26/7/14

Ο Πλήθων στο Αλεποχώρι

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

Στις παλαιικές εποχές, μυθικές πια για τους νέους, στο Αλεποχώρι της δεκαετίας του ’50, εκτός από τα σχολικά βιβλία, έφταναν μέσω της εκκλησίας τα περιοδικά: Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός και Η ζωή του παιδιού. Επίσης, έφταναν και κάτι ψιλούτσικα βιβλιαράκια με τον γενικό τίτλο: Ήμουν κι εγώ εκεί, μέσω του παντοπωλείου του μπαρμπα-Κώστα του Μωριάτη. Μια προσφορά –σας παρακαλώ να μη γελάσετε– του… απορρυπαντικού «ROL». Αυτά ήταν τα εξωσχολικά μου βιβλία, που τα διάβαζα με ακόρεστη δίψα.
Δυστυχώς δεν μπορώ να θυμηθώ πώς έπεσε στα χέρια μου, την ίδια περίοδο, ένα βιβλιαράκι εικονογραφημένο, που είχε τον τίτλο η Γυφτοπούλα. Ούτε τον συγγραφέα του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ήξερα, ούτε φυσικά τη Γυφτοπούλα του. Το διάβασα μονορούφι. Η υπόθεσή του ζόρικη. Η εικονογράφησή του έντονη, σχεδόν τρομώδης. Και, όπως λένε οι ειδικοί, ο φόβος έλκει τα παιδιά. Τόσο βαθιά εντύπωση μου έκανε, που το έπαιρνα πάντα μαζί μου, και το ξαναδιάβαζα.
Από την πρώτη σελίδα ο συγγραφέας του δήλωνε ότι η υπόθεση εξελισσόταν στη Λακωνία. Αυτή και μόνον η αναφορά το έκανε στα μάτια μου ακόμα πιο ενδιαφέρον και γοητευτικό. Επιπλέον, ήρωας του μυθιστορήματος ήταν ένα τσοπανόπουλο. Τι άλλο θα μπορούσε να με συγκινήσει περισσότερο;
Το τσοπανόπουλο λοιπόν του μυθιστορήματος ανακαλύπτει ανάμεσα σε κάτι χαμόκλαδα ένα μικρό άνοιγμα στη γη. Παραμερίζει τα κλαδιά, δένεται σφιχτά από τη μιαν άκρη με το σχοινί που έχει πάντα μαζί του για τις ανάγκες της δουλειάς του, και την άλλη άκρη την ασφαλίζει δένοντάς την στον κορμό ενός δέντρου.

Το τσοπανόπουλο ατρόμητο, λόγω ηλικίας και άγνοιας, αρχίζει να κατεβαίνει αιωρούμενο και σε πολλές οργιές βάθος, φτάνει στον πυθμένα του χάσματος, όπου ανακαλύπτει μια μεγάλη σπηλιά γεμάτη αγάλματα αρχαίων θεών.
Ένας φιλόσοφος, γραμματικός των Παλαιολόγων, ονόματι Πλήθων, ήθελε να επαναφέρει την ειδωλολατρία και αναζητούσε τους Αποστόλους της νέας θρησκείας του. Γι’ αυτόν τον λόγο η σπηλιά είχε αγάλματα αντί για χριστιανικές εικόνες.
Το παιδικό μου μυαλό, ταυτιζόμενο απολύτως με τον ήρωα, τοποθέτησε τη δράση κάπου ανάμεσα στις Στέρνες, στην Απάνω Ντάρντιζα και στη Μπραΐλα. Για τις φίλες και τους φίλους που δεν γνωρίζουν τις τοποθεσίες που ανέφερα, εκείνα τα μέρη τα περπατούσε κανείς υπό την σκιάν των δέντρων. Άγρια ρουμάνια, στην κυριολεξία. Και σε κάθε υποψιασμένο σημείο, οι γεροντότεροι διηγούνταν ότι είχαν δει φαντάσματα, ακόμα και μέρα μεσημέρι. Έψαχνα λοιπόν να βρω κι εγώ τη σπηλιά του Πλήθωνα, με τα αγάλματα των αρχαίων θεών στα σπηλαιοβάραθρα της Κάντιως με τα ανθρώπινα καύκαλα, του Βόθωνα με τις οχιές και τους αστρίτες, της Λακούλας με τις τυφλές την ημέρα νυχτερίδες.
Η φαντασία μου έπλαθε τον φιλόσοφο Πλήθωνα, έναν άντρα ψιλόλιγνο με άσπρα σχοινένια μαλλιά και μακριά γένια. Κάτι σαν τους δικούς μας Ασκητές. Θαρρούσα όμως ότι αυτός κρατούσε στα χέρια του ένα αλλόκοτο όπλο. Άλλωστε ήταν αγριωπός, δεν έμοιαζε καθόλου με τον δικό μας γλυκό Ναζωραίο. Όλα αυτά μου φάνταζαν αληθινά και μου προξενούσαν φόβο. Αλλά είπαμε: Ήμουν ανέκαθεν ονειροπόλος και αλαφροΐσκιωτος. Ζούσα από τότε παρέα με τους χάρτινους ήρωες.
Όπως γυρνούσα στις ερημιές βόσκοντας τα γίδια, τις ημέρες που δεν είχαμε σχολείο, και τύχαινε να δω κάποιον θάμνο να κουνιέται από τον αέρα, νόμιζα ότι κάπου εκεί ήταν κρυμμένος ο Πλήθων και θα παρουσιαζόταν μπροστά μου να με προσηλυτίσει δια της βίας και να με κάνει Απόστολο της θρησκείας των αγαλμάτων.
Ποιόν; Εμένα! Που κάθε Κυριακή έλεγα το «Πάτερ ημών» στην εκκλησία και διάβαζα σχεδόν κάθε βράδυ, στο λιγοστό φως του λυχναριού, τσάτρα-πάτρα την Αγία Επιστολή στη μητέρα μου, με συνακροάτισσες τις σεβαστές γειτόνισσές μας, τη θεια-Δημήτραινα, τη θεια-Ελένη, τη θεια-Νίκαινα, τη θεια-Γιώργω, τη θεια-Βασιλικούλα… Όλες εντελώς αναλφάβητες, αλλά θεοσεβούμενες και νηστεύουσες. Απόψε, βλέπω τις ψυχούλες τους σαν μικρά φαναράκια στον ουρανό.
Το βιβλιαράκι εκείνο, διασκευασμένο ασφαλώς για παιδιά, που τόσο σύντομα και σχηματικά περιέγραψα στην αρχή, θα ήταν μάλλον μια περίληψη της Γυφτοπούλας. Χωρίς να το καταλάβω μου υπέβαλε την ιδέα ότι θα μπορούσα να γράψω κι εγώ μια ιστορία για τα μέρη μου, που φυσικά τα γνώριζα περισσότερο από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Και, παρά τα μαθησιακά μου προβλήματα, σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να γίνω μια μέρα ακόμα και συγγραφέας! Να πού μπορεί να οδηγηθεί ένα παιδί από την παρανάγνωση. Αργότερα μάλιστα αυτό μου φάνηκε ακόμα πιο εύκολο, όταν είδα τα Αυτόγραφα του εθνικού μας Ποιητή, στις γνωστές φωτογραφικές αναπαραγωγές. Όλα τόσο ανορθόγραφα!
Μπορεί να μην αλλαξοπίστησα, αλλά εξακολουθώ να θαυμάζω τον χάρτινο ήρωα του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο, εκείνο το φως που έβλεπα τις νύχτες στα σλάβικα τοπωνύμια της Λακωνικής, όταν το πλησίασα λιγόστεψε.

*Διαβάστηκε στη φιλική συνάντηση, «Πληθώνεια», που έγινε για τέταρτο χρόνο στο Αλεποχώρι Λακωνίας, και περιλάμβανε προβολές ταινιών μικρού μήκους και συμποτική συνεύρεση λογίων των Αθηνών και της Σπάρτης και κατοίκων του χωριού.

Ο Δημήτρης Αλεξίου είναι ποιητής


Δεν υπάρχουν σχόλια: