στην Φ.
Πάντοτε ο Απόλλωνας αναλάμβανε τις ευθύνες του
και πάντα αποσυρότανε μπροστά στη
θήλεια θεότητα
της Παναγιάς,
αλλά κι όταν εκδίκηση αποζητούσε. «Πού πάμε σώμα,
λείψανο και τα όργανα που μέσα, κάποτε,
πάλλονταν
με το ‘αν’ των αστεριών;»
Αυτές τις δυο μόνο φορές
για τη Θυσία
ή το Κυνήγι.
Μία φορά ένα αχλάδι πράσινο, γεμάτο πέρλες ρύζι,
Ένα αχλάδι όπλο, εφαρμογή νυχτιάς μαγείας
που πόνο, θλίψη, από αδελφοκτόνα
μάγια να μπουν
στα δάκτυλα αγκάθια, με φλεγμονές, με πύο,
ν’ αλείφεται το δάκτυλο με αλοιφές
πανάρχαιες,
και να δείχνει ποιος είν’ ο φταίχτης
ξέρει ποιος είσαι, και ξέρεις, γνωρίζεις το, καλά,
κι ας είν’ καλά κρυμμένο.
Και μια φορά αχλάδι κίτρινο,
γεμάτο πέρλες ρύζι,
πέρλες στο ιβουάρ,
ένα αχλάδι όπλο, ένα δρεπάνι, ένα σπαθί, ή
ένα μαχαίρι εχθρικό σημάδεψε, σχεδόν σακάτεψε
το χέρι του και το δεξί πλευρό. Μα,
ο Μπισμιλλαχιραμχανιραχίμ
είχε γυναίκα έξυπνη και ταπεινή, γιατί αυτή
αντί να τρέχει δώθε κείθε, άρπαξε το μαχαίρι του εχθρού,
και μάζεψε το νωπό αίμα του άντρα
της σε μικρή κούπα
από αιματίτη. Τα αίματα από το δρόμο σταγόνα τη σταγόνα
μάζεψε και τα’ βαλε στην κούπα
κι όλο το αίμα το έχυσε στη θάλασσα.
Η θάλασσα,
ο άντρας της τότε έγινε με μιας καλά, την κράτησε
στην αγκαλιά του, την εφίλησε,
άρπαξε το μαχαίρι
του εχθρού, κι ευθύς ανοίξανε οι Δρόμοι
των ήχων και των αριθμών,
στο όνομα του φιλάνθρωπου Θεού του, στην Παναγιά μας
και το ’ριξε στα πόδια του Απόλλωνα.
Προσκύνησε βαθειά και δια παντός ευχαριστούσε,
που του ’λαχε τόσο καλή και παραδοσιακή γυναίκα.
Ρούλα Αλαβέρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου