26/7/14

Αποχρωματίζοντας τον κόσμο

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

DAVID BATCHELOR, Χρωμοφοβία, μετάφραση Νατάσσα Χασιώτη, επιστημονική επιμέλεια Φαίη Ζήκα, εκδόσεις Άγρα, σελ. 160

Ο δημόσιος χώρος των σύγχρονων δυτικών πόλεων γίνεται όλο και περισσότερο άχρωμος; Μάλλον όχι. Γίνεται, ίσως, περισσότερο «ουδέτερος». Τι σημαίνει αυτό; Πως ο δημόσιος χώρος μετατρέπεται σε μια αλληλουχία αστικών επιφανειών από τις οποίες τείνει να εκλείψει κάθε ενόρμηση, κάθε ενθύμηση της συλλογικής αλλά και προσωπικής προσδοκίας και, εν τέλει, κάθε απόφαση. Όλα, ή σχεδόν όλα, σε αυτόν μοιάζουν να απεκδύονται την ιδέα πως μπορεί να διαταραχτεί η κανονικότητα και, κυρίως, την πιθανότητα πρόκλησης των αισθητηρίων του οποιουδήποτε. Ο δημόσιος χώρος των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών είναι αυτός της εγκαθίδρυσης μιας ουδέτερης, μεταπολιτικής όσο και φοβικής ορθολογικότητας. Ιδεατά, οι χρήστες του (ποτέ δρώντες) θα παίζουν το ρόλο των προσομοιώσεών τους στις αρχιτεκτονικές μακέτες. Η ουτοπία και η δυστοπία λείπουν επίσης από εδώ.
Ωστόσο το ουδέτερο δεν υπάρχει. Περιγράφει πιο πολύ μια τάση, την αισθητική κατεύθυνση ενός ολόκληρου πολιτισμού, μία τρόπον τινά «ουδετεροποίηση» του κοινού τόπου. Η σχετική, όμως, αισθητική ουδετερότητα του δημοσίου χώρου υποστηρίζει την ανάδειξη εμβληματικών στοιχείων σε αυτόν. Συνηθέστατα, στη ρυθμολογία του τεχνητού περιβάλλοντος λειτουργεί όπως το ιντερμέδιο που θα ενισχύσει το κρεσέντο των αρχιτεκτονικών συνθέσεων των μεγάλων πολυκαταστημάτων, αθλητικών εγκαταστάσεων, μουσείων, επιβατικών σταθμών και αεροδρομίων, εταιριών και ιδρυμάτων που υποκαθιστούν δυναμικά ό,τι καταχρηστικά πλέον ονομάζουμε «δημόσια σφαίρα» ως συνέχεια αλλά και κορύφωσή της. Αλλά η αισθητική του ουδέτερου κυριαρχεί και εδώ.

Όλα τούτα, βέβαια, σε επίπεδο προθέσεων, καθώς η πραγματικότητα είναι πάντοτε διαφορετική. Διανοητές όπως ο Michel De Certeau ή ο David Harvey έχουν επιχειρηματολογήσει εκτενώς σχετικά, αναδεικνύοντας τους τρόπους που οι καθημερινές πρακτικές, όντας απρόβλεπτες και ενίοτε παραβατικές, αντιστέκονται στην κανονικοποίησή τους. Η άλλη όψη του δημοσίου χώρου, η λιγότερο εξιδανικευμένη, είναι διαμορφωμένη από τις συνεχείς παρεμβάσεις των χρηστών του. Γκράφιτι, κατασκευαστικές αλλοιώσεις και επεμβάσεις, μικροκαταπατήσεις και οικειοποιήσεις του, διεκδικήσεις και αντιπαραθέσεις αφήνουν να φανεί μια διαφορετική και μόνιμα εξελισσόμενη πολιτισμική διαδικασία. Εκεί και σε αυτές τις περιπτώσεις τίποτα δεν εξουδετερώνεται και, σε ό,τι εδώ μας αφορά, κανείς δεν «φοβάται» το χρώμα.
Ο David Batchelor διαγιγνώσκει πως κάποια «χρωμοφοβία» έχει καταβάλει τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, όπως άλλωστε αφήνει να εννοηθεί και ο τίτλος του ανά χείρας βιβλίου. Αυτό που ωστόσο αποφεύγει ο συγγραφέας είναι να αναμετρηθεί με τα γενικότερα πολιτισμικά επίδικα, να εντάξει δηλαδή τις παρατηρήσεις του σε μία κατά κάποιον τρόπο μεγαλύτερη αφήγηση του δυτικού κόσμου, να εντάξει το μέρος στο γένος. Αυτό ίσως είναι δουλειά του αναγνώστη. Αντίθετα, κυματοδρομεί σε διάφορες εκφάνσεις του δυτικού πνεύματος με έναν τρόπο που τελικά απομονώνει το αισθητικό από το γενικότερο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Έτσι, η σκέψη του περνάει χωρίς να τους αντιμετωπίζει μέσα από συγγραφείς όπως οι Herman Melville, Aldous Huxley και Joseph Conrad, στοχαστές όπως οι Roland Barthes και Henri Michaux, τον Le Corbusier και τον Adolf Loos, από το έργο σκηνοθετών όπως οι Francis Ford Coppola και Wim Wenders, σε πολλά σημεία τον Baudelaire και τον Kierkegaard, τον Wittgenstein και τον Adorno. Προφανώς, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να εστιάσει -εξόχως επιλεκτικά- και στον τρόπο που αντιμετώπισαν το ζήτημα καλλιτέχνες, κυρίως μινιμαλιστές, ο Donald Judd ή ο Sol LeWitt, αλλά και άλλοι όπως οι Andy Warhol, Yves Klein και Robert Smithson.
 Μέσα σε όλα αυτά διακρίνει κανείς την απόπειρα ανάσυρσης σπαραγμάτων μιας διάθεσης που για τον συγγραφέα αποτελεί συνολική τάση. Σε τι συνίσταται όμως αυτή; «[Το] χρώμα έχει υπάρξει το αντικείμενο ακραίων προκαταλήψεων στη δυτική κουλτούρα» γράφει ο Bachelor. «Όπως συμβαίνει με όλες τις προκαταλήψεις, η εμφανής της μορφή, δηλαδή η απέχθειά στης, κρύβει ένα φόβο: ένα φόβο μόλυνσης και φθοράς από κάτι που είναι άγνωστο και μοιάζει ακατανόητο. Αυτή η απέχθεια του χρώματος, αυτός ο φόβος της διαφθοράς μέσω του χρώματος, χρειάζεται ένα όνομα: χρωμοφοβία» (σ. 28).
Εντούτοις, ο συγγραφέας αποφεύγει να εξετάσει τις βαθύτερες αιτίες του φόβου μπροστά σε μία τέτοιου είδους καταβύθιση ή, καλύτερα, «πτώση» στον κόσμο του χρώματος. Ενδεικτικά μόνο αναγνωρίζει την ταύτισή του με την Ανατολή ή με την παιδική ηλικία και τους πρωτόγονους, τους χώρους εκδίπλωσης της αχαλίνωτης φαντασίας, της ναρκοληψίας, του παράλογου και της φυγής, γενικότερα του ανορθολογισμού, μια σφαίρα από την οποία το υποκείμενο του διαφωτισμού εύλογα διατηρεί αποστάσεις. Οι ουσιαστικές αιτίες όμως μιας τέτοιας απόρριψης παραμένουν δυσδιάκριτες στο βιβλίο. Η ανεύρεσή τους επαφίεται και πάλι στον αναγνώστη.

Από την άλλη πλευρά, η επισήμανση και μόνο μιας «χρωμοφοβικής» τάσης, η παράθεση σχετικών σκέψεων, παρατηρήσεων και παραδειγμάτων πριμοδοτεί τον ελεύθερο συνειρμό του τελευταίου. Προκαλεί το στοχασμό πάνω σε -τουλάχιστον φαινομενικά- εδραιωμένες παραδοχές στον «ανεπτυγμένο» κόσμο, οι οποίες συχνά τίθενται υπό τη μορφή επιτακτικών δυισμών, όπως Ανατολή ή Δύση, ανορθολογικό ή λογικό, ιδιωτικό ή δημόσιο, μιαρό ή καθαρό, ψευδές ή αληθινό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνεπικουρεί τη νοητική ανακατάταξη και επανασημασιοδότηση των σημείων του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού συνολικότερα, επιτρέποντας έτσι τη διαύγαση των λεπτών αποχρώσεων που πάντοτε λανθάνουν πίσω από σκληρά δίπολα σαν τα παραπάνω. Σε αυτά ας λογιστούν και οι ευαίσθητες διακρίσεις ανάμεσα στο «χρωμοφοβικό», το «άχρωμο» και το «ουδέτερο». 



Δεν υπάρχουν σχόλια: