26/7/14

Αντιρρητική κριτική

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ


ΝΙΚΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ, Η αιχμή του δόρατος. Κριτικά κείμενα 1987-2011, εκδόσεις Futura, σελ. 358

Ι.
Δεν είχα την απαιτούμενη άνεση χρόνου για να ανατρέξω σε παλαιότερα κείμενά μου για την ποίηση του Νίκου Λάζαρη, που, σημειωτέον, την παρακολούθησα από την πρώτη της εμφάνιση το 1975, με την ομόθυμα αποδεκτή συλλογή του, Ο Βυθός της γκαζόζας. Και χωρίς όμως τέτοια δεκανίκια, θα μπορούσα με σχετική βεβαιότητα να πω ότι τουλάχιστον ένα από τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της ποίησής του, η ηθική της διάσταση, η θέσει αυστηρότητά της, η οργίλη, πονεμένη και πληγωμένη της διάθεση για τα σύγχρονα  φαινόμενα έκπτωσης από την ουσιαστική ζωή (στην εναντίωση αλλά όχι στον τόνο, μοιάζει με την ποίηση του λίγο αρχαιότερου Γιάννη Πατίλη), περνάει ως κρίσιμη στάση και στον σχολιαστικό του λόγο.  
Όντως, τα 48 κείμενα της Αιχμής του δόρατος  είναι αντιρρητικά σε μεγάλο τους μέρος. Έχουν για στόχο τους πρόσωπα και έργα της ποίησης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ορισμένα από τα οποία ο Λάζαρης θεωρεί ότι απολαμβάνουν μιας κριτικής ασυλίας: ότι έχουν μπει σ’ ένα απυρόβλητο, ούτως ώστε να είναι εκ προοιμίου αποδεκτά ως σημεία ενός «ιερού κανόνα» ή ενός άβατου της λογοτεχνίας μας. Και τούτο, παρ’ ό,τι συχνά αποτυγχάνουν ή ψευτίζουν. Οι βιβλιοκριτικές του ατύπως είναι μοιρασμένες  σε τρεις ομάδες, αντίστοιχες των ποιητικών γενεών που εμφανίστηκαν σ’ αυτό το διάστημα, αν και ο κύριος όγκος τους αφορά σε συνομήλικούς του, όπως ο Γιάννης Κοντός, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, η Μαρία Λαϊνά, ο Αργύρης Χιόνης και σε νεώτερους της «επετηρίδας», όπως ο Σπύρος Βρεττός, ο Γιάννης Τζανετάκης, ο Χάρης Βλαβιανός, ο Στάθης Κουτσούνης, η Θεώνη Κοτίνη, κ.ά.
Ενώ κατ’ αναλογία τις λιγότερες σελίδες έχουν οι μεγαλύτεροι στα χρόνια, Κώστας Στεργιόπουλος, Μίλτος Σαχτούρης, Τάσος Γαλάτης, Γιώργης Παυλόπουλος, Νίκος Φωκάς, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Αγγελική Σιδηρά, Τάσος Ρούσσος, προς τους οποίους, αν εξαιρέσουμε την Κική Δημουλά και τον Μάρκο Μέσκο (που τους «κατακεραυνώνει»), ο Λάζαρης είναι ηπιότερος και συγκαταβατικότερος στον έλεγχό του. Αν λάβω υπ’ όψη μου ότι συχνά ο τρόπος που διατυπώνει τον έλεγχό του γίνεται με ευφροσύνη και ευφορία, νομίζω πως δεν θα ήμουν άστοχος λέγοντας πως υπάρχει στον κριτικό λόγο του ένα είδος ψυχικής εκφόρτισης. Δεν είναι ο Λάζαρης ο ψύχραιμος «χειρουργός» που διατηρεί τις αποστάσεις του από την κριτική πράξη. Εμπλέκεται συναισθηματικά σ’ αυτήν και αποτυπώνει στη γραφή τη χαρά, το πάθος και την οργή του! Επομένως, δεν με εκπλήσσει που δηλώνει έτοιμος να   επαναφέρει, μ’ έναν τρόπο, τη «χαμένη τιμή» της ενασχόλησής του, δηλαδή να στιγματίσει την επιλεκτική αλαλία των συναδέλφων, έτσι ώστε να ανυψωθεί και πάλι η κριτική στην ισχύ άλλων εποχών, όταν πράγματι νομοθετούσε όπως ο βιβλικός Μωϋσής για το ορθό και μη ορθό της τέχνης και της τεχνικής της. «Κάτι άλλο λοιπόν υποδηλώνει εδώ αυτή η σιωπή», γράφει σχολιάζοντας την παθητική κριτική υποδοχή της όντως γεμάτης προβλήματα ανθολογίας του Ευριπίδη Γαραντούδη, Η ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα (2008): «Αμηχανία; Ανοχή; Συγκάλυψη; Ο αναγνώστης ας κρίνει» (σ.343). Πηγαίνοντας ο Λάζαρης κόντρα στο ρεύμα της «κριτικής αβουλίας», όχι μόνο λόγω του ότι θεωρεί πως η αρνητική κριτική επαναφέρει μια τάξη στην αταξία, αλλά και λόγω του ότι προς τα εκεί τον σπρώχνει η ιδιοσυγκρασία του, έγραψε περίπου σε μια 25ετία (1987-2011), σειρά βιβλιοκρισιών, ιδίως στα περ. Πλανόδιον και Νέα Εστία, μερικές από τις οποίες προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση στον καιρό τους λόγω της αντιρρητικής τους οξύτητας - αν και φοβάμαι ότι η αίσθηση της λογοτεχνικής συντεχνίας έμεινε στα επιφαινόμενα της οξύτητας και δεν πήγε πιο κάτω. Συχνότερα οι βιβλιοκρισίες αυτές του Λάζαρη έχουν ως στόχο τους σφάλματα, ατεχνίες, αδυναμίες ή αβλεψίες των ποιητών, με γνώμονα το περί ορθότητας προσωπικό αναγνωστικό κριτήριό του. Σε μερικές όμως περιπτώσεις, εκτός του ότι προσφεύγουν, έχοντας ως αποδεικτικά στοιχεία τα ίδια τα «ατυχή» ποιήματα και κριτήριο πάντοτε το τι θεωρεί εκείνος σωστό και τι αποτυχημένο, υπογραμμίζουν ρητά  (λ.χ. Κ. Δημουλά, Γ. Βέλτσος) ότι η δημόσια εικόνα του ποιητή, χειραγωγημένη από τα ευτελή media, επιβάλλει στρεβλώσεις στον τρόπο ανάγνωσης και επίδρασής του στο ίδιο το λογοτεχνικό πεδίο και στις επιμέρους αναπαραστάσεις του. Με άλλα λόγια, ότι η υποδοχή και η πρόσληψη ενός ποιητικού έργου εξαρτώνται εν πολλοίς από τον μυθοποιητικό μηχανισμό των media, κάτι που μοιραία προκαλεί σύγχυση στον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού. Εκεί η οξύτητα κορυφώνεται!

ΙΙ.
Όσο περνούν τα χρόνια κουμπώνομαι όλο και περισσότερο μπροστά στο απόλυτο. Θα έλεγα πως βρίσκω απολύτως εύλογο να είναι οι κριτικές αρχές του Λάζαρη σε κάποιο βαθμό προσωποπαγείς, υποκειμενικές. Η υποκειμενική ματιά είναι το αλάτι της τέχνης, η μόνη οδός για την ιδιωτική της αλήθεια. Όσο κι αν αναζητούμε, σε μια εποχή νεκρανάστασης της ζντανοφικής πολιτικής ορθότητας, το φίλτρο που κάνει τη λογοτεχνία αντικειμενική, ατυχώς τέτοιο φίλτρο δεν υπάρχει. Ποιά κείμενα μας δίνουν την αλήθεια στην Αιχμή του δόρατος; Εκείνα που είναι κατακρημνιστικά ή εκείνα που είναι ανυψωτικά; Εκείνα για τον Μάρκο Μέσκο, τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Στρατή Πασχάλη, την Κική Δημουλά, ή τα άλλα που δείχνουν να έχουν κερδίσει τον ανεπιφύλακτο, φίλιο έπαινο του κριτικού, αυτά για τον Νίκο Φωκά, τον Νάσο Βαγενά, τον Γιάννη Ευσταθιάδη, τον Βύρωνα Λεοντάρη, κ.ά. Αν δεν ισχύει το ελαφρυντικό σε όλους τους κριτικούς (και εδώ συνυπολογίζω τους αδέκαστους πανεπιστημιακούς ή  τους εισαγγελικούς ιστοριογράφους) ότι αποφαίνονται ή προτιμούν ουσιαστικά εξ υποκειμένου ή εξ ιδεολογίας, δεν θα υπήρχε ευκολότερο από το να μας στήσει κάποιος στον τοίχο με την κατηγορία  ότι έχουμε δύο (ή μήπως περισσότερα) μέτρα και σταθμά! Συνεπώς, θα έλεγα ότι μάλλον πρέπει να βάλουμε καλά στο μυαλό μας ότι τα ακραία αντιρρητικά ή υποστηρικτικά κριτικά κείμενα,  οποιασδήποτε μεθόδου ή μη μεθόδου, αποτελούν κι αυτά απλώς μία από τις διάφορες απόψεις, μία από τις διάφορες αναγνώσεις ενός κειμένου. Κάτι στο οποίο θα επανέλθω για λίγο προς το τέλος αυτού του σημειώματος. Για την ώρα, δεν αμφισβητώ καθόλου ότι σ’ όλες τις σελίδες αυτού του κομψού αν και πολυσέλιδου βιβλίου, της Αιχμής του δόρατος, είναι παρούσα μια ηθική αντίληψη της λογοτεχνίας - συνεπώς και της ίδιας της κριτικής, έτσι όπως ήδη την περιγράψαμε. Στον πρόλογό του ο Λάζαρης αναφέρει (σ. 9-10) ότι οι θέσεις του αρδεύτηκαν, ως τα προχωρημένα χρόνια της θεωρητικής του διάπλασης, από τον Ρίλκε, αφ’ ενός, και τους Έλιοτ και Σεφέρη, αφ’ ετέρου. Τρεις μείζονες του 19ου και του 20ού αιώνα που δεν χαρακτηρίζονται μόνο από την ηθική της γραφής που κόμισε στην τέχνη το μοντέρνο. Πρωτίστως ηθικό είναι το ίδιο το όραμά τους για τη ζωή και τον κόσμο. Ο Ρίλκε, ως εκλεπτυσμένη απόληξη του γερμανικού ρομαντισμού που αφοσιώθηκε στην ανάδειξη του άδολου και γνήσιου. Οι Έλιοτ και Σεφέρης, μαθητής και δάσκαλος, που κι αυτοί συνέκλιναν στην ανάδειξη του αρχέγονου είναι που βρίσκεται σκοτισμένο, διωγμένο και αμυνόμενο στις σύγχρονες βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες του φαίνεσθαι. Θέλω λοιπόν να σημειώσω εδώ ξανά ότι στο βάθος τόσο η ποίηση όσο και τα κριτικά εγχειρήματα του Λάζαρη αιμοδοτούνται  από ένα ιδιοσυγκρασιακό πεδίο πεποιθήσεων, πίστεων, αξιών, ένα πεδίο που δεν είναι εύκολο να το σχηματοποιήσουμε με ακρίβεια, αλλά που προβάλλει ως ενεργός συνείδηση σε κάθε κείμενό του. Ως συνδυασμός υποκειμενικών και γνωσιακών  δεδομένων. Ας παραθέσω για τούτο ένα ελάχιστο δείγμα από τη συνομιλία του με τον Σταμάτη  Μαυροειδή, πρωτοδημοσιευμένη στην Αυγή (9 Ιουλ. 2006), όπου νομίζω ότι στην ουσία λέει αυτό ακριβώς: ότι κάθε αξιολόγηση, κάθε επιλογή και απόφανση είναι ένα κράμα αξεδιάλυτων υποκειμενικών και πραγματολογικών στοιχείων. «Η αξιολόγηση αρχίζει πριν από τη συγγραφή ενός άρθρου. Το γεγονός ότι ένας κριτικός επιλέγει να σχολιάσει ένα βιβλίο, ανάμεσα στα εκατοντάδες που κυκλοφορούν κάθε εβδομάδα στην αγορά, αυτό είναι ήδη μια πράξη αξιολόγησης» (σ. 356).

ΙΙΙ.
«Πριν από τη συγγραφή ενός κριτικού άρθρου»; Και τι άλλο από την ανάγνωση είναι πριν από τη συγγραφή; Η ανάγνωση λοιπόν είναι υπαίτια για τις αντιδράσεις του κριτικού αντιλόγου, ίσως όχι το κείμενο ως «αντικειμενικό» δεδομένο. Γιατί όλοι μας γνωρίζουμε ότι αστάθμητα και  υποκειμενικά βαραίνουν πολύ περισσότερο από τα σταθμητά και προϋπολογισμένα. Επομένως, δεν φτάνει να γνωρίζουμε ποιό κείμενο κρίνεται αλλά και ποιός το διαβάζει και το κρίνει, ή, διαφορετικά, ποιός είναι ο κώδικας που οδηγεί στην αποδοχή ή στην απόρριψη ενός ποιητικού ή ενός πεζού κειμένου. Πράγμα που σημαίνει ότι η αξιολόγηση υπόκειται στη ρευστότητα των προσωπικών κριτηρίων, καθώς στον καθένα μας αυτά που βαραίνουν ως προς την προτίμηση για ένα κείμενο είναι την ίδια στιγμή σταθμητά και αστάθμητα, συναφή με το γούστο αλλά και με τη θητεία ή την αποκτημένη πείρα του αναγνώστη. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, ο κριτικός που έχει έναν αναγνωρίσιμο τρόπο στην προσέγγιση και στη συνομιλία με ένα θέμα ή κείμενο, και έχει επίσης διαμορφώσει (όπως λ.χ. ο Λάζαρης, αλλά όχι μόνο αυτός) την  ιδιάζουσα κριτική του ταυτότητα, τη φωνή και το ύφος του, έχει, όπως οι ποιητές ή οι πεζογράφοι, τις ίδιες μ’ αυτούς δυνατότητες να αποκτήσει ένα δικό του κοινό. Κάποιους που τον αναζητούν, τον εμπιστεύονται, συγκλίνουν με τις αποδοχές και τις απορρίψεις του. Κάποιους που συναινούν με το κριτικό του στίγμα, την κριτική του ηθική: ηθική, να το πούμε, η οποία σχετίζεται με το δικό του έργο, ενταγμένο στον κύκλο της λογοτεχνίας και αποσπασμένο από τις σχέσεις εξάρτησης με τα άλλα είδη της. Με την ευκαιρία, και προτού αναφερθώ ειδικά στην αρνητική ή αντιρρητική κριτική την οποία υπηρέτησε κατά μείζονα λόγο ο  Λάζαρης, αν και σε ποικίλες διαβαθμίσεις της, από την ήπια ως την οξεία, ας πω ότι για πολλούς και διαφόρους λόγους έχει ατονήσει γενικά στα τελευταία χρόνια ο συγκρουσιακός ρόλος της λογοτεχνικής κριτικής. Όχι όμως ότι έχει εκλείψει. Μάλλον έχει υποχωρήσει το νόημα της λογοτεχνίας (και της κριτικής) ως παρεμβατικών, αξιακών πολιτισμικών στοιχείων, καθώς ο πληθωρισμός των ειδών, ως συνέπεια της ραγδαίας αύξησης της λογοτεχνικής παραγωγής, εξαφάνισε σχεδόν τη σημασία της κριτικής και έριξε μοιραία την ίδια τη λογοτεχνία στο πεδίο του εμπορευματικού δούναι και λαβείν. «Η κριτική όμως», λέει ο Λάζαρης (σ. 357) στη συνομιλία του, «χωρίς αξιακά κριτήρια δεν μπορεί να λειτουργήσει. Από την άλλη, ο μεταμοντέρνος ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει υψηλή και χαμηλή λογοτεχνία θα είχε νόημα, αν συνοδευόταν [..] από την άποψη ότι υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία. Χωρίς αυτή τη διάκριση η κριτική καταργείται.» Και μήπως και η λογοτεχνία δεν καταργείται; θα πρόσθετα εγώ!

IV.
Πάντως, Η αιχμή του δόρατος μου έφερε συνειρμικά στο νου τον τίτλο μιας άλλης συναγωγής αντιρρητικών κειμένων, τη Γκιόστρα (2012) του Νάσου Βαγενά, που κυριολεκτικά είναι οι κονταρομαχίες, ως άθλημα ή ως πολεμική τέχνη, στον ιταλικό  μεσαίωνα και συμβολικά τα άρθρα φιλολογικής ή άλλης πολεμικής: εδώ για την ελληνική φιλολογία και λογοτεχνία. Ασφαλώς το κοντάρι γειτονεύει με το δόρυ, όσο κοντά βρίσκονται φιλίως ο Βαγενάς με τον Λάζαρη, αλλά, από την άλλη μεριά, τα κείμενα του ενός δεν είναι ίδια με του άλλου. Ο Βαγενάς στη Γκιόστρα έχει μαζέψει τα μάλλον εκτενή ιστοριογραφικά του, όπου συγκρούεται με διατυπωμένες θέσεις άλλων, όπως λ.χ. για τις απαρχές της ελληνικής πεζογραφίας ή για την αρνητική ή όχι στάση της γενιάς του ‘30 απέναντι στον Καρυωτάκη, ενώ ο Λάζαρης, όπως ήδη είπαμε, συγκέντρωσε μια επιλογή των βιβλιοκρισιών του για τους ποιητές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, όχι όμως μόνο τις διαπνεόμενες  από έναν αυστηρό έλεγχο για τις, κατ’ αυτόν, ατεχνίες και αδυναμίες τους, αλλά και τις θετικές. Ανεξάρτητα από αυτά τα συγκριτολογικά, για να έρθουμε, κλείνοντας, στο θέμα της αρνητικής κριτικής, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στην παρρησία και στην τόλμη ενός κριτικού που επιχειρεί, για το δικό του, έστω, ηθικό στοίχημα, να ανασκευάσει κάποιες μικρές ή μεγάλες βεβαιότητες του λογοτεχνικού μας γίγνεσθαι. Και μόνο ότι διακυβεύει με την άρνησή του πολύ περισσότερα από όσα η συμβατική κριτική, η οποία στρογγυλεύει για να αποφύγει τυχόν κακοτοπιές,  διασαλεύσεις ισορροπιών και ανατροπές σχέσεων, είναι κάτι που αξίζει την προσοχή μας. Γιατί, κατά κανόνα μια ακραία αρνητική κριτική που προσπαθεί με την επιθετικότητά της να ανοίξει ένα ρήγμα στην λογοτεχνική καθεστηκυία τάξη μιας εποχής είναι συνήθως αδιέξοδη, κι αυτό διότι είναι αναγκασμένη στην πολεμική της εναντίωση να γίνει άδικη (δηλαδή μη πειστική) για να βρει το δίκιο της! Αν εξαιρέσουμε τη μνημειώδη διαμάχη Άγγελου Βλάχου-Εμμανουήλ Ροΐδη, η οποία πάντως έφερε μαζί της όχι μόνο το λογοτεχνικό γούστο αλλά και τις νοοτροπίες δύο κόσμων, ποιά άλλη διαμάχη υπήρξε γόνιμη; Όχι βέβαια οι σχεδόν κατά πάντων πολεμικές του Φώτου Πολίτη, αναμφίβολα όχι η «αντιπαράθεση» Γιάννη Αποστολάκη-Κώστα Βάρναλη που πήρε τη μορφή της γραφικότητας, ούτε η ισοπεδωτική αντικαβαφική κριτική του Ροβέρτου Κάμπου το 1912. Και προφανώς, όχι το πρόσφατο δοκίμιο του Κώστα Κουτσουρέλη, Κ.Π. Καβάφης (2013), προϊόν ενός φιλόδοξου «bras de fer», όπου οι αντίπαλοι είναι ο εξής ένας: ο κριτικός!

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας 

Δεν υπάρχουν σχόλια: