ΤΟΥ ΦΑΝΗ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Άποψη από το περίπτερο της Βραζιλίας |
ΣΤΕΡΓΙΑ
ΚΑΒΒΑΛΟΥ, Πλαστική Άνοιξη, εκδόσεις Εκάτη, σελ. 32
Έχοντας βιώσει και
μοιραστεί με τη γενιά της τη μετεώριση ως κατάσταση καθημερινή και όχι ως
εκείνο το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ του κόσμου των μικρών και αυτού των μεγάλων,
αλλά ως μια διαρκή αμφιταλάντευση μεταξύ ενός χώρου που ορίζεται από τους
τέσσερεις τοίχους του παιδικού δωματίου, με τα αυτοκινητάκια και τις κούκλες
δίπλα στον υπολογιστή, μεταξύ των εικόνων του παιχνιδιού και των ερωτικών
συνευρέσεων, ενός χώρου που δημιουργείται ως πεδίο αντιθέσεων, η Στέργια
επιλέγει να δώσει τη μάχη να ορίσει τις αντιθέσεις μέσα σε μια ενότητα. Σε μια
κατάσταση φαινομενικά και πραγματικά αβίωτη για μια ολόκληρη γενιά που δεν ήρθε
ως επιλογή, αλλά ως ανάγκη, η Στέργια καταφέρνει και βρίσκει εργαλεία επιβίωσης
μέσα από έναν λόγο-αναμέτρηση του χρόνου, φτιάχνοντας το δικό της χρονικό
συνεχές όπου οι αντιθέσεις αμβλύνονται και οι τομές εξαφανίζονται, σε αυτό το
συνεχές η παιδικότητα όχι μόνο δεν χάνεται ποτέ, αλλά γίνεται ορίζουσα που
ξεδιπλώνει τελικά τη ζωή, γίνεται ένα διαρκές παρόν-παρελθόν. Η ποίηση λοιπόν
της Στέργιας φαίνεται να αντανακλά τον προβληματισμό και την αγωνία μιας γενιάς
καθώς καταπιάνεται με την ίδια την πραγματικότητα, ενώ η αλήθεια των ποιημάτων
της φαίνεται να αποτυπώνει τη δική της μάχη ενάντια στη λήθη, «η αλήθεια
[άλλωστε] ποτέ δεν κατοίκησε στα δάχτυλα», ακόμα κι αν ισχυρίζεται πως «δεν
είναι ώρα να τα βάζω με τα παρελθόντα».
Η παιδικότητα
μεσολαβείται μέσα από την μνήμη στο ίδιο το παιχνίδι, που φαίνεται ακατανόητο
στα μάτια των μεγάλων, στα μάτια κυρίως της μάνας που συμβουλεύει «να μην
παίζει με τα χώματα» ή να «μαζεύει τα παιχνίδια από κάτω». Μια αγιογραφία του
παιδιού και του παιχνιδιού απέναντι στον ορθό λόγο των μεγάλων, που «γλιστράει
σε μπουρμπουλήθρες και σπάει τα μούτρα του και χαμογελάει», ή του μικρού
Χριστού που κλαίει στο απέναντι μπαλκόνι, ενώ ήθελε λίγη πίστη», που είναι η
καθαρτήρια μνήμη που «δεν χωράει πια την κόλαση». Ο κόσμος των μεγάλων που
συμβουλεύει και δήθεν ξέρει, αποδομείται τόσο ως βολεμένος και χωρίς ενδιαφέρον,
όσο κυρίως μέσα από την ασύνειδη και ανορθολογική αποδοχή του λόγου των μεγάλων
«μάλωσα τα μάτια και το κεφάλι μου», αλλά και την αποδοχή ότι η μάνα ίσως δεν
είναι σαν τους άλλους «τη μέρα που θα πάψεις να χωνεύεις τόσο δηλητήριο». Η
αγιοποίηση του κόσμου των παιδιών προσφέρει την αλήθεια εκείνη για την θωράκιση
απέναντι στο πέρασμα της ζωής, για την ασφάλεια της χωρίς παρεκκλίσεις και
νοθεύσεις της συνέχειας, κάτι που εξηγείται και από μια σειρά βεβαιοτήτων όπως
το γεγονός πως «όσο μεγαλώνει ο χρόνος μικραίνουν τα αυτονόητα, όσο φουσκωμένη
η θάλασσα φουσκώνουν και οι ματαιότητες», που λειτουργούν ως σταθερές μιας
πορείας.
Δυο συνθήματα μου
ήρθαν στο μυαλό καθώς διάβαζα αυτό το βιβλίο το ένα “sois jeune et tais toi” καθώς και εκείνο που λέει «η
επανάσταση είναι επιστροφή στην αθωότητα». Το πρώτο ειρωνικό βγαλμένο από το
Μάη του ’68, το δεύτερο οραματικό και ρεαλιστικό. Ίσως για την γενιά αυτή, η λύση να
στοιχειοθετείται στην παιδικότητα και την αθωότητα ως το πεδίο εκείνο της ρήξης
με το υπάρχον, ως πεδίο επανεφεύρεσης του κόσμου.
"ελευθερίες"
στον ουρανό κάτι παράξενα σπιτάκια.
στον ουρανό κάτι παράξενα σπιτάκια.
έπιασα να γλείψω
τη σκεπή,
έσβησα του άλλου
την καμινάδα,
κλότσησα τις
πόρτες.
μα όταν πήγα να
χαϊδέψω τα παράθυρα,
πιπίλισα το
θυμωμένο μου αίμα.
το έδειξα στη
μαμά.
"άλλη φορά
μην παίζεις με τα χώματα" είπε.
μάλωσα τα μάτια
και το κεφάλι μου
και ξανάπιασα τις
τσουγκράνες.
Ο Φάνης Παπαγεωργίου είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου