ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ
Το νέο βιβλίο του
Κυριάκου Κατσαρού αποτελεί μια ουσιαστική συμβολή στη συζήτηση κυρίως ανάμεσα
σε μαρξιστές, για το χαρακτήρα της κρίσης του συστήματος και στην αναζήτηση αριστερής
εναλλακτικής στρατηγικής εξόδου από αυτήν.
Το βιβλίο του Κυριάκου Κατσαρού έχει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Είναι κατ’ αρχήν βιβλίο πολιτικής οικονομίας, βιβλίο ιστορίας οικονομικών θεωριών, βιβλίο κριτικής των φιλελεύθερων ρευμάτων σκέψης της αστικής πολιτικής οικονομίας και τέλος βιβλίο μαρξιστικής μεθοδολογίας στην ανάλυση σχέσεων οικονομίας και πολιτικής. Η πρωτοτυπία του συνίσταται στο ότι εξετάζει τη σύγχρονη καπιταλιστική κρίση στα πλαίσια της θεωρίας των «μακρών κυμάτων» ή των «μεγάλων κύκλων» που διατύπωσε ο ρώσος οικονομολόγος Νικολάι Κοντράτιεφ (N.Kondratieff, “Long Waves”, 1926) και έκτοτε ακολούθησαν αρκετές μελέτες από ερευνητές μαρξιστικής κυρίως κατεύθυνσης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σε διάκριση με την κλασσική θεωρία των κυκλικών οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής που ανέλυσε ο Μαρξ και των επί μέρους κλαδικών κρίσεων (χρηματιστηριακές, ενέργειας, κ.ά.), η θεωρία των «μεγάλων κυμάτων», εξετάζει εκείνες τις κρίσεις που έχουν καθολικότερο χαρακτήρα, μεγαλύτερο βάθος και διάρκεια και αγκαλιάζουν τη βάση όσο και το εποικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας «οι διαδικασίες αναπαραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου, αποτελούν το μηχανισμό κίνησης και λειτουργίας των «μακρών κυμάτων». Συγχρόνως υποκειμενικά στοιχεία, όπως ο βαθμός ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και η έκβαση της ταξικής πάλης, η ισχύς και η ιδεολογική ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης, οι διεθνείς ανταγωνισμοί και η παρεμβατική ικανότητα των κρατικών οντοτήτων, επηρεάζουν σωρευτικά τον καθορισμό του χαρακτήρα των διαφόρων φάσεων του κύκλου και πολλαπλασιάζουν τη δυναμική της επίδρασης τους στις μεταβατικές περιόδους περάσματος από την άνθηση στην αποτελμάτωση και το αντίστροφο. Επομένως οι μακροχρόνιες οικονομικές διακυμάνσεις οφείλονται στη συγκρότηση ενός πλέγματος διαλεκτικών σχέσεων μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων του συστήματος». (σελ.53)
Κατά τον συγγραφέα στην εξέλιξη του καπιταλισμού έχουν υπάρξει ως σήμερα πέντε τέτοια «μεγάλα κύματα» τα οποία περιέχουν περιόδους άνθισης και αντίστοιχες περιόδους κρίσης συνολικής διάρκειας 40-50 ετών. Το πρώτο κύμα εμφανίστηκε στην περίοδο 1790-1845 και η άνθιση του συνέπεσε με τη μεγάλη βιομηχανική επανάσταση, ενώ η κρίση κυρίως με την πείνα του 1840. Το δεύτερο κύμα 1845-1895 και η άνθιση του με τη Βικτωριανή ανάκαμψη, ενώ η κρίση με τη μεγάλη ύφεση στο τέλος του 19ου αιώνα. Το τρίτο κύμα 1895-1940 όπου η άνθιση συνδέθηκε με τη λεγόμενη belle époque, ενώ η κρίση με το κραχ του 1929. Το τέταρτο κύμα το 1940-1990 η άνθιση του συνδέθηκε με το χρυσό αιώνα της συσσώρευσης και η κρίση με τη λεγόμενη σιωπηρή κρίση της δεκαετίας του ’70-’90. Τέλος το πέμπτο κύμα από 1990 ως τις μέρες μας, η άνθιση συνδέθηκε με την επανάσταση της πληροφορικής και η κρίση με αυτήν που βιώνουμε από το 2008 με διαφορετική ένταση σε κάθε χώρα. Η κάθε φάση του «κύματος» δέχεται επιδράσεις του εποικοδομήματος (κρατικές πολιτικές), ενώ υπάρχει στενή συσχέτιση στη διαμόρφωση της κοινωνικοπολιτικής ζωής.
Μια σημαντική αρετή του βιβλίου είναι ότι εξετάζει τις κυριότερες φάσεις γέννησης, ανάπτυξης, εξέλιξης του καπιταλισμού σε σχέση με το ρόλο του κράτους (μερκαντιλισμός, ελεύθερος ανταγωνισμός, μονοπωλιακός καπιταλισμός, κρατικο-μονοπωλιακή παρέμβαση, νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των αστικών οικονομικών θεωριών (κλασικοί αστοί οικονομολόγοι, νεοκλασικοί, φιλελεύθεροι, κεϋνσιανοί, νεοκεϋνσιανοί, νεοφιλελεύθεροι, κά). Μέσα από την κριτική θεώρηση των αντιλήψεων τους, αναδεικνύονται οι ανεπάρκειες και οι αντιφάσεις, καθώς και ο απολογητικός χαρακτήρας των θερωριών στην προσπάθεια να εμφανίσουν το καπιταλιστικό σύστημα ως αιώνιο και αναντικατάστατο.
Ειδικότερα στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αναλύονται οι κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης του έθνους-κράτους, καθώς και η θεωρία των «μακρών κυμάτων» στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στο δεύτερο μέρος γίνεται κριτική εξέταση των φιλελεύθερων ιδεολογικών ρευμάτων (18ος ως μέσα 19ου αιώνα) και η παγίωση του καπιταλισμού στο παγκόσμιο στερέωμα. Σε συνέχεια εξετάζονται οι Νεοκλασικές αντιλήψεις (μέσα 19ου ως Α’ παγκόσμιο πόλεμο) και η υπέρβαση των Νεοκλασικών μοντέλων από τη λεγόμενη «Κεϋνσιανή επανάσταση». Τέλος αναλύεται η χρεοκοπία του Κεϋνσιανισμού και η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού ως μοντέλου διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας και των νέων αντιθέσεων που γεννά, κάνοντας αναγκαία την υπέρβαση του με όρους ιστορικής προοπτικής. Το βιβλίο κλείνει με την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιβλίο στην ανάλυση των βασικών δογμάτων του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και τις συνέπειες που έχει η εφαρμογή του (τεράστιες ανισότητες στην κατανομή και ανακατανομή πλούτου, αποδιάρθρωση κοινωνικού κράτους, κατάργηση θεμελιωδών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κά) με την εν γένει στροφή του συστήματος προς την αντίδραση σε όλα τα μέτωπα. Η εφαρμογή του ν/φ-μοντέλου γίνεται όχι μόνο από τα παραδοσιακά δεξιά κόμματα αλλά και από τα σοσιαλδημοκρατικά, περιορίζοντας κατά πολύ τις διαφορές που είχαν στο παρελθόν όταν κυρίαρχο μοντέλο διαχείρισης ήταν οι κεϋνσιανές αντιλήψεις. Καθοριστικός παράγοντας μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας ήταν και οι εξελίξεις στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Με την πάροδο του χρόνο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετατρέπονται σε καθεστωτικές δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου τόξου.
Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ο νεοφιλελεύθερος θεωρητικός στοχασμός θα αναβαθμιστεί «με την ανάδειξη μιας Νέας Σύνθεσης, μιας νεοκεϋνσιανής προσπάθειας πλήρους εναρμόνισης με το νεοκλασικό πρότυπο, όπου εγκολπώνει όλες τις θεμελιακές αρχές του τελευταίου, όπως το χωρισμό της κοινωνίας σε παραγωγούς και καταναλωτές και όχι σε κοινωνικές τάξεις, τον υποκειμενισμό της κοινωνικής ανάλυσης (ψυχολογικές τάσεις, προτιμήσεις), τη βαρύνουσα σημασία στο δίπολο προσφοράς-ζήτησης και τον ενστερνισμό της υπόθεσης της γενικής ισορροπίας… Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση (neoliberal compromise) θα εκφραστεί ταυτόχρονα μέσα από τη διακήρυξη της άμβλυνσης (και του τέλους), της επί ενάμιση περίπου αιώνα, κυρίαρχης διπολικής ιδεολογικής διαπάλης και τη δοκιμασμένη τακτικής μιας διακηρυγμένα εναλλακτικής ακολουθούμενης πορείας» (σελ. 258).
Σημαντική συμβολή του βιβλίου του Κ.Κατσαρού είναι η εξέταση κρίσιμων ζητημάτων της σχέσης εθνικού κράτους και διαδικασιών ολοκλήρωσης και «παγκοσμιοποίησης» των οικονομιών. Το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι συγκεκριμένες διαδικασίες δημιουργεί ένα έντονο ανταγωνιστικό περιβάλλον στο οποίο συνυπάρχουν δύο τάσεις. Από τη μια η αναδιάταξη των εθνικών ανταγωνισμών (εθνικιστικών, θρησκευτικών, πολιτιστικών) και η επαναδιαμόρφωση των συσχετισμών δύναμης και από την άλλη η όξυνση του ανταγωνισμού κεφαλαίων, πολλαπλασιάζοντας τα μέτωπα τοπικών και διεθνικών συγκρούσεων. Αυτό ισχύει και στα πλαίσια της ΕΕ ιδιαίτερα της ευρωζώνης, αναπαράγοντας τις αντιθέσεις «κέντρου» και «περιφέρειας» εξ’ αιτίας της ανισόμετρης ανάπτυξης και της απόκλισης αντί σύγκλισης των οικονομιών. Αυτή η διαδικασία όπως σημειώνει το συγγραφέας «δεν αλλοιώνει την εν γένει σχέση ‘κράτους-καπιταλιστικής οικονομίας’, απλώς μεταβάλλει τη σχέση εθνικό κράτος-εθνικής οικονομία και εθνικό κράτος-ευρωπαϊκή οικονομία προς όφελος των σχέσεων ευρωπαϊκό ‘κράτος’ - ευρωπαϊκή οικονομία και ευρωπαϊκό ‘κράτος ’- παγκόσμια οικονομία» (σελ.273).
Συμπερασματικά οι εναλλαγές των διαφόρων τύπων μειγμάτων πολιτικής του καπιταλιστικού σχηματισμού και των ιδεολογικών, οικονομικο-θεωρητικών και πολιτικών ρευμάτων που τα στηρίζουν, αντιστοιχούν στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης έτσι όπως αποκρυσταλλώνονται μέσα από τις μακρο-κυματικές ανοδικές και καθοδικές και μεταβατικές περιόδους. Από αυτήν την άποψη το φαινόμενο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία δεν πηγάζει από τη σφαίρα της πολιτικής, αλλά εγείρεται σε τελευταία ανάλυση από τις ενδογενείς αδυναμίες, ανεπάρκειες και ασυνέχειες της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Με το κλείσιμο της αυλαίας του σημερινού σταδίου εξέλιξης του συστήματος στα πλαίσια του πέμπτου μακρού κύματος, ολοκληρώνεται κατά τον συγγραφέα και «η πολυετής παγκόσμια κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, τουλάχιστον όπως τη γνωρίσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες και ανοίγει ο δρόμος για ένα νέο κύμα κρατικών μορφών παρέμβασης χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι είναι εφικτή η επιστροφή σε ένα μεταπολεμικό κεϋνσιανό μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης». Ο συγγραφέας χωρίς να το ομολογεί ανοικτά επισημαίνει την αναγκαιότητα της ιστορικής αντιστοίχισης ανάμεσα στις απαιτήσεις της συλλογικής διεύθυνσης των διαδικασιών κοινωνικής αναπαραγωγής με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, με την αναγκαιότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ήδη ιστορικά ξεπερασμένο.
Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου
Το βιβλίο του Κυριάκου Κατσαρού έχει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Είναι κατ’ αρχήν βιβλίο πολιτικής οικονομίας, βιβλίο ιστορίας οικονομικών θεωριών, βιβλίο κριτικής των φιλελεύθερων ρευμάτων σκέψης της αστικής πολιτικής οικονομίας και τέλος βιβλίο μαρξιστικής μεθοδολογίας στην ανάλυση σχέσεων οικονομίας και πολιτικής. Η πρωτοτυπία του συνίσταται στο ότι εξετάζει τη σύγχρονη καπιταλιστική κρίση στα πλαίσια της θεωρίας των «μακρών κυμάτων» ή των «μεγάλων κύκλων» που διατύπωσε ο ρώσος οικονομολόγος Νικολάι Κοντράτιεφ (N.Kondratieff, “Long Waves”, 1926) και έκτοτε ακολούθησαν αρκετές μελέτες από ερευνητές μαρξιστικής κυρίως κατεύθυνσης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σε διάκριση με την κλασσική θεωρία των κυκλικών οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής που ανέλυσε ο Μαρξ και των επί μέρους κλαδικών κρίσεων (χρηματιστηριακές, ενέργειας, κ.ά.), η θεωρία των «μεγάλων κυμάτων», εξετάζει εκείνες τις κρίσεις που έχουν καθολικότερο χαρακτήρα, μεγαλύτερο βάθος και διάρκεια και αγκαλιάζουν τη βάση όσο και το εποικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας «οι διαδικασίες αναπαραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου, αποτελούν το μηχανισμό κίνησης και λειτουργίας των «μακρών κυμάτων». Συγχρόνως υποκειμενικά στοιχεία, όπως ο βαθμός ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και η έκβαση της ταξικής πάλης, η ισχύς και η ιδεολογική ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης, οι διεθνείς ανταγωνισμοί και η παρεμβατική ικανότητα των κρατικών οντοτήτων, επηρεάζουν σωρευτικά τον καθορισμό του χαρακτήρα των διαφόρων φάσεων του κύκλου και πολλαπλασιάζουν τη δυναμική της επίδρασης τους στις μεταβατικές περιόδους περάσματος από την άνθηση στην αποτελμάτωση και το αντίστροφο. Επομένως οι μακροχρόνιες οικονομικές διακυμάνσεις οφείλονται στη συγκρότηση ενός πλέγματος διαλεκτικών σχέσεων μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων του συστήματος». (σελ.53)
Κατά τον συγγραφέα στην εξέλιξη του καπιταλισμού έχουν υπάρξει ως σήμερα πέντε τέτοια «μεγάλα κύματα» τα οποία περιέχουν περιόδους άνθισης και αντίστοιχες περιόδους κρίσης συνολικής διάρκειας 40-50 ετών. Το πρώτο κύμα εμφανίστηκε στην περίοδο 1790-1845 και η άνθιση του συνέπεσε με τη μεγάλη βιομηχανική επανάσταση, ενώ η κρίση κυρίως με την πείνα του 1840. Το δεύτερο κύμα 1845-1895 και η άνθιση του με τη Βικτωριανή ανάκαμψη, ενώ η κρίση με τη μεγάλη ύφεση στο τέλος του 19ου αιώνα. Το τρίτο κύμα 1895-1940 όπου η άνθιση συνδέθηκε με τη λεγόμενη belle époque, ενώ η κρίση με το κραχ του 1929. Το τέταρτο κύμα το 1940-1990 η άνθιση του συνδέθηκε με το χρυσό αιώνα της συσσώρευσης και η κρίση με τη λεγόμενη σιωπηρή κρίση της δεκαετίας του ’70-’90. Τέλος το πέμπτο κύμα από 1990 ως τις μέρες μας, η άνθιση συνδέθηκε με την επανάσταση της πληροφορικής και η κρίση με αυτήν που βιώνουμε από το 2008 με διαφορετική ένταση σε κάθε χώρα. Η κάθε φάση του «κύματος» δέχεται επιδράσεις του εποικοδομήματος (κρατικές πολιτικές), ενώ υπάρχει στενή συσχέτιση στη διαμόρφωση της κοινωνικοπολιτικής ζωής.
Μια σημαντική αρετή του βιβλίου είναι ότι εξετάζει τις κυριότερες φάσεις γέννησης, ανάπτυξης, εξέλιξης του καπιταλισμού σε σχέση με το ρόλο του κράτους (μερκαντιλισμός, ελεύθερος ανταγωνισμός, μονοπωλιακός καπιταλισμός, κρατικο-μονοπωλιακή παρέμβαση, νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των αστικών οικονομικών θεωριών (κλασικοί αστοί οικονομολόγοι, νεοκλασικοί, φιλελεύθεροι, κεϋνσιανοί, νεοκεϋνσιανοί, νεοφιλελεύθεροι, κά). Μέσα από την κριτική θεώρηση των αντιλήψεων τους, αναδεικνύονται οι ανεπάρκειες και οι αντιφάσεις, καθώς και ο απολογητικός χαρακτήρας των θερωριών στην προσπάθεια να εμφανίσουν το καπιταλιστικό σύστημα ως αιώνιο και αναντικατάστατο.
Ειδικότερα στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αναλύονται οι κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης του έθνους-κράτους, καθώς και η θεωρία των «μακρών κυμάτων» στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στο δεύτερο μέρος γίνεται κριτική εξέταση των φιλελεύθερων ιδεολογικών ρευμάτων (18ος ως μέσα 19ου αιώνα) και η παγίωση του καπιταλισμού στο παγκόσμιο στερέωμα. Σε συνέχεια εξετάζονται οι Νεοκλασικές αντιλήψεις (μέσα 19ου ως Α’ παγκόσμιο πόλεμο) και η υπέρβαση των Νεοκλασικών μοντέλων από τη λεγόμενη «Κεϋνσιανή επανάσταση». Τέλος αναλύεται η χρεοκοπία του Κεϋνσιανισμού και η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού ως μοντέλου διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας και των νέων αντιθέσεων που γεννά, κάνοντας αναγκαία την υπέρβαση του με όρους ιστορικής προοπτικής. Το βιβλίο κλείνει με την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιβλίο στην ανάλυση των βασικών δογμάτων του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και τις συνέπειες που έχει η εφαρμογή του (τεράστιες ανισότητες στην κατανομή και ανακατανομή πλούτου, αποδιάρθρωση κοινωνικού κράτους, κατάργηση θεμελιωδών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κά) με την εν γένει στροφή του συστήματος προς την αντίδραση σε όλα τα μέτωπα. Η εφαρμογή του ν/φ-μοντέλου γίνεται όχι μόνο από τα παραδοσιακά δεξιά κόμματα αλλά και από τα σοσιαλδημοκρατικά, περιορίζοντας κατά πολύ τις διαφορές που είχαν στο παρελθόν όταν κυρίαρχο μοντέλο διαχείρισης ήταν οι κεϋνσιανές αντιλήψεις. Καθοριστικός παράγοντας μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας ήταν και οι εξελίξεις στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Με την πάροδο του χρόνο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετατρέπονται σε καθεστωτικές δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου τόξου.
Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ο νεοφιλελεύθερος θεωρητικός στοχασμός θα αναβαθμιστεί «με την ανάδειξη μιας Νέας Σύνθεσης, μιας νεοκεϋνσιανής προσπάθειας πλήρους εναρμόνισης με το νεοκλασικό πρότυπο, όπου εγκολπώνει όλες τις θεμελιακές αρχές του τελευταίου, όπως το χωρισμό της κοινωνίας σε παραγωγούς και καταναλωτές και όχι σε κοινωνικές τάξεις, τον υποκειμενισμό της κοινωνικής ανάλυσης (ψυχολογικές τάσεις, προτιμήσεις), τη βαρύνουσα σημασία στο δίπολο προσφοράς-ζήτησης και τον ενστερνισμό της υπόθεσης της γενικής ισορροπίας… Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση (neoliberal compromise) θα εκφραστεί ταυτόχρονα μέσα από τη διακήρυξη της άμβλυνσης (και του τέλους), της επί ενάμιση περίπου αιώνα, κυρίαρχης διπολικής ιδεολογικής διαπάλης και τη δοκιμασμένη τακτικής μιας διακηρυγμένα εναλλακτικής ακολουθούμενης πορείας» (σελ. 258).
Σημαντική συμβολή του βιβλίου του Κ.Κατσαρού είναι η εξέταση κρίσιμων ζητημάτων της σχέσης εθνικού κράτους και διαδικασιών ολοκλήρωσης και «παγκοσμιοποίησης» των οικονομιών. Το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι συγκεκριμένες διαδικασίες δημιουργεί ένα έντονο ανταγωνιστικό περιβάλλον στο οποίο συνυπάρχουν δύο τάσεις. Από τη μια η αναδιάταξη των εθνικών ανταγωνισμών (εθνικιστικών, θρησκευτικών, πολιτιστικών) και η επαναδιαμόρφωση των συσχετισμών δύναμης και από την άλλη η όξυνση του ανταγωνισμού κεφαλαίων, πολλαπλασιάζοντας τα μέτωπα τοπικών και διεθνικών συγκρούσεων. Αυτό ισχύει και στα πλαίσια της ΕΕ ιδιαίτερα της ευρωζώνης, αναπαράγοντας τις αντιθέσεις «κέντρου» και «περιφέρειας» εξ’ αιτίας της ανισόμετρης ανάπτυξης και της απόκλισης αντί σύγκλισης των οικονομιών. Αυτή η διαδικασία όπως σημειώνει το συγγραφέας «δεν αλλοιώνει την εν γένει σχέση ‘κράτους-καπιταλιστικής οικονομίας’, απλώς μεταβάλλει τη σχέση εθνικό κράτος-εθνικής οικονομία και εθνικό κράτος-ευρωπαϊκή οικονομία προς όφελος των σχέσεων ευρωπαϊκό ‘κράτος’ - ευρωπαϊκή οικονομία και ευρωπαϊκό ‘κράτος ’- παγκόσμια οικονομία» (σελ.273).
Συμπερασματικά οι εναλλαγές των διαφόρων τύπων μειγμάτων πολιτικής του καπιταλιστικού σχηματισμού και των ιδεολογικών, οικονομικο-θεωρητικών και πολιτικών ρευμάτων που τα στηρίζουν, αντιστοιχούν στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης έτσι όπως αποκρυσταλλώνονται μέσα από τις μακρο-κυματικές ανοδικές και καθοδικές και μεταβατικές περιόδους. Από αυτήν την άποψη το φαινόμενο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία δεν πηγάζει από τη σφαίρα της πολιτικής, αλλά εγείρεται σε τελευταία ανάλυση από τις ενδογενείς αδυναμίες, ανεπάρκειες και ασυνέχειες της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Με το κλείσιμο της αυλαίας του σημερινού σταδίου εξέλιξης του συστήματος στα πλαίσια του πέμπτου μακρού κύματος, ολοκληρώνεται κατά τον συγγραφέα και «η πολυετής παγκόσμια κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, τουλάχιστον όπως τη γνωρίσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες και ανοίγει ο δρόμος για ένα νέο κύμα κρατικών μορφών παρέμβασης χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι είναι εφικτή η επιστροφή σε ένα μεταπολεμικό κεϋνσιανό μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης». Ο συγγραφέας χωρίς να το ομολογεί ανοικτά επισημαίνει την αναγκαιότητα της ιστορικής αντιστοίχισης ανάμεσα στις απαιτήσεις της συλλογικής διεύθυνσης των διαδικασιών κοινωνικής αναπαραγωγής με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, με την αναγκαιότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ήδη ιστορικά ξεπερασμένο.
Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου