ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ-ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΝΤΑ
When the Revolution Comes, Φωτογραφία από Performance |
Στην έκθεση με τίτλο Κιάφα, η Ειρήνη Ευσταθίου προχωρά σε μια
άτυπη χαρτογράφηση της πρώτης κορυφής της οροσειράς του Γράμμου, προκείμενου να
διερευνήσει τη μετάβαση από αυτό το τελευταίο μέτωπο του Εμφυλίου, στα σύγχρονα
“μέτωπα” της μετεμφυλιακής ιστορίας και “συλλογικής” διαχείρισής του
παρελθόντος. Η μεταφορική αυτή μετάβαση αποτυπώνεται στη βιωματική, πραγματική
διαδρομή που ακολούθησε η καλλιτέχνιδα κατά την πραγματοποίηση του έργου της:
από τις βουνοπλαγιές του Γράμμου, όπου κατέγραψε τα ορατά λείψανα μαχών στο
φυσικό τοπίο, στις αίθουσες δημόσιων αρχείων, όπου συνέλεξε θεσμικά πλέον
προστατευμένα τεκμήρια του εμφυλίου, και τέλος στο χώρο της Αθηναϊκής πλατείας,
όπου επεχείρησε να ενεργοποιήσει μηχανισμούς ανάκλησης της ιστορίας ως μνήμης
στη δημόσια σφαίρα. Η διαδρομή αυτή, όσο και η εμφατική παρουσία του τοπωνυμίου
της “Κιάφας” ήδη από τον τίτλο της έκθεσης, καθιστούν το έργο αυτό σπουδή πάνω
στην τοπιογραφία του Εμφυλίου, αλλά και στους σύγχρονους, πραγματικούς όσο και
συμβολικούς τόπους σύγκρουσης και συνάντησης ανταγωνιστικών εκδοχών της
ιστορίας.
Στις δύο εισαγωγικές σειρές έργων
της έκθεσης η Ευσταθίου αναπαράγει ζωγραφικά φωτογραφίες που συγκέντρωσε κατά
την περιδιάβασή της στην Κιάφα και μετέπειτα σε ιστορικά αρχεία. Στις σειρές
αυτές αναπαριστάνει τις στρατηγικές τοποθεσίες που επιλέχθηκαν από τη
στρατιωτική ηγεσία του Ελληνικού Στρατού για την εποπτική θέαση του
βομβαρδισμού του Γράμμου με βόμβες ναπάλμ, την υποχώρηση του Δημοκρατικού
Στρατού από την περιοχή, ορεινά χωριά, και τη γεωλογία της εν λόγω κορυφής. Στο
έργο που ακολουθεί αυτές τις σειρές, η Ευσταθίου μεταφέρει τις εικονογραφικές
αποδόσεις του εμφυλιακού τοπίου από το τελάρο στο χαρτί, και τις συγκεντρώνει
σε μια “αρχειοθήκη”- η Ευσταθίου επιμένει στη δημιουργία έργων μικρής κλίμακας-
μαζί με άλλα τεκμήρια εξολόθρευσης του Δημοκρατικού Στρατού το καλοκαίρι του
49΄. Η ιδιοσυγκρασιακή ανα-κατασκευή των φωτογραφικών αυτών εικόνων, αποτέλεσμα
της εναλλαγής αρχειακής έρευνας και πρωτότυπης καλλιτεχνικής παραγωγής, είναι
σημαντική για τουλάχιστον τρεις λόγους. Πρώτον, η Ευσταθίου υπενθυμίζει πως
κάθε αρχείο αποκαλύπτει όσο και “δημιουργεί” ή τουλάχιστον δίνει αναδρομικά
νόημα στο παρελθόν. Συνακόλουθα, η ίδια επιζητεί να βρει κάτι πέρα από την
περιγραφική ή αξιολογική τεκμηρίωση της αρχειακής φωτογραφίας. Δεύτερον, η
σειρά αυτή έργων θα μπορούσε να ιδωθεί και ως απόπειρα αναπαράστασης, όχι τόσο
των γεγονότων που έλαβαν χώρα το 49’, όσο τελικά της καταγραφής τους. Με το
μετασχηματισμό της φωτογραφίας σε ζωγραφικό πίνακα, το κέντρο βάρους
μετατοπίζεται τελικά από την ίδια την εικόνα στη θέση του ανώνυμου φωτογράφου
(ή της Ευσταθίου) στο βουνό και από το τεκμήριο στην εμπειρία. Τρίτον, η
μεταφορά της εικόνας από το αρχείο στην αίθουσα τέχνης “επιτάσσει” στο θεατή να
την προσεγγίσει τώρα ως αντικείμενο ενατένισης. Η υποβλητική παρουσία του
τοπίου στις σειρές αυτές έργων και οι διαφορετικές εικονιστικές απόψεις του
βουνού που η καλλιτέχνης μας παρουσιάζει φαίνεται να επιτείνουν ενδεχομένως την
αισθητική πια εμπειρία. Αν όμως η Ευσταθίου “επιστρέφει” κατά κάποιον τρόπο
στην παράδοση της τοπιογραφίας- και συγκεκριμένα της τοπιογραφίας του πολέμου,
που θέλει συνήθως τη φύση να συμμετέχει στο ανθρώπινο δράμα- το κάνει τελικά με
τρόπο αντι-μνημειακό, παρουσιάζοντας το φυσικό τοπίο ως τόπο προβολής και
διαπραγμάτευσης συναισθημάτων, αναμνήσεων και αφηγήσεων. Δημιουργεί έτσι τις
συνθήκες ανάδυσης ενός χώρου αισθητικής περισυλλογής, και μας προτρέπει να κοιτάξουμε
τώρα την ιστορία αναστοχαστικά, καταρχάς από τη θέση των άλλων και στη συνέχεια
με την απόσταση του παρατηρητή της ιστορίας.
Μεταβαίνοντας από την Κιάφα στην
Αθήνα, η Ευσταθίου εξουδετερώνει με την εγκατάσταση When the Revolution Comes τρόπο τινά την απόσταση αυτή,
περνώντας από την αισθητική αναπαράσταση της βιωμένης εμπειρίας στη διερεύνηση
των διακυβευμάτων του εμφυλιακού παρελθόντος και της διαχείρισής του σε
συλλογικό επίπεδο. Η εγκατάσταση, η οποία αποτελείται από ηχητικά και
φωτογραφικά τεκμήρια μιας περφόρμανς που πραγματοποίησε η Ευσταθίου στις
πλατείες Εξαρχείων, Συντάγματος και Βικτορίας, καταγράφει την επιτέλεση
πρακτικών αντίστασης στο δημόσιο χώρο -την καταστροφή ενός κασετόφωνου που
αναπαράγει προκήρυξη που προαναγγέλλει την επανάσταση-, όσο και δοκιμάζει τα
όρια του συναινετικού λόγου, σήμερα. Αν τα πρώτα έργα επιτρέπουν μια
μελαγχολική, μοναχική περιδιάβαση σε τόπους συλλογικής μνήμης, το δεύτερο έργο
διερευνά το βαθμό συναισθηματικής εμπλοκής και ανάκλησης του παρελθόντος του
εμφυλίου, τοποθετώντας μας από τη θέση του θεατή σε αυτή του συμμέτοχου στην
Ιστορία. Η Ευσταθίου μας προτείνει να αναγνωρίσουμε αυτό το συναισθηματικό και
ιστορικό φορτίο όχι για να “συμφιλιωθούμε” με το τραύμα του Εμφυλίου, αλλά για
να αναλογιστούμε τους τρόπους με τους οποίους η θεσμική μνήμη απωθεί την
εμφύλια σύγκρουση, μόνο για να την ανασύρει τελικά σήμερα ως επικρεμάμενη
απειλή. Η έκθεση μας υπενθυμίζει πως σήμερα, όπως και σε κάθε εποχή, παραμένει
επιτακτική η ανάγκη να αναλογιστούμε όχι μόνο τί κάνουμε με το παρελθόν, αλλά
και πώς το παρελθόν διαπερνά το συλλογικό σώμα. Ίσως αυτό το ερώτημα να κινεί
την ανάγκη μετάβασης από τον αναστοχασμό στην πράξη.
Η
Άννα-Μαρία Κάντα είναι μουσειολόγος και θεωρητικός τέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου