ΔΙΗΓΗΜΑ
Μαργαρίτα Σταυράκη, Wooden & Golden Cards, εγκατάσταση |
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
Στην Πόλυ Μαμακάκη, που άρχισε να μαθαίνει Ασία
Με βεβαιώνει ότι
έχω ήδη φτάσει κοντά στη σωστή λέξη. Η προφορά της προκαλεί βέβαια τον πρωτάρη,
αλλά δεν ανήκει στις ακατόρθωτες, ισχυρίζεται η κινέζα φίλη μου. Μοιάζει
μονοσύλλαβη. «Δεν είναι και τόσο δύσκολη», μου τονίζει για πολλοστή φορά. Θέλει
απλώς να την επαναλάβω, να σηκώσω δηλαδή τον φαινομενικά αθώο φθόγγο «α», να
τον ανεβάσω ψηλά στον ουρανίσκο, να τον κρατήσω εκεί με προσοχή όχι πάνω από
ένα δευτερόλεπτο και μετά να τον αποθέσω τρυφερά στη βάση της στοματικής μου
κοιλότητας. «Σαν», πες το πάλι «Σαν»: η ομπρέλα. Επιχειρώ να προσεγγίσω με
φιλότιμο και πάλι την ακριβή απόδοση του όρου, αλλά προς το παρόν δεν φαίνεται
να είναι η καλύτερη μέρα για να συνεχίσω το πείραμα των ατελών μιμήσεων. Θα
έλεγε κάποιος με την πρώτη, την απατηλή αίσθηση του βιαστικού των τοπίων πως
έχουμε να κάνουμε με το απλούστερο πράγμα του κόσμου. Αν παρά ταύτα δεν
ακουστεί αυτό που πρέπει, το νόημα θα διαστρεβλωθεί πλήρως. Κι έτσι αντί για
ομπρέλα μπορεί να προκύψει αεροπλανοφόρο στον λεκτικό ορίζοντα ή κάτι άλλο εξ
ίσου δραματικό, αλλά τελείως άσχετο με το αντικείμενό μας, την ομπρέλα.
Πρόκειται για ένα από τα τέσσερα «α» των μανδαρίνων, τα οποία έχει προ πολλού
υιοθετήσει η επίσημη γλώσσα των Κινέζων. Η συνομιλήτριά μου, η Λι Μαν,
γεννημένη στο Πεκίνο, της οποίας το όνομα μεταφράζεται στα ελληνικά κατά λέξη
«Το Όνειρο του Δάσους», ξέρει πολύ καλά πώς να προσηλυτίζει νέους οπαδούς στη
φωνητική επικράτεια των ιδεογραμμάτων της. Παραμένει ανένδοτη. Μου δείχνει τον
τρόπο για να κατακτήσω ηχητικά την ομπρέλα, σα να με ξεναγεί σ’ έναν κήπο
χρυσανθέμων. Με τακτ και ευγένεια των παλαιών αυλικών, με συνδέει μ’ έναν κόσμο
καθόλα υπαρκτό κι ας δίνει την εντύπωση του μισοαληθινού. Όσο περισσότερο με
αφήνει να την γνωρίσω, τόσο οι αβροί τρόποι της σταθεροποιούνται ως ήρεμη φύση.
Κρύβουν καλά δηλαδή τη χαλύβδινη αποφασιστικότητά τους.
Το αγγλοκινεζικό
λεξικό, που μοιραζόμαστε, όταν συναντιόμαστε σε καφετέριες κι εστιατόρια, στην
προσπάθειά του να λειτουργήσει πιστά, αποφεύγοντας στο μέτρο του δυνατού
παρανοήσεις και στρεβλώσεις, αναγράφει κατ’ ανάγκην: «Sặn». Από κει και πέρα
όμως αρχίζουν οι δυσκολίες. Πως το «Sặn» θα μετασχηματιστεί σε αεράκι της
γλώσσας; Και μάλιστα, πώς το «Sặn» θα απομνημονευθεί; Βεβαίως δεν έχω παρά να
θυμάμαι τη λέξη του Σαίξπηρ για τον ήλιο, την πασίγνωστη sun. Παραβάλλω μάλιστα και το δίδυμο tissu, στα γαλλικά αυτή τη
φορά, που πάει να πει ιστός και texte, δηλαδή κείμενο, από τη λατινική μητέρα
tessere, που σημαίνει υφαίνω. Εξηγώ στη φίλη μου ότι άρεσε ιδιαιτέρως στον
Ρολάν Μπαρτ αυτή η σημαίνουσα συγγένεια. Την αναφέρει σε πολλά έργα του, όπως
φέρ’ ειπείν στη διάσημη Απόλαυση του
κειμένου, αλλά και στα Τετράδια από
το ταξίδι στην Κίνα, την οποία επισκέφθηκε από τις 11 Απριλίου έως τις 4
Μαΐου του 1974. Τη χρονιά που γεννήθηκε η / το Όνειρο του Δάσους. Η ίδια είναι
χημικός και δεν γνωρίζει κάτι περί Ρολάν Μπαρτ. Την γοητεύουν όμως τα τραγούδια
του Αζναβούρ. Και της Πιαφ, σπεύδει να συμπληρώσει. Δεν καταλαβαίνει λέξη
βέβαια, αλλά αυτό δεν την ενοχλεί καθόλου. Πείθεται μέσα από την ακουστική
πράξη να φαντάζεται έννοιες και σχήματα λόγου. Αλλά, υπογραμμίζει ότι αυτό δεν
πρέπει να το υιοθετήσω επ’ ουδενί εγώ. Οφείλω να θυμάμαι π. χ. ότι «Sặn»
σημαίνει ομπρέλα. Το υπόσχομαι νοερά. Λίγο προτού χωρίσουμε, αργά τη νύχτα,
συμφωνώ να επισκεφθούμε με την πρώτη ευκαιρία, το εργαστήριο ενός θείου της,
ιδιαίτερα γνωστού στην επαρχία του για την κατασκευή παραδοσιακών ομπρελών από
μπαμπού.
***
Δεν είναι μόνο
κατασκευαστής εξαιρετικών, χειροποίητων ομπρελών από το ευγενέστερο και
ανθεκτικότερο των υλικών από ξύλο, αλλά από ότι φάνηκε δόκιμος ζωγράφος και
έμπειρος ποιητής. Βαθύς γνώστης της παράδοσης του τόπου του, όπως μου εξηγούν
νεώτεροι συνεργάτες του, ο επιτήδειος χειρώναξ αφήνει τους στίχους του να
περπατήσουν στον κόσμο, προστατεύοντας ταυτοχρόνως τους τυχερούς χρήστες των
ομπρελών. Η ευφυής διακόσμηση των προϊόντων της τέχνης του με ποιήματα
πολλαπλών χρήσεων δείχνει αν μη τι άλλο ισχυρή παρέμβαση του φαντασιακού
στοιχείου στην άνετη διεκπεραίωση του βίου είτε κάτω από ανελέητο ήλιο είτε
κάτω από, αναμενόμενη ή μη, δυνατή βροχή. Οι ομπρέλες του, σε σχέση με ό, τι
άλλο αντίστοιχο έχω δει έως τώρα, σε διάφορα μέρη του κόσμου, ξεχωρίζουν εύκολα
για την ακούραστη ποικιλία και την ποιότητα των χρωματικών τους ταυτοτήτων. Οι
λεπτεπίλεπτες κίτρινες ομπρέλες ανακαλούν, μαθαίνω, άμεσα την αίγλη των
πρωταγωνιστών της κραταιάς αυτοκρατορικής αυλής του λαμπρού παρελθόντος, οι δε
κόκκινες και γαλάζιες υπονοούν αξιωματούχους μετά συζύγων διαφόρων κλιμακίων.
Για την πλήρη κατασκευή μιας και μόνον ομπρέλας απαιτούνται ογδόντα έξι φάσεις
επεξεργασίας. Διαρκούν πολλές φορές έως και είκοσι μέρες. Η αποζημίωση σπάνια
αντανακλά τον κόπο που απαιτήθηκε. Η τιμή περιορίζεται αρκετά, επειδή ίσως δεν
καταδέχεται κανείς να προσμετρήσει τις εργατοώρες. Άλλωστε ο χρόνος στην Κίνα,
αρκετά μακριά από τα αστικά κέντρα, διατηρεί ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις
αράδες κάτι από την αρχαϊκή του υφή: μοιάζει σα να μην υπάρχει.
***
Το μπαμπού θα
μουσκέψει πρώτα στο νερό, θα βράσει στον ατμό, θα στεγνώσει στον ήλιο και μετά
θα γυαλιστεί διεξοδικά. Εννέα μέρες μένει μέσα σε ειδικό λάδι το χαρτί από
βαμβάκι για να καταστεί τελείως αδιάβροχο. Είναι το λάδι που λέγεται ότι
μετέφερε στην Ευρώπη ο περιδεής εκείνος ταξιδευτής, τον οποίο σχεδόν κανείς δεν
πίστεψε στην εποχή του, ο Μάρκο Πόλο. Κάποια στιγμή μου δείχνουν το ιδεόγραμμα
της ομπρέλας. «Αν δεν θα μπορέσεις ποτέ να την προφέρεις σωστά, μάθε
τουλάχιστον, σε παρακαλώ, να την γράφεις», με παροτρύνει με κάποια ευδιάκριτα
ίχνη φορτικότητας η φίλη μου. Γιατί όχι; Από τις αρχές της παραμονής μου στην
αχανή αυτή χώρα ήθελα να προσεταιριστώ κάποια, εύκολα στην αποτύπωσή τους,
δομικά ιδεογράμματα. Το Όνειρο του Δάσους σχεδιάζει ένα τετράγωνο. Ενώνει
χιαστί τις γωνίες του με διακεκομμένες στιγμές. Ύστερα, μ’ ένα σταυρό τέμνει το
τετράγωνο σε τέσσερα ίσα μέρη. Στο πάνω αριστερά και στο πάνω δεξιά σχηματίζει
από μια πλάγια γραμμή. Μετά τις ενώνει στην κορυφή τους. Ένα ανοικτό κεφαλαίο Λ
γεννιέται. Είναι ασφαλώς η επιφάνεια, το κινούμενο υπόστεγο της ομπρέλας, το
οποίο στεγάζει τα υπόλοιπα στοιχεία της έννοιας. Στη συνέχεια προβάλλει μια
κάθετη, εμφανώς παχύτερη γραμμή. Είναι το κυρίως στέλεχος της ομπρέλας, ο
κορμός της λέξης. Την κόβει στη μέση μια λεπτότερη γραμμή. Δύο συμμετρικά
αντίθετες χαράξεις στο πάνω μέρος υποδηλώνουν ασφαλώς τις ακτίνες της ομπρέλας.
Είναι οι φλέβες του ιδεογράμματος, οι φλέβες του όλου εννοιολογικού σώματος και
των απαραίτητων συνδηλώσεών του. Δοκιμάζω να προφέρω «Sặn», τηρώντας λεπτομερώς
όσες υποδείξεις προηγήθηκαν. Τα καταφέρνω, αποσπώντας αυτομάτως τον έπαινο όλων
των παρευρισκομένων. Δεν πιστεύω στη γλώσσα μου: αρχίζει να διολισθαίνει στην
ετερότητα. Δεν την ελέγχω, δεν την δημιουργώ. Εκείνη προσαρμόζεται, εγώ χάνω
έδαφος λογικής. Ή κερδίζω σε συνειρμούς. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη και
δικαίωσα τις προσπάθειες μου, μόλις είδα πώς αρθρώνεται το ιδεόγραμμα της
ομπρέλας.
***
Το Τιεν Τσιν
απέχει γύρω στα διακόσια χιλιόμετρα από το Πεκίνο. Εκεί υπηρέτησε από το 1906
έως το 1909 ως Πρόξενος της Γαλλίας ο Πολ Κλωντέλ. Ο Βίκτωρ Σεγκαλέν τον
επισκέφθηκε στις 15 Ιουνίου του 1909. Τον θαύμαζε προ πολλού. Έμεινε όμως
άφωνος μόλις κατάλαβε ότι ο συμπατριώτης του δεν μιλούσε κινέζικα. Ήταν κάτι
εντελώς άτοπο ή μάλλον άγλωσσο. Θυμήθηκα αυτή την παράδοξη στάση του Κλωντέλ,
αφήνοντας το ομπρελάδικο πίσω μας. Ο διπλωμάτης, ο οποίος αγνοεί έστω
στοιχειώδη ερείσματα του γλωσσικού υποβάθρου της χώρας που τον φιλοξενεί και
δεν μπορεί να διασχίσει κάποιες έστω από τις επικοινωνιακές της γέφυρες, θα
πρέπει εξ ορισμού να ενεργεί σαν το μερμήγκι σε ξένη φωλιά. Γι’ αυτό και
σκέφτομαι να κρατήσω σφιχτά την ομπρέλα που μου δίνει η φίλη μου και μαζί της
να περπατήσω στο δάσος των συμβόλων της σινικής ενδοχώρας. Αναζητώντας την άκρη
του μίτου, που θα μπορούσε ενδεχομένως να με φέρει σε μια πρώτη γνώση του
Άλλου, δείχνω από σήμερα στο Όνειρο του Δάσους ότι δεν θα χάσω άλλο χρόνο και
θα επιδοθώ σε ό, τι η ίδια θεωρεί καθήκον μου: να ακυρώσω τις όποιες
επιφυλάξεις μου και ν’ αφήσω τον Εαυτό να τρέξει ελεύθερος σε όλο το μήκος, ει
δυνατόν, του Μεγάλου Σινικού Τείχους της γλώσσας της.
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου