5/7/14

To λουστράκι

ΔΙΗΓΗΜΑ
Σχέδιο του Γιάννη Κολιού

ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΝΤΑΔΑΚΗ

Εκείνο το μεσημέρι έκανε πολύ ζέστη. Αφόρητη ζέστη. Όμως οι κάτοικοι αυτής της πόλης, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν την εγκατέλειπαν ντάλα καλοκαίρι, εκτός κι αν είχαν σπίτι στο χωριό.
Στην πισίνα της πλατείας Κουμουνδούρου, δηλαδή την περιβόητη στέρνα, ένα τσιμεντένιο κατασκεύασμα, στρογγυλό, ακριβώς στη μέση της πλατείας που γέμιζε το καλοκαίρι με νερό της ΟΥΛΕΝ, υπήρχε το αδιαχώρητο. Παιδιά κάθε ηλικίας από πέντε γειτονιές βουτούσαν από νωρίς το πρωί στο νερό της στέρνας με αλαλαγμούς χαράς και ανακούφισης, πλατσούριζαν, κολυμπούσαν και τσακώνονταν... Ύστερα έβγαιναν στην αμμουδιά που είχε απλώσει ο Δήμος γύρω-γύρω από την στέρνα, κυλιόντουσαν, μάζευαν όσο χώμα και όση άμμο ήθελε η ψυχή τους, και με όλη την βρωμιά που κουβαλούσαν στα άπλυτα κορμιά τους (η ταμπέλα στις σχολικές αίθουσες έλεγε "ΑΠΑΞ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΚΑΝΩ ΛΟΥΤΡΟ" κάτι που σπάνια ετηρείτο) ξανάπεφταν στην στέρνα.

Δεν περνούσε πολλή ώρα από την στιγμή που η στέρνα γέμιζε με καθαρό νερό, και το χρώμα του νερού γινόταν μαυροκίτρινο από την βρώμα και τα κατρουλιά των παιδιών. Κι όμως αυτή η στέρνα, βρώμικη ξεβρώμικη, μας ασκούσε μια μαγευτική δύναμη. Η μάννα μου μoύ είχε απαγορεύσει να ξαναμπώ σ’ αυτό τον βούρκο -όπως τον έλεγε- αφ’ ότου γέμισε το κορμί μου με καντήλες, που δεν έλεγαν να φύγουν...
Εκεί λοιπόν που καθόμουνα λυπημένος και κοιτούσα με ζήλια τα άλλα παιδιά στο πανηγύρι τους, σκάει μύτη ένα λουστράκι. Κουρεμένο γουλί, περίπου συνομήλικο με μένα, καταϊδρωμένο και πασαλειμμένο με βερνίκι όλων των χρωμάτων, με κοιτάζει με ερωτηματικό, και μετά μια μικρή σιωπή, ανεβαίνει στο πεζούλι, βγάζει το μπλουζάκι του και ετοιμάζεται να βουτήξει. Η στιγμή που ακολουθεί σημάδεψε την ζωή μου. Σύσσωμο το ακροατήριο (γονείς και κηδεμόνες, γιαγιάδες και παππούδες) που καθήκον του ήταν να περιφρουρεί την βρώμικη και θολή στέρνα μας από την εισβολή αλλοτρίων, άρχισε να φωνάζει και να σφυρίζει στο λουτράκι.
-Έξωωωωωωω!
Οι φύλακες μάλιστα με τις σφυρίχτρες κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος του. Πανικόβλητο το λουστράκι το ‘βαλε στα πόδια, ξεχνώντας και το κασελάκι του, και έτρεξε προς την οδό Πειραιώς. Χωρίς να το καταλάβω, αρπάζω το κασελάκι με τα βερνίκια, και το σκαμνάκι που είχε για να κάθεται, και τρέχω ξοπίσω του. Κάπου στην Ιερά Οδό σταματήσαμε να τρέχουμε. Του άφησα την πραμάτεια του στην άκρη, και αφού ανταλλάξαμε ένα ανήσυχο και φευγαλέο βλέμμα, χωρίσαμε.
Όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι, αλλά και τον χειμώνα που ακολούθησε, τον επόμενο χειμώνα αλλά και τα επόμενα χρόνια, με βασάνιζε το ίδιο πάντα ερώτημα. Μα γιατί το κυνήγησαν το λουστράκι το φουκαριάρικο; Τι θα πρόσθετε στο μαύρο νερό της στέρνας; Το βερνίκι του;
Μέχρι που κατάλαβα τι θα πει ρατσισμός. Δεν είναι μόνο το μίσος στην ράτσα ή η αποθέωση της δήθεν ανωτερότητας που μέσα της ευνουχίζονται οι λαοί. Είναι ένα σαράκι πιο βαθύ, πιο καταστροφικό, χωμένο μέσα στο ίδιο το έθνος, την φυλή. Γιατί έπρεπε να φύγει το λουστράκι από την στέρνα; Γιατί ήταν λουστράκι! Πατριωτάκι μας από την ορεινή Ήπειρο. Η ανέχεια έσπερνε τα ελληνόπουλα αυτά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Και δημιουργούσε το εσωτερικό μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής. Έτσι κάπως γνωρίστηκα με τον ρατσισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: