ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ποιήματα 1968-2010 (Επιλογή), Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2014
Σαράντα δύο χρόνων ποίηση περιέχεται στην
ανά χείρας συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων ενός σημαντικού ποιητή: του Γιώργου
Μαρκόπουλου. Ποίηση ενδεικτική των ψυχικών, πνευματικών και ιδεολογικών
κραδασμών και μεταπτώσεων ενός ανθρώπου ευαίσθητου, κοινωνικά προβληματισμένου
και μονίμως εκτεθειμένου στα πυρά μιας επίβουλης και επίφοβης πραγματικότητας,
αμετακίνητου, ωστόσο, στην απόφασή του να διαφυλάξει ως πολύτιμα τιμαλφή όλα
όσα αισθάνεται ότι συνθέτουν και συγχρόνως διατηρούν στο απυρόβλητο το αληθινό
του πρόσωπο: μνήμες προσώπων, καταστάσεων, εικόνες παλιές αλλά και νέες που τον
σημάδεψαν ανεξίτηλα, λόγια, σταματημένες -παρά τη φευγαλέα τους φύση- χειρονομίες και
πράγματα που, παρά την αντικειμενική φθαρτότητά τους, λειτουργούν παραμυθητικά
και τον ενισχύουν στην προσπάθειά του να διαστείλει τοπικά και χρονικά το
παρόν.
Μπορεί
να ακούγεται παράδοξο, έχω τη γνώμη ωστόσο ότι, παρακολουθώντας κανείς προσεκτικά
τον Γ. Μ. στη σαρανταδυάχρονη -εντυπωσιακά
εύκαρπη- ποιητική του πορεία, δεν μπορεί να μη διαπιστώσει ή, εν πάση
περιπτώσει, να μη διαισθανθεί ότι έχει να κάνει με έναν ποιητή, ο οποίος
προχωρεί με σύνεση, ιχνηλατώντας τα δικά του βήματα. Ιχνηλατώντας -θα ήταν ίσως
το σωστότερο να πω- τα βήματα του προπορευόμενου, ευπαθούς και ιδιαιτέρως
ασκημένου να συλλαμβάνει την αύρα της λύπης των απλών καθημερινών ανθρώπων,
ψυχισμού του, οδηγημένος από μιαν εγρήγορη κοινωνική συνείδηση και από μιαν ολοένα
διογκούμενη και παρεμβατικότερη, στη έκφανση των ποιητικών προθέσεών του,
υπαρξιακής υφής αγωνία. Οδηγημένος, επίσης, από τις έντονες αναθυμιάσεις μιας
μνήμης ατομικής όσο και συλλογικής· μιας μνήμης με κυμαινόμενη συναισθηματική
φόρτιση, που μοιάζει να διαδραματίζει τον ρόλο του συνεκτικού ιστού ανάμεσα στο
παρελθόν και στο παρόν.
Κάπως
έτσι εξηγείται η σταθερή και, προπάντων, ιδιότυπη πορεία του προς τα μέσα·
ιδιότυπη, γιατί, στην περίπτωση του Γ. Μ., η κατάκτηση της αυτογνωσίας δεν
είναι συνέπεια μιας στείρας ομφαλοσκόπησης, αλλά προϋποθέτει μια μονίμως
ανοιχτή δίοδο πρόσβασης προς τον «άλλο», πραγματοποιείται μέσω της κατανόησης
του «άλλου» και της ηθικής συμμετοχής στα προβλήματά του. Αυτός ο «άλλος», που,
κατά περίπτωση, δρα στο ποιητικό πεδίο ως αυτόνομη ψυχική οντότητα ή ως
εκπρόσωπος και, συνάμα, φορέας μνήμης συγκεκριμένων περιόδων της ζωής του
ποιητή, αποτελεί, με εναλλασσόμενες μορφές, τον ήρωα μιας απολύτως προσωπικής
μυθολογίας, στους κόλπους της οποίας το ποιητικό υποκείμενο αναζητεί τους
πρόσφορους, κάθε φορά, τρόπους να συνθέσει τις ιστορίες του ή, καλύτερα, τις
λυπημένες μπαλάντες του. Μπαλάντες που, στην πλειονότητά τους -ιδίως από τη
συλλογή Η θλίψις του προαστίου (1976)
ως και τη συλλογή Η ιστορία του ξένου και
της λυπημένης (1987)-, αποτελούν συγκινημένες περιδιαβάσεις σε τόπους και
χρόνους όπου άνθισε η παιδική ηλικία του ποιητή, σε γειτονιές της Αθήνας, όπου
διαδραματίζεται η μικροαστική μεταπολιτευτική φαρσοκωμωδία και όπου αλλού του
προσφέρεται η δυνατότητα να διακρίνει την αθέατη πλευρά της ζωής, μέσα σε μιαν
ατμόσφαιρα καθαγιαστική της καθημερινότητας των απλών και μοναχικών ανθρώπων,
λειτουργώντας σαν ένας αθέατος παρατηρητής και εντοπίζοντας, στη θλίψη και στη
φθορά τους, ψήγματα μιας φευγαλέας έστω αιωνιότητας.
Στη
συλλογή Μη σκεπάζεις το ποτάμι (1998)
η αφήγηση εξακολουθεί να αποτελεί το χαρακτηριστικότερο, ίσως, στοιχείο των
περισσότερων ποιημάτων, με τη διαφορά όμως ότι τώρα οι καταβυθίσεις στα απώτατα
όρια της μνήμης, της συνείδησης και του υποσυνείδητου είναι συχνότερες και το
υλικό που ανασύρεται κατά τη διάρκειά τους, συχνά μοιάζει να γίνεται επικίνδυνο
για την ψυχική και πνευματική ισορροπία του ποιητή, υποχρεώνοντάς τον σε
επώδυνες ισορροπίες ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ανάμεσα στην ιδιαίτερη
«φοβερή πατρίδα» του (την «αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης») και στην Αθήνα,
ο ερχομός και η εγκατάστασή του στην
οποία σήμαινε το κόψιμο της ζωής του στη μέση και τον ανεπούλωτο τραυματισμό
της νεότητάς του. Είναι στη «φοβερή πατρίδα» του που βρίσκεται, έχοντας
μεταφέρει τη σορό της πεθαμένης μητέρας του· και είναι εκεί που, ανάμεσα στη
νεκρή μητέρα και τον άρρωστο πατέρα -κι ενόσω ο ίδιος βρίσκεται στη μέση της
ζωής του, καταμεσής στο άγριο δάσος της δικής του ηλικίας-, επιχειρεί να
επαναπροσδιορίσει τη σχέση του μαζί τους, με τον εαυτό του και με τον τόπο όπου
έζησε τα παιδικά του χρόνια, πλάθοντας το σώμα του, το πνεύμα του, την ψυχή του και το υλικό της
ζωής του. Κι εκεί, σαν σπρωγμένος από μιαν ανυπέρβλητη ανάγκη να αποκτήσει
βιολογικό και ιστορικό έρεισμα η ύπαρξή του, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις
μιας, ψευδαισθητικής έστω, επανεκκίνησης στον κόσμο που τον περιβάλλει αλλά,
κυρίως, στον δικό του κόσμο, αυτόν που δημιούργησε με τη σκέψη του, τη
συγκίνησή του, τη φαντασία του και τον πηλό των λέξεών του, σχεδιάζει το δικό
του οικογενειακό δέντρο, αναζητεί τις ομάδες των αιμάτων που τον συνέχουν, με
την πρόθεση να διαγνώσει τα βαθύτερα αίτια της υπερβολικής ευαισθησίας του, που
τον διατηρεί μονίμως εκτεθειμένο στις σκοτεινές και ανεξιχνίαστες βουλές της ζωής.
Στη
συλλογή Κρυφός κυνηγός (2010) το
αυτογνωσιακό δράμα κορυφώνεται χωρίς, ωστόσο, η ιστορική του μνήμη να
αμβλυνθεί, ούτε η συχνά εντονότατη συγκινησιακή του φόρτιση να μειώσει, έστω
και λίγο, το ενδιαφέρον του για τα διαδραματιζόμενα γύρω του, να επηρεάσει το
συλλογικό θυμικό του, μολονότι έχουμε να κάνουμε με ποιήματα που γράφτηκαν κατά
τη διάρκεια μιας σοβαρής περιπέτειας της υγείας του. Μιας περιπέτειας που του
έδωσε τη δυνατότητα να μετατρέψει τη μνήμη σε κινητήριο μοχλό-έναυσμα ποιητικών
και αυτογνωσιακών περιπλανήσεων και την ικανότητα να ψαύσει και να
επικοινωνήσει με το απτό, το συγκεκριμένο, αλλά και το απροσδιόριστο· το
ομολογημένο αλλά, κυρίως, το ανομολόγητο, με άλλα λόγια το πραγματικό και όχι
το φαντασιακό θρόισμα του θανάτου.
Υπάρχουν ποιήματα, όπου η οδυνηρή εμπειρία
κατατίθεται με τη μορφή οιονεί ημερολογιακών εγγραφών. Ο τρόπος με τον οποίο
μιλάει ο ποιητής για όλα όσα αισθάνεται ή αντιλαμβάνεται, τον καθιστά έναν
ασθμαίνοντα κι όμως νηφάλιο χρονικογράφο της αγωνίας, του φόβου και της οδύνης,
της δικής του μα και των άλλων που, όπως κι αυτός, βρίσκονται αντιμέτωποι με τη
σκοτεινή πλευρά της ζωής, στη θέα της οποίας μεγιστοποιούνται η αγάπη και ο
πόθος για τα επίγεια καθημερινά, ενώ παράλληλα γίνεται υπέρογκη η ανάγκη διαφύλαξης
των πολύτιμων τιμαλφών της ζωής του καθενός. Η συχνά λεπτομερής, κάποτε φωτογραφική,
καταγραφή σκηνών, συνθηκών και καταστάσεων στους θαλάμους και στα διάφορα εξεταστικά
ή θεραπευτικά τμήματα του Νοσοκομείου υπερβαίνει τις όποιες ρεαλιστικές αφηγηματικές
προθέσεις ή προδιαγραφές και αποκτά τις διαστάσεις ενός βυθισμένου στον κόσμο
του εφιάλτη ονείρου, κατά τη διάρκεια του οποίου αίρονται οι όποιες αντιθέσεις
και όλα όσα συμβαίνουν, συλλαμβανόμενα με τη νόηση ή τη διαίσθηση, χωρίς να
χάνουν το ατομικό στίγμα του ομιλούντος, αποκτούν έναν υπερβατικό, αν και κάθε
άλλο παρά μεταφυσικό, χαρακτήρα. Το παράδοξο εν προκειμένω βρίσκεται στο
γεγονός ότι, ενώ στα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου κυριαρχεί η αίσθηση του
θανάτου, απουσιάζουν εντελώς ο φόβος, το
αίσθημα της αδικίας και η μεμψιμοιρία. Η
αίσθηση του θανάτου, ακόμη και όταν παρεισφρέει στον χώρο του εν υπνώσει ή του
εν εγρηγόρσει ονείρου, μολονότι θα μπορούσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις
ενός εφιάλτη, στα ποιήματα του Γ. Μ. δρα περισσότερο ως παράγων θαλπωρής,
τρυφερότητας, αλτρουισμού και παραμυθίας, όπως συμβαίνει και με το μεγαλύτερο
μέρος της ποίησής του, εξάλλου.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και
κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου