διαδοχής των γενεών, είναι αυτή που στελεχώνει διευθυντικές
θέσεις και σημεία κλειδιά στους πλέον κρίσιμους τομείς της οικονομίας, της
πληροφορίας, της διανόησης κλπ. Μέχρι πρόσφατα ήταν η ίδια αυτή γενιά που
ανέλυε τον εαυτό της, άλλοτε στη βάση επιστημονικά τεκμηριωμένης έρευνας και
μεθοδολογίας και άλλοτε όχι. Η ευκαιρία να εξετάσουμε αυτή τη γενιά και τον
ιστορικό της ρόλο στη βάση ερωτημάτων που θέτουν νεότεροι μελετητές οι οποίοι
δεν έχουν προσωπική εμπλοκή σε αυτή την έντονα φορτισμένη σημασιολογικά
περίοδο, γίνεται προφανής στον αναγνώστη της δουλειάς του Κορνέτη. Ιδιαίτερα
όταν τα ερωτήματα της έρευνας αγγίζουν περιοχές όπως «η βιωμένη εμπειρία, η
δομή του συναισθήματος, και η καθημερινότητα μέσα σε ένα αυταρχικό καθεστώς».
Ο συγγραφέας
κατορθώνει να φωτίσει μία πλευρά της ελληνικής κοινωνίας της επταετίας, που για
μία σειρά από λόγους, παρέμενε στο ημίφως και συνδέεται με την αύξηση των
εισοδημάτων και την εισαγωγή καταναλωτικών προτύπων για πρώτη φορά σε τόσο
μαζική κλίμακα. Καθώς η πολιτισμική παράμετρος, ιδιαίτερα με όρους πολιτικής
κουλτούρας, τίθεται ως κεντρική ερευνητική μεταβλητή σκιαγραφείται παράλληλα
επαρκώς και ο τρόπος που η αύξηση των εισοδημάτων συνδέεται με αλλαγές στις
καταναλωτικές πρακτικές και τις κοινωνικές ταυτότητες. Η δυνατότητα της γενιάς
που κοινωνικοποιήθηκε υπό τη δικτατορία, να έρχεται σε επαφή με βιβλία,
ταινίες, μουσικά ρεύματα, ενδυματολογικούς κώδικες, τρόπους διασκέδασης κλπ που
επέλεγαν οι εξεγερμένοι συνομήλικοί τους του δυτικού κόσμου, συνδέεται αιτιακά με το βιοτικό επίπεδο και τα
καταναλωτικά πρότυπα της περιόδου.
Τα παραπάνω
συνετέλεσαν στη συγκρότηση ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου με ρόλο
πρωταγωνιστικό στην κατάρρευση της δικτατορίας, ενώ παράλληλα διευκόλυναν τη
δημιουργία στρατευμένων κοινωνικών δικτύων που συνέδεαν κουλτούρα, ιδεολογία
και πολιτική κινητοποίηση με την κατανάλωση συγκεκριμένων πολιτιστικών
προϊόντων. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι οι πολιτικές και πολιτισμικές
διεργασίες λειτούργησαν υπό καθεστώς λογοκρισίας, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη
έμμεσων μορφών αντίστασης στη βάση πολιτισμικών σημαινομένων που για πρώτη φορά
έκαναν χρήση προτύπων μαζικής κουλτούρας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του
φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου οι νεότεροι θεατές προκειμένου να
γελοιοποιήσουν τις προπαγανδιστικές ταινίες της χούντας τραγουδούσαν κομμάτια
από διαφημίσεις στις σκοτεινές αίθουσες με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Η
«επανεφεύρεση» της παράδοσης -στα πλαίσια της κακοποίησης που είχε υποστεί από
την χούντα η οποία την κατέστησε δική της σημαία- μέσω της μίξης στοιχείων της
ελληνικής παράδοσης, αλλά και με τον συνδυασμό αυτών με επιρροές από το
εξωτερικό, συνιστά μία άλλη μορφή διεκδίκησης του περιεχομένου των συμβόλων υπό
καθεστώς λογοκρισίας.
Πολύ χρήσιμη
αποδεικνύεται και η σύγκριση με φοιτητικά κινήματα της περιόδου στις χώρες του
ευρωπαϊκού νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Γαλλία), τις ΗΠΑ κ.α. Ο Κορνέτης
υποστηρίζει ότι η επιρροή των διεθνών κινημάτων διαμαρτυρίας της δεκαετίας του
1960 θα συνέδραμε στη ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής νεολαίας με ή χωρίς τη
χούντα. Ωστόσο, συμπληρώνει ότι τα χαρακτηριστικά της εξέγερσης αυτής της
γενιάς καθορίστηκαν από τη σχεδόν αντανακλαστική αντίδραση μίας μερίδας νέων
στη χυδαιότητα και τη βαρβαρότητα της δικτατορίας, καθώς και στην εχθρότητα που
η τελευταία επεδείκνυε σε ό,τι οι νέοι της εποχής αντιλαμβάνονταν ως
‘μοντέρνο’, κάτι που τους συνέδεε με τους εξεγερμένους συνομήλικούς τους του
δυτικού κόσμου. Ωστόσο, τονίζει ότι οι διεκδικήσεις των Ελλήνων φοιτητών που
αντιστέκονταν στο δικτατορικό καθεστώς διέφεραν από τις αντίστοιχες του
γαλλικού Μάη, για παράδειγμα. Στην πρώτη περίπτωση επικεντρώνονταν στην «οικονομική
εκμετάλλευση», ενώ στη δεύτερη στην «κοινωνική και πολιτισμική αλλοτρίωση».
Κεντρικό άξονα
του βιβλίου συνιστά η κατηγοριοποίηση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος
σε δύο γενιές: η πρώτη, σύμφωνα με τον Κορνέτη, βρίσκονταν σε συνέχεια με τη
Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και έδρασε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60,
ενώ η δεύτερη εμφανίζεται από το 1971 στο πλαίσιο της απόπειρας του
δικτατορικού καθεστώτος για «ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση». Ο συγγραφέας
υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη γενιά αντίστασης επαναπροσδιόρισε όχι μόνο το
περιεχόμενο αλλά και τους τρόπους δράσης της σε σχέση με τις προηγούμενες
γενιές αντίστασης, γεγονός που συνετέλεσε στη δυναμική της, αλλά και στην ίδια
τη συγκρότησή της με νέα ‘υλικά’. Η ανάλυση των σχέσεων μεταξύ των γενεών
αντίστασης (από τον εμφύλιο έως τους Λαμπράκηδες), μία λεπτομερής περιγραφή του
πλήθους των ομάδων όλου του φάσματος της αριστεράς και της αντίστασης στην
Ελλάδα, αλλά και του ελληνικού φοιτητικού κινήματος στο εξωτερικό, είναι
εντυπωσιακή και αποτυπώνει τα όρια της συνέχειας και ασυνέχειας των
αντιδικτατορικών ομάδων με τις προηγούμενες γενιές αντίστασης στη βάση
ερευνητικών πηγών που δεν έχουν προηγούμενα μελετηθεί υπό αυτό το πρίσμα.
Η παρουσίαση του
εμπειρικού υλικού αποτυπώνει απολαυστικά το ιστορικό πλαίσιο της κάθε εποχής και
περιοχής και ακτινογραφεί το οργανωτικό και ιδεολογικό περίγραμμα της κάθε
ομάδας, χωρίς να περιορίζεται σε αυτό. Οι νεανικές πολιτικές υποκουλτούρες που
περιλαμβάνει αναλύονται τόσο ως προς την ιδεολογική τους παράμετρο, όσο και ως
προς χαρακτηριστικά στη βάση των πολιτισμικών προϊόντων που προτιμούσαν, του
τρόπου διασκέδασης και ντυσίματος, των ηθών που μοιράζονταν αλλά και των
προσωπικών νοηματοδοτήσεων που απέδιδαν στη δράση τους, τότε και τώρα. Με αυτό
τον τρόπο παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση η ποικιλία των ψηφίδων
που αποτέλεσαν τη γενεά του αντιδικτατορικού αγώνα, καθώς και η σημασία αυτών
των παραμέτρων για τη δημιουργία κοινοτήτων και συντροφικότητας με ένα τρόπο
που δεν χωρούσε στην αυστηρή ταξική ανάλυση ή στα πρότυπα του «ορθού επαναστατισμού».
Μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές αυτής της μελέτης συνδέεται με την
αναγνώριση του ρόλου του φαντασιακού στις σύγχρονες κοινωνίες, καθώς και της
διάδρασης ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο. Παράμετροι των οποίων η
ερμηνευτική σημασία διαρκώς διευρύνεται.
Σοφία Γρηγοριάδου, Οικειοποιήσεις, βιντεοεγκατάσταση |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου