14/8/14

«Στή χώρα πού τήν κατοικοῦν οἱ ἀντιλέξεις»

Ο εσωτερικός χρόνος και ο «άχρονος» χρόνος της ποίησης τοῦ Βύρωνα Λεοντάρη

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΘΗ

«…Ουσιαστικά στην ποίηση ο χρόνος είναι άχρονος»[1], γράφει ο Βύρωνας Λεοντάρης. Ο χρόνος στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» των Χορκχάιμερ και Αντόρνο ορίζεται ως «η εσωτερική μορφή οργάνωσης της ατομικότητας»[2]. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η εξωτερικότητα των γεγονότων μετατρέπεται σε εσωτερικότητα του υποκειμένου.  Έκανε πολύ κόπο η φιλοσοφία να κατανοήσει και να αποβάλει ορισμένους δυισμούς που συνθέτουν την ουσία του φαινομένου του χρόνου: «Δεν υπάρχει πια εξωτερικότητα του υπάρχοντος, αν με αυτή τη λέξη εννοούμε έναν επιφανειακό φλοιό που θα έκρυβε από το βλέμμα την αληθινή φύση του αντικειμένου», γράφει ο Σαρτρ στο «Είναι και το Μηδέν»[3]. Είναι αλήθεια ότι η έννοια του εξωτερικού χρόνου, γίνεται κάθε φορά αντικείμενο οικειοποίησης από την εξουσία μέσα από τη μονοσήμαντη εκφορά της και την επιβεβλημένη επαναληπτικότητα των συμβατικών και λειτουργικών δομών της. Για τον Λεοντάρη εσωτερικός χρόνος είναι ο «άχρονος» χρόνος της ποίησης, είναι αυτός που πρέπει να επανακαθορίσει, να επανανοηματοδοτήσει το συμβατικό, τον καθιερωμένο από τις εξουσιαστικές δομές χρόνο. Ο ποιητικός χρόνος είναι κατ᾽ ουσίαν εσωτερικός χρόνος. Στο δοκίμιο «Η Αγωνία του αμετουσίωτου» περιγράφοντας την αδυναμία του ποιητή να βιώσει αυτό που του συμβαίνει ως ομοούσια με τον εαυτό του ολότητα υποστηρίζει ότι ο ποιητής αποδύεται σε μια περιπέτεια υπέρβασης της αδυναμίας αυτής και του αισθήματος του «αφόρητου» περιπλανώμενος γύρω της σε μια δική του διάσταση χρόνου: «Ο ιδιόμορφος ιδεολογικός χαρακτήρας της περιπέτειας στην οποία αποδύεται ο ποιητής και η υποστροφή της σε βιωματικότητα σημαδεύονται και από την εσωτερική αυτονομία της χρονικότητάς της. Τα διάφορα στάδιά της δεν έχουν χρονική διάσταση μεταξύ τους. Εκτυλίσσονται επάλληλα, ακαριαία με ονειρική ταχύτητα. Αυτό που έχει κατανοήσει ο ποιητής είναι η ενότητα χώρου και χρόνου, οι αλληλοσυναρτώμενες δομές τους και ο τρόπος επίδρασής τους στο εσωτερικό «Είναι» του υποκειμένου.
Ο χρόνος υπάρχει σε συνάρτηση με το χώρο: 
Ποιός χρόνος εἶναι αὐτός, λοιπόν,/ άθικτος... οὐδ᾽ οἰκητός/ καί πῶς, ἀφοῦ μᾶς περιβάλλει,/ τόσο ἄδειος εἶναι καί ἄξενος/ κι οὔτε σκιές οὔτε φαντάσματα τῶν λόγων μας τόν κατοικοῦν/ καί πουθενά κλαράκι ν᾽ ἀκουμπήσει νά σταθεῖ/ τό ἀγριεμένο τῶν ψυχῶν μας φτεροκόπημα[4]
Αυτόν το χρόνο επιθυμεί εναγωνίως να επαναπροσδιορίσει ο ποιητής, τον άχρονο και ακατοίκητο από τις σκιές και τα φαντάσματα των λόγων της ποίησης, με την παραθεματική ενσωμάτωση της σοφόκλειας αναφοράς[5]. Πρόκειται ουσιαστικά για προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στον ποιητή και την εποχή του. Στο Λεοντάρη η υπαρκτική ουσία του χώρου δίνει υπόσταση και στην έννοια του χρόνου. Αν ο χώρος είναι «άξενος» και «ακατοίκητος», το ίδιο είναι και ο χρόνος. Η αίσθηση του κενού χρόνου, της μη «ύπαρξης» οδηγεί στην ενοχή. Και το σύμπτωμα της ενοχής για τον άνθρωπο που υποφέρει μέσα στην αποξένωση είναι η επιθυμία για παραίτηση, η αδυναμία για ζωή:
-Τρομάζουμε ὄχι γι᾽ αὐτό πού κάποτε ὑπήρξαμε/ ἀλλά γι᾽ αὐτό πού δέν ὑπήρξαμε. ῾Ο χρόνος/ σκεπάζει τά κενά της ὕπαρξης μέ μιά χεριά ξερόχορτα/ σάν τίς παγίδες τῶν θεριῶν-τσακίζεσαι/ ἔτσι ὅπως ὅταν ρίχνεσαι κι αὐτοκτονείς σ᾽ ἕνα φωταγωγό[6]
θα γράψει στην «Κρύπτη» το 1968. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, ο εσωτερικός χρόνος στον Λεοντάρη, παίρνει μια διάσταση εσχατολογική. Μέσα στην κόλαση του χρόνου της ιστορίας, γιατί και γι᾽ αυτόν μιλάει ο ποιητής, ο θάνατος προβάλλει ως διαρκής και συνάμα «τρομακτική εκκρεμότητα» της ύπαρξης:
…᾽Εννῆμαρ κέατ᾽ ἐν φόνῳ/ οὐδέ τις ἦεν κατθάψαι/ λαούς δέ λίθους ποίησε Κρονίων/ καί τά μάτια μου τ᾽ ἅρπαξαν καί τά ᾽σερναν στίς σκόνες/ ᾽Ιούνιος θεριστής στά Τρίκαλα καί τό κομμένο κεφάλι στήν/  πλατεία ἐφώνησε τρίς/ νολλεμ νολλεμ νολλεμ[7]
γράφει στο «Μόνον διά τῆς λύπης» το 1976: «Μέρες εννιά κείτονταν στο αίμα τους, κι ούτε ένας δε βρισκόταν για να τα θάψει, τι είχε γύρω τους τον κόσμο ο Δίας πετρώσει» αφηγείται ο Αχιλλέας για τα σκοτωμένα παιδιά της Νιόβης από τον Απόλλωνα στο ομηρικό απόσπασμα (610–611) από την Ω´ της Ιλιάδας που εμβολίζει στην αφήγηση ο Λεοντάρης και συνδέει το μύθο, τον ομηρικό, με έναν άλλο μύθο ιστορικό, και την εικόνα της κομμένης κεφαλής του Άρη Βελουχιώτη κρεμασμένης στην πλατεία των Τρικάλων, μέρος του τρομερού βιώματος που στοιχειώνει διαρκώς τη μνήμη του ποιητή. Ας προσέξουμε την αντιστροφή της λέξης «μέλλον» στον τελευταίο στίχο, καθώς μας εισάγει με πλάγιο ή ανεστραμμένο τρόπο στην μόνη χρονική βαθμίδα που στοιχειώνει τη σκέψη του ποιητή. Η αντιστροφή αυτή αφορά μόνο στη διάσταση του εξωτερικού, του συμβατικού χρόνου, όπως αποτυπώνεται στο σώμα της Ιστορίας ή του χρόνου του εσωτερικού, όπως αποτυπώνεται στο σώμα της ποίησης και προσδιορίζει την «άχρονη» χρονικότητά της; Η απάντηση δίνεται από τον Λεοντάρη στο ποίημα «Μέλλον, πώς γίνεται νά εἶσαι μέλλον;» από την ενότητα «᾽Επέκεινα» της συλλογής «῎Εως…»:
Μέλλον, πώς γίνεται νά εἶσαι μέλλον;/ ᾽Αφοῦ δέν θά εἶσαι θα, ποτέ δέ θά ᾽σαι/ πάντοτε ἤσουν πρίν ποτέ μετά/ κι ἀντίδρομα, ὅπως πορεύομαι ἔρχεσαι/ κατέναντί μου κι ἀπό μέσα μου περνᾶς/ χρόνος ἀνάστροφος/ Πώς γίνεται νά ἔρχεσαι ἀπό ἐκεῖ πού ἐγώ πάω/ καί νά ὑπάρχεις;[8]
ρίχνοντας μια λοξή ματιά στο «Burnt Norton», το γνωστό ποίημα από τα «Τέσσερα κουαρτέτα» του Τ. Σ. Έλιοτ[9]. Ο Σαρτρ στο «Είναι και το Μηδέν» γράφει: «Το μέλλον εισέρχεται στον κόσμο μέσω της ανθρώπινης πραγματικότητας. Τίποτε δεν είναι εν δυνάμει. Όλα είναι εν ενεργεία. Δεν υπάρχει λοιπόν ούτε μέλλον, ούτε παρελθόν σαν φαινόμενα πρωταρχικής χρονικότητας του Είναι καθ᾽ εαυτό»[10]. Στην ποίηση του Λεοντάρη ο εσωτερικός χρόνος είναι ενιαίος, είναι ο χρόνος της ποίησης, αυτός που για τον ποιητή οφείλει να επανακαθορίσει τον καθιερωμένο εξουσιαστικά χρόνο. Η υπαρκτική του ουσία είναι ταυτισμένη με την υπαρκτική ουσία του λόγου και των μέσων που τον εκφέρουμε. Αυτά τα μέσα φορτίστηκαν με καινούργια ιδεολογία που αναπαρήγαγε τις κυρίαρχες εξουσιαστικές δομές. Έτσι, ο ίδιος ο λόγος, ο ρυθμός της ποίησης, έγινε ένα μέσο εξουσιαστικό, φράχτης που έκλεισε κάτι μέσα του χωρίς να το ελευθερώνει, λόγος με πεπερασμένες πλέον δυνατότητες, λόγος κενός.
Ο συμβατικός χώρος για τον Λεοντάρη, όπως και ο συμβατικός χρόνος, φθείρει, ασκεί διαβρωτική επίδραση στο Είναι και τη Συνείδηση, με αποτέλεσμα να φθείρεται ο λόγος και η γραφή, να λιγοστεύει σιγά-σιγά και η ίδια η ποίηση. Η χαμένη ισορροπία του χώρου και του χρόνου οδηγεί στο αδύνατο της ποίησης. Στo ποίημα «῾Η σκάλα» από τη συλλογή «Κρύπτη» (1968) θα γράψει:
Γιατί δέν εἶναι μόνο ὁ χρόνος πού μᾶς φθείρει μά κι ὁ χῶρος/ σημεῖα τό δείχνουν καθαρά, ὁ χῶρος ἐκδικεῖται/ παραμορφώνει τις δομές καί κατατρώει τά σώματα/ σκάβει βαθιά κενά κουφώνοντας μορφές καί σωθικά –ἔτσι κι/ ὁ λόγος/ φαγώθηκε σιγά σιγά ἀπό σιωπές καί χάσματα/ Τί μέλλει ἀκόμα νά εἰπωθεῖ καί ποιά ἡ ἔκφραση μές στή χαμένη ἰσορροπία;[11]
Το αδύνατο της ποίησης είναι το αδύνατο του δρόμου προς το «Amager», το μυθικό χώρο της υπαρξιστικής-χαϊντεγγεριανής κοσμολογίας, που θα συναντήσουμε στη συλλογή «᾽Εν γῇ ἁλμυρᾷ». Στην τελευταία ενότητα με τίτλο «Τό μεθύσι τῶν νεκρῶν» ο Λεοντάρης δια στόματος της Στιχομάντισσας περιγράφει τις δυσκολίες που θα συναντήσει το υποκείμενο στο εγχείρημα του να ζήσει το θάνατό του. Εκεί στις ερημιές της σύγχρονης πραγματικότητας και μέσα στην περιπλάνησή του θα του χυμήξουν οι λέξεις-τέρατα για να του κατασπαράξουν το αίνιγμα, το προαιώνιο αίνιγμα που έλυσε ο μυθικός του πρόγονος:
Βλέπω στίς ἐρημιές νά σοῦ χυμοῦν ρεκάζοντας τέρατα/ ἀπαντήσεις/ νά σοῦ κατασπαράξουν τό αἴνιγμα/ ὥσπου νά φτάσεις κάποτε/ στή χώρα πού τήν κατοικοῦν οἱ ἀντιλέξεις/ Τόσο πυκνές πού ἕλκουν πίσω καί ρουφᾶν τό νόημά τους/ Καμμιά ἀπολύτως μαρτυρία δέν ἔχουμε γιά αυτές// Καί δέν ἀρκεῖ νά ὀνοματίσεις κάτι γιά νά ὑπάρξει.[12]
Για τον Λεοντάρη η ποίηση υπάρχει πάντα πέρα από το λόγο και τη γραφή. Η ποίηση, όπως και οι έννοιες καθ᾽ εαυτές, δεν έχει ύπαρξη. Ο τελικός στίχος: «Καί δέν ἀρκεῖ νά ὀνοματίσεις κάτι γιά νά ὑπάρξει» εκφράζουν τη διαμορφωμένη πλέον πεποίθηση του ποιητή για τις πεπερασμένες δυνατότητες των λέξεων. Το φτάσιμο όμως του ποιητικού ήρωα «στή χώρα πού τήν κατοικοῦν οἱ ἀντιλέξεις» είναι η ελπίδα και η προοπτική της ποίησης. Οι «ἀντιλέξεις», τόσο πυκνές («ἕλκουν πίσω καί ρουφᾶν τό νόημά τους»), είναι σαν τις μαύρες τρύπες με τις άπειρες ποσότητες συμπιεσμένης ύλης που συγκρατούν στο εσωτερικό τους και την έλλειψη κάθε μορφής χρονικότητας. Οι «ἀντιλέξεις» είναι ο άχρονος χρόνος της ποίησης.

Ο Μιχάλης Άνθης είναι δρ Φιλολογίας

[1] Βύρων Λεοντάρης, Κείμενα για την ποίηση, «Η αγωνία του αμετουσίωτου», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2001, 129-130.
[2] Μαξ Χορκχάϊμερ και Τέοντορ Αντόρνο, Η διαλεκτική του Διαφωτισμού, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1986, 66.
[3] Jean-Paul Sartr, Το Είναι και το Μηδέν, δοκίμιο φαινομενολογικής οντολογίας, εισ. μτφρ. σχ. Κωστή Παπαγιώργη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1977, 17.
[4] Βύρων Λεοντάρης, εκ περάτων, ὕψιλον/βιβλία, Αθήνα 1986, 27.
[5] Χρόνος «ἄθικτος…οὐδ᾽ οἰκητός» γράφει ο Λεοντάρης στην YII ενότητα της συλλογής «Εκ περάτων» με στίχο δάνειο από την τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους επί Κολωνώ» (στ. 39-40). Το στίχο χρησιμοποιεί ο αρχαίος ποιητής για να περιγράψει το χώρο, το ιερό άλσος των Ευμενίδων στον  Ίππειο Κολωνό, όπου είχε καταφύγει ο τραγικός Οιδίποδας.
[6] Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία (Ποιήματα 1949-1976), ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2006, 173.
[7] Βύρων Λεοντάρης, 2006, 219.
[8] Βύρων Λεοντάρης,  Έως…, Νεφέλη, Αθήνα 2003, 39.
[9] Τ. Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα Ποιήματα, μτρφ. Αριστοτέλης Νικολαΐδης, Κέδρος, Αθήνα1984, 215.
[10] Jean-Paul Sartr, ό. π., 199.
[11] Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, σ. 171.
[12] Βύρων Λεοντάρης, Εν γη αλμυρά, Έρασμος, Αθήνα 1996, 62.

Δεν υπάρχουν σχόλια: