ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΙΣΤΗΝΟΥ
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ, Σύνδρομο Fregoli, Eκδόσεις Καλέντης, σελ.304
«Εγκοπή, πλαίσιο, κορνίζα στην κορνίζα
Στον υπόγειο σταθμό σ’ εκείνη την αλλόκοτη ταύτιση
Του δισυπόστατου μεταμφιεσμένου στην άβυσσο
Του να είμαι και να μην είμαι στο εχθρικό μου
Ανοίκειο είδωλο που αποφυλακισμένο και αδυσώπητο
Φθέγγεται κι αποκαλύπτει στον κόσμο
τις κρυφές πράξεις μου της Άλλης».
Στο κεφάλαιο για τις παραληρηματικές
ψευδοαναγνωρίσεις, ο καθηγητής Ψυχιατρικής Νικηφόρος Αγγελόπουλος μιλάει για
έναν βασικό ψυχοπαθολογικό μηχανισμό, ο οποίος συνίσταται στη δημιουργία ενός
φαύλου κύκλου λανθασμένων πίστεων, προσδοκιών και αντιλήψεων. Οι προσδοκίες που
τρέφει ένας άνθρωπος είναι δυνατόν να επιδράσουν στις αντιληπτικές διεργασίες
του. Επιπλέον «οι παραληρηματικές ψευδοαναγνώσεις περιλαμβάνουν ποικίλες
διαταραχές με κοινό χαρακτηριστικό ότι ο ασθενής δεν αναγνωρίζει την ταυτότητα
και μοναδικότητα των αντικειμένων, του χώρου, των προσώπων ή του εαυτού του
{…). Σ’ αυτά τα σύνδρομα περιλαμβάνονται το σύνδρομο Capgras, το σύνδρομο Fregoli δηλαδή η διαμεταμόρφωση ή καλύτερα αλληλομεταμόρφωση
(intermetaporphosis) και μεικτές καταστάσεις. Και αν αυτός είναι ένας τυπικός, αλλά συνάμα
συναρπαστικός ορισμός του συνδρόμου, γιατί συνάπτεται με το φιλοσοφικό ζήτημα
της ταυτότητας που απειλείται από τη διαίρεση, τον κατακερματισμό ή τη διάλυση
του εγώ, ο Μανόλης Πρατικάκης δεν στέργει να τον εκλογοτεχνίσει, να τον
μεταποιήσει δηλαδή σε μια μηχανιστικά μυθοπλαστική εκδοχή του.
Ο κίνδυνος εδώ θα ήταν να αναμείξει δύο
διαφορετικά συστήματα που διαθέτουν το οικείο τους ιδίωμα, παράγοντας έτσι ένα
υβριδικό σκεύασμα, όπως διατείνονταν οι παλιότερες θεωρίες της λογοτεχνίας,
όσες τουλάχιστον ακολουθούσαν το δόγμα της ειδολογικής καθαρότητας και
αυτοδυναμίας. Ο Πρατικάκης, αντίθετα, μένει στο πνεύμα της ανεξιθρησκίας και
του ριζοσπαστισμού που καλλιέργησε η μοντερνιστική ελίτ του περασμένου αιώνα
και δεν λογοδοτεί απέναντι στην παράδοση αυτή, όχι τόσο από μια διάθεση αίρεσης
όσο γιατί το υπαγορεύει η ανάγκη της θεματολογίας του. Η πίεση να δώσει
λογοτεχνική μορφή σ’ ένα πραγματολογικό και ψυχιατρικό υλικό, όπως αυτό που
συμπυκνώνεται στην έννοια των «ομοιοτύπων», των μιμητικών δηλαδή εταίρων απαιτεί
ένα είδος αντισυμβατικής μεθόδου, όταν μάλιστα δεν θέλει κανείς να μένει στην
επανάληψη και τον μηρυκασμό. Άρα η διακριτική απόσταση από κανόνες και
προϋποθέσεις του κλασικού roman, όπως οι ήρωες που συμβολίζουν χαρακτήρες, οι
κομπάρσοι που λιπαίνουν καταχρηστικά την πλοκή, η έννοια του γραμμικού χρόνου
που κάνει ευανάγνωστο και λογικοφανή τον μύθο, ήταν για έναν νεωτερικό
συγγραφέα, όπως ο Πρατικάκης μία αυτονόητη πρόκληση. Έτσι, χωρίς ούτε στιγμή να
καταστρατηγεί τη μυθοπλαστική του βούληση και να την χρεώνει στην αναγκαιότητα
μιας άτεγκτης ψυχιατρικής περιγραφής, παρακολουθεί τις ψυχικές κυμάνσεις της
ηρωίδας του, μέσα από μια ανακόλουθη , αποσπασματική και παλινδρομική κίνηση:
οι υποτροπές της νόσου απαιτούν μια υποτροπή της γραφής μια μετάπτωση από τη
στιβαρότητα στη χαλαρότητα ή την παραλυσία.
Από την άλλη, το παραλήρημα ή το άγχος
κινητοποιούν μια ασθματική τροπή του λόγου, ενώ το βάθος και το εύρος της
αφηγηματικής απεικόνισης εμπλουτίζονται από τις αντικανονικές παρεμβάσεις του
συγγραφέα, τα σχόλια και τις αναφορές του. «Δεν ξέρω τελικά αν η υπόθεση της Κ.
προσφέρεται για μια ψυχοκοινωνιολογική μελέτη ή για κάποια εκτεταμένη
λογοτεχνική νουβέλα από τον τυχόντα επίδοξο συγγραφέα. Αν αποτελέσει το υλικό
για μια πραγματεία επιστημονική ή δοκιμιακή πάνω στο σύνδρομο του σωσία ή μια
εκ βαθέων ανάλυση πάνω στο πρόβλημα των «ομοιοτύπων» στο πλαίσιο της
ρευστότητας των ταυτοτήτων του ανθρώπου της νεωτερικότητας. Ή μήπως τίποτα απ’
όλα αυτά και απλώς μπορεί να γίνει μια ειδολογική μείξη απ’ όλα τα παραπάνω,
όχι προς χάριν του μοντερνισμού αλλά λόγω της ειδικής φύσης του υλικού; Οψόμεθα»
(σελ.200).
Ο εξωκειμενικός σχολιασμός που διακόπτει αυθαίρετα
και ανηδονικά την αφηγηματική ροή, δεν εκφράζει απλώς ένα μοντερνιστικό
τέχνασμα, τόσο κοινότοπο εξάλλου στην εποχή της ανορθόδοξης χρήσης των
εκφραστικών μέσων, όσο τη συνείδηση ή την αυτογνωσία του συγγράφειν στα πλαίσια
της διακειμενικότητας και του pastiche, δηλαδή μιας μορφή ειρωνείας και υπόσκαψης της
ψευδαισθητικής μυθοπλασίας. Συνάμα ο Πρατικάκης γνωρίζει καλά πως έχει να
τιθασεύσει ένα ρευστό από τη φύση του υλικό, να δώσει μορφή σε μια περίπτωση
ψυχικής διαταραχής, ανθρωπολογικής ή οντολογικής γενεαλογίας όμως, η οποία
συνίσταται με άλλα λόγια στη μετατροπή του ταυτόν σε έτερον και τούμπαλιν.
Στη λογοτεχνική παράδοση Ο σωσίας του Ντοστογέφσκι είναι ένα παράδειγμα απαράμιλλης
ψυχολογικής εμβάθυνσης και μυθοπλαστικής επεξεργασίας, με τους τρόπους ή τα
μέσα όμως του κλασικού ρομάντσου. Ο Πρατικάκης, ωστόσο, δεν πτοείται από τον προγονικό
του αντίπαλο και από τον φόβο να πέσει θύμα ενός μιμητικού εταίρου. Η παγίδα
της αναπαραγωγής ενός προτύπου διασκεδάζεται από τη χρήση της νεωτερικής γραφής
που ξέρει να αναχωνεύει ετερόκλητα στοιχεία σε μια επιχειρούμενη οργανική
ενότητα. Εξάλλου αυτό δεν είναι που υπαγορεύει ρητά η θεματολογία του; Να
μιλήσει δηλαδή για κάτι που αδιάλειπτα μεταμορφώνεται, διαφοροποιείται και
επιστρέφει στον εαυτό του; Με εφαλτήριο τη διάγνωση αυτή ο συγγραφέας του Fregoli συνδυάζει (χωρίς να συμφύρει) την ποίηση με την
πεζογραφία, το δοκίμιο με την επιστημονική ορθολογικότητα, την πραγματογνωσία
με την αλληγορία κλπ. ‘Ετσι το «μυθιστόρημα» αρχίζει με εικόνες ποιητικής
αίγλης και εκστατικής αποκάλυψης που απηχούν σκηνές από τη χειμαζόμενη γραφή
του συγγραφέα του Γάμου ή του Γιατρού Ινεότη. «Φανερώθηκε και υπάρχει,
μοχθηρή μίμηση και αντιγραφή, εκεί που νόμιζε πως είναι ανεπανάληπτη και
συνεπώς μοναδική… Ανεπανάληπτη και αταυτοποίητη με μια ξεχωριστή μορφή» (17). Και
συμπληρώνει: «Τα ακόμη αόρατα και ασύλληπτα και αμοντάριστα μέλη του μέλλοντος
που μέλλει να ενωθούν, εκείνοι οι άπειροι μαγικοί σπόροι που θα βλαστήσουν
γεννώντας το εσώτατο συναισθηματικό δάσος» (21). Στο προφητικό άγγελμα όχι ενός
δαιμονικού κόσμου όπως του Χειμωνά, αλλά της γενικής νόσου (που έχει ψυχιατρικά
μεν αίτια αλλά συμβολικά συμπεράσματα) η γλώσσα του Πρατικάκη θα προσθέσει την
ποιητικότητά της με συνηχήσεις του τύπου «μέλλοντος», «μέλη» «μέλλει» και την
παρατακτική χρήση του συνδέσμου «και». Στο ίδιο κλίμα της στιλιστικής ευφορίας
και ποικιλότητας, εγγράφονται επίσης και οι μεταπτώσεις από την τριτοπρόσωπη
στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τη μορφή μάλιστα ενός εσωτερικού μονολόγου που απηχεί
και διηθεί μνήμες από τον Οδυσσέα του
Τζόις. «Αναπόφευκτη ιδιότητα του ορατού. Τουλάχιστον αν όχι και κάτι
περισσότερο. Όσα σκέφτηκα δια μέσου των ματιών μου. Υπογραφές όλων όσων κλήθηκα
εδώ για να αναγνώσω, αυγά ψαριών και φύκια που φέρνει το κύμα, η παλίρροια που
ανεβαίνει, αυτό το σάπιο παπούτσι. Μυξοπράσινο, ασημογάλανο, σκουριασμένο.
Χρωματικές ενδείξεις. Ορια του διαφανούς» (Τζ. Τζόις, Οδυσσέας, Κέδρος, σελ. 61).
Και ο Πρατικάκης:
«Εγκοπή, πλαίσιο, κορνίζα στην κορνίζα
Στον υπόγειο σταθμό σ’ εκείνη την αλλόκοτη ταύτιση
Του δισυπόστατου μεταμφιεσμένου στην άβυσσο
Του να είμαι και να μην είμαι στο εχθρικό μου
Ανοίκειο είδωλο που αποφυλακισμένο και αδυσώπητο
Φθέγγεται κι αποκαλύπτει στον κόσμο.
Πέρα από τον απόηχο αυτό που μπορεί να εκληφθεί
και ως μίμηση, υπαινιγμός, επιστράτευση επιχειρημάτων από το κειμενικό
οπλοστάσιο, ή ακόμη και εσωτερικευμένη προγονική αρχή κατά την έννοια που
καθιέρωσε ο Χ. Μπλουμ, το Σύνδρομο Fregoli του Πρατικάκη έχει την αρετή μιας μυθοπλαστικής αυταξίας. Ό,τι επικαλείται
από το λογοτεχνικό ντεπό και τα τεχνάσματά του, είναι για να εκμαιεύσει τους
μηχανισμούς (προβολή, ταύτιση με τον επιτιθέμενο) μιας ψυχικής διαταραχής που
στο συμβολικό επίπεδο εξισώνεται με την ανθρώπινη αλλοτρίωση. Βαθιά διχασμένο
το εγώ, από τη φυλλογενετική του κιόλας φύτρα, βάζει τον άνθρωπο στην τροχιά
αλλεπάλληλων ταυτίσεων, ενοτήτων και αποσκιρτήσεων, σε μια σχέση φιλότητας και
νείκους ad infinitum. Όπως μάλιστα σημειώνει ο Ρ. Ζιράρ, η αρχέγονη έννοια των μιμητικών
εταίρων, απ’ όπου θα προκύψει ατόφιος ο σωσίας είναι εγγεγραμμένη στη γαλλική
γλώσσα: οι ανταγωνιστές, con-currents είναι οι συντρέχοντες. Οι αντίπαλοι, riv-aux, είναι οι παρόχθιοι, riverains, εκείνοι που
βρίσκονται σε συμμετρικές θέσεις πάνω στις δύο όχθες του ίδιου ποταμού. Στην
ελληνική γλώσσα ο σωσίας αντίγραφο βρήκε στη γραφή του Μ. Πρατικάκη το ακριβές
πρωτότυπό του.
Ο Γιώργος Αριστηνός είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου