ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΗΣ ΝΤΑΤΣΗ
Minimum Communication, 2013,
Λαδομπογιά σε ξύλο, 220 x 55 εκ. |
Πρόκειται για το αφήγημα του Άγγελου Ελεφάντη Minima
Memorialia. Η ιστορία του παππού μου, ‘Πόλις’ 2001. Ένα αφήγημα, λογοτεχνικών
προθέσεων, η ανάγνωση του οποίου αφήνει στον μοναχικό αναγνώστη την αίσθηση ότι
κάπου δίπλα ακούγεται μια φωνή, κάπου δίπλα, κάποιος αφηγείται μια παλιά
ιστορία. Στην ουσία Η ιστορία του παππού μου αποτελεί ένα πρόσχημα
γραφής, ένα αδρό στημόνι στο οποίο, ο Ελεφάντης, δοκιμασμένος χρήστης του
θεωρητικού και φιλοσοφημένου λόγου, ενυφαίνει τα σημαντικά –ασυνήθιστα
συμβάντα κατά τον ορισμό του Αλεξάντερ Νικηφόροφ[1]-
γεγονότα της ζωής του παππού του, της γιαγιάς, μελών της οικογένειας, τις δικές
του μνήμες σε πυκνή αντίστιξη με την αντιστασιακή δράση του ΕΛΑΣ και γεγονότων
του Εμφυλίου. Ο Ελεφάντης, δεν βιογραφεί μόνο τον φυγόδικο παππού αλλά και
κομμάτια της δικής του ζωής.
Βρισκόμαστε στο σημερινό Νεχώρι, παλαιό οικισμό που πήρε το
όνομα Κοστριάς από κάποιον μανιάτη stradioto, που κατέφυγε και στέριωσε στα
βουνά του Τυφρηστού τον 17ο αιώνα. Ακούμε τα τοπωνύμια που μας
προσανατολίζουν στις πλαγιές του Βελουχιού, αισθανόμαστε τον αέρα του «δάσους
που ’φτανε ως τις αυλές των σπιτιών» και μαθαίνουμε ότι το Καρπενήσι με τις
μεταποιητικές του δραστηριότητες ήταν η κωμόπολη όπου έφταναν οι Νεχωρίτες με «τέσσερις
ώρες καλό ποδαρόδρομο».
Είναι το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα της
αφήγησης. Καταρχήν, ο χώρος ως τοπογραφία που δεξιώθηκε παλαιότερα τον κλέφτη Μπουκουβάλα,
τον Καραϊσκάκη και τους Κατσαντωναίους, στη συνέχεια για σχεδόν τρεις αιώνες τους
Νεχωρίτες -ανάμεσά τους και τον παππού Μηλιάκη- για να κλείσει το γεωγραφικό
του ρόλο, ως χώρος αντιστασιακής δράσης του ΕΛΑΣ. Και είναι ακόμη ο χρόνος ως γεγονός,
ως βίωμα, ως ιστορία. Οι μνήμες για τη ζωή του παππού και της οικογένειας, προβάλλονται
και διαπλέκονται κιόλας από τις πρώτες σελίδες με τα γεγονότα της Αντίστασης
και του Εμφυλίου.
Τι κράτησε όμως η μνήμη της οικογένειας για τον μυθικό πρόγονο;
Ό,τι έβγαινε έξω από τα κοινά και τετριμμένα της ζωής των περισσότερων, των
κοινών ανθρώπων. Κράτησε αυτά που έκρινε ότι άξιζε ο κόπος να τα αφηγούνται τα
παιδιά και τα εγγόνια του στα δικά τους παιδιά και εγγόνια. Αυτό όμως δεν είχε
μεγάλη διάρκεια, μόλις δύο σειρές γενεών, αφού ο Δημ. Μηλιάκης είχε την τύχη να
έχει ένα εγγόνι χαρισματικό. Είναι ο Άγγελος που με τη γραφή του σταμάτησε τη
ροή της προφορικής παράδοσης και την πιο πέρα μυθοποιητική διεργασία για
να την παγιώσει ως γραπτή ιστορία.
Αλλά ποια είναι τα ασυνήθιστα συμβάντα της ζωής του
ξυλοκόπου και δεινού πελεκητή Δημητρίου Μηλιάκη, που έζησε και έδρασε ανάμεσα στο
1870 και το 1937 (χρονιά του θανάτου του στο Άθενς της Τζώρτζια στην Αμερική), που
τον ξεχώρισαν από τους άλλους προγόνους και τον κατέστησαν ήρωα της ζωής και
της γραφής;
Καταρχήν η φυσική του παρουσία: ήταν μεγαλόσωμος με σχεδόν υπερφυσική
σωματική δύναμη. Η μνήμη της γιαγιάς επιβεβαιώνεται από τον εγγονό Άγγελο όταν με
δέος αντίκρισε κάποτε, ξεχασμένο στο υπόγειο του σπιτιού του Νεχωριού, το υπερμεγέθες
τσεκούρι του παππού του. Η σωματική διάπλαση του ορεσίβιου νεχωρίτη, που με
δεξιότητα και δύναμη υλοτομεί και χτίζει στις πλαγιές του Βελουχιού, υπερβαίνει
τα ανθρώπινα μέτρα. Και όσα του συνέβησαν κατόπι είναι σαν να δικαίωσαν στη
μνήμη των απογόνων του, την υπέρβαση του βιολογικού κανόνα. Όπως και πολλοί
συντοπίτες του, ήταν ανυπότακτος∙ άλλωστε οι νεχωρίτες «δεν είχαν ακόμη
ενστερνιστεί την ανάγκη δημιουργίας εθνικού στρατού που στην υπηρεσία της μεγάλης
ιδέας θα λευτέρωνε τους αλύτρωτους έλληνες». Όντας ανυπότακτος, συλλαμβάνεται και
στρατεύεται το 1909 σε ηλικία 35 χρονών. Τον ίδιο χρόνο ένα κορυφαίο γεγονός
ανατρέπει τη ζωή, τη δική του και της οικογένειας: σκοτώνει, στο Τατόι, όπου
υπηρετούσε τη θητεία του στην ανακτορική φρουρά, το λοχαγό του. Πατέρας ήδη
τριών παιδιών, φυγαδεύεται στην Αμερική όπου και πεθαίνει το 1937, πριν τερματιστεί
η ερημοδικία που κρατούσε σαράντα χρόνια. Αυτά και το χρηματικό κεφάλαιο που κλήθηκαν
να κληρονομήσουν τα παιδιά του το 1938, μετά το θάνατό του, είναι τα κομβικά
σημεία της ζωής του ξυλοκόπου και πελεκάνου Δημήτρη Μηλιάκη, παππού του Άγγελου
Ελεφάντη.
Υπάρχουν όμως και άλλα αξιομνημόνευτα ασυνήθιστα συμβάντα
και συμπεριφορές της ευρύτερης οικογένειας που ο αφηγητής οφείλει να παγιώσει
με τη γραφή: η φιγούρα της γιαγιάς Μηλιακούς. Είναι η καθαροπρόσωπη χωρική του
εξωφύλλου του βιβλίου, η Ελισάβετ με τους εννιά αδερφούς (ο αριθμός των
αρσενικών μαγικός και η ανάκληση της Ευδοκιάς Του νεκρού αδερφού αναμενόμενη),
που κατάφεραν να αποτρέψουν την απαγωγή της αδερφής τους από ληστές της εποχής.
Είναι η μάνα που ανέλαβε, μετά τη διαφυγή του νοικοκύρη της στην Αμερική, το
βάρος της οικογένειας και των τριών παιδιών της: όργωνε η ίδια τα χωράφια,
αλώνιζε τα γεννήματα, έκανε τον αγωγιάτη και τέλος τη μυλωνού. Και κάτι ακόμη: το
1947, μέσα στην εκκλησιά του χωριού, σήκωσε το μπαστούνι της και τόλμησε να επιπλήξει
τον συγχωριανό της, καπετάν-Κωστούλα, γιατί ζήτησε επιστράτευση κοριτσιών του
χωριού από τον ΕΛΑΣ. Ο εγγονός καταγράφει το επεισόδιο ως αυτόπτης μάρτυς.
Σε αυτά τα σημαντικά γεγονότα των προγόνων που λειτουργούν ως
αφηγηματικό βάθος, ο αφηγητής των minima memorialia
διαπλέκει και εντάσσει τα γεγονότα της Αντίστασης, την ιστορική και
κοινωνική τοπογραφία του χωριού, τη βιωματική πραγματικότητα των κατοίκων του, τις
προσωπικές του μνήμες. Η αφήγηση προχωρεί παλινδρομώντας ακατάπαυστα από τα
ασυνήθιστα συμβάντα της ζωής του παππού Μηλιάκη και της γιαγιάς στα
συμφραζόμενα του χωροχρόνου της δράσης τους, στα πρόσωπα και στις πράξεις των
πρωταγωνιστών του ΕΛΑΣ. Ο Άρης, ο Ερμής, ο Σαράφης, ο Μάρκος, ο Γιώτης, ονόματα
θρυλικά του αντιστασιακού αγώνα δικαιώνουν τον ανυπόταχτο, ηρωικό χαρακτήρα της
τοπογραφίας Νεχωρίου. Αυτή είναι η θετική μνήμη της ιστορίας του χωριού.
Υπάρχει όμως και η αρνητική, όχι του μερικού, που
αφορά σε εξατομικευμένες, ανοίκειες συμπεριφορές -που κι αυτές υπήρξαν και
κρίνονται- αλλά του γενικού. Είναι η πραγματικότητα του Εμφυλίου που «έκανε
τους άλλους, τους πατροπαράδοτους της εξουσίας ν’ αντιδράσουν με τέτοια
αναλγησία ώστε στον Εμφύλιο, παίρνοντας χρήμα, πολύ χρήμα, όπλα και κουράγιο
από τους Αγγλοαμερικανούς, να περάσουν διά στόματος μαχαίρας όλον αυτό τον
ξεσηκωμένο κόσμο, να τον ταπεινώσουν, να τον ξεφτιλίσουν». Αυτή η αλήθεια
βρίσκεται σε ετεροχρονισμένη αντίστιξη με μια άλλη αλήθεια, με την
πραγματικότητα που αντιμετώπισε ο παππούς Μηλιάκης, όταν φυγόδικος, μαζί με
άλλους μετανάστες, πάτησε το πόδι του στη Γη της Ελευθερίας: «Έπρεπε», γράφει,
«Να τους τιθασεύσουν, να τους κάνουν πειθαρχικούς εργάτες με κανονικό ωράριο ώστε
το πρωί να επιστρέφουν στο ίδιο εργοστάσιο, στο ίδιο έργο, στον ίδιο εργοδότη,
στην ίδια μηχανή που είχαν αφήσει το προηγούμενο βράδυ… ο ταιηλορισμός ήθελε
απελπισμένους αλλά πειθαρχικούς εργαζόμενους ώστε να λειτουργήσει η αλυσίδα της
παραγωγής», για να διατυπώσει στη συνέχεια με πικρία τούς λόγους για τους
οποίους δεν τελεσφόρησε το κίνημα των «Ελεύθερων Εργατών του Κόσμου». Οι δομικές
σχέσεις παραμένουν οι ίδιες. Το πεδίο και οι τρόποι εφαρμογής αλλάζουν. Ασύμμετροι
και ποικιλώνυμοι πόλεμοι παντού για τον θρίαμβο του καπιταλισμού.
Εκείνο όμως που δεσπόζει στην αφήγηση είναι η νοητή γραμμή στην
οποία συστοιχούνται πρόσωπα αναγκασμένα να δράσουν σε ένα ανυπόταχτο τοπίο, που
ωστόσο λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο: οι ήρωες του ’21, ο παππούς Μηλιάκης, παράδειγμα
απελεύθερης συνείδησης και πρακτικής, η γιαγιά που επωμίστηκε επάξια το ρόλο
του απόντα πατέρα, οι πρωταγωνιστές του αντιστασιακού αγώνα, ο ίδιος ο
Ελεφάντης. Είναι κι αυτός ένα από τα δρώντα πρόσωπα. Βίωσε το ξερόγγιασμα
των χωραφιών, κολύμπησε με τους συνομηλίκους στην ποταμίσια γούρνα, ένιωσε το
άρωμα του σπιτικού φούρνου, έφαγε ψωμί καθάριο, άκουσε τον δροσερό θόρυβο των
νερών της νεροτριβής. Είδε όμως και τις ριπές των πυροβόλων του εθνικού στρατού
να χτυπούν τους συγχωριανούς του την ώρα που γύριζαν απ’ τη βοσκή και τα
χωράφια, έγινε και «ανταρτόπληκτος». ΄Ηχοι και εικόνες, οσμές και αισθήματα
αλλά και ο καταιγισμός των πυροβολισμών του Εμφυλίου συνθέτουν το μυθολογικό
σύμπαν του μικρού Άγγελου. Ένα σύμπαν που το βρίσκομε καταχωνιασμένο στη μνήμη και
άλλων συνομήλικων ή σχεδόν συνομηλίκων, που βίωσαν ως παιδιά το ακατανόητο των τεκταινόμενων.
Τι είναι τελικά το κείμενο του Ελεφάντη; Κείμενο λογοτεχνίας ή
μια αφήγηση χωρίς πρόθεση ποιητικής διαχείρισης του βιωματικού υλικού; Σίγουρα
δεν συμβαίνει το δεύτερο. Ο Ελεφάντης δεν ιστορεί τοποθετώντας αδιάφορα σε
χρονική αλληλουχία γεγονότα που άκουσε ή έζησε. Πρόθεσή του είναι να οργανώσει
το υλικό με τρόπο που να μην προδώσει καταρχήν την πρόθεση της οικογένειας,
δηλαδή τη διαμόρφωση και την αναπαραγωγή μιας ιστορίας ενδιαφέρουσας που
ακούγεται ευχάριστα κατά τον πιο ανώδυνο ορισμό των λαϊκών αφηγήσεων. Όφειλε
λοιπόν να αναδείξει την ιστορική ποιητική των γεγονότων, και να την καταξιώσει
ως τέτοια με τη γραφή. Και αυτό αποπειράθηκε.
Τα εξωτερικά γνωρίσματα του λόγου του, όπως: πυκνές
διακοπές και μικρές, ανακουφιστικές για την αναπνοή, προτάσεις∙ στερεότυπα
λεκτικά σχήματα, λογότυποι: «τέλος πάντων γυρνάμε [εδώ αφηγηματική
τεχνική και όχι στοιχείο ρεαλισμού] στο χωριό του παππού», που θυμίζουν τα «κοντολογίς,
ή για να μη πολυλογούμε»∙ ολιγόλεξες προτάσεις στο τέλος της κάθε αφηγηματικής
ενότητας ως επιμύθιο: «και σφυρίγματα όλων των ειδών» ή «ήτανε κυνηγός» ή «δεν
γνωρίζουμε το πρόσωπό του» ή «Είχε ψυχολογικά προβλήματα είπαν» ή «ποιος ξέρει
ποιους ονόμαζαν τότε βούλγαρους»∙ και όταν η ρύμη του λόγου το απαιτεί ο
παρελθοντικός χρόνος ζωντανεύει ως παρόν με ενεργό άκρο τον σύνδεσμο λοιπόν «είχαμε
λοιπόν εκείνο το απόγευμα κολυμπήσει» ή «αυτόν λοιπόν τον σκληρό μαχητή
τον στείλανε …..» ή «τη γιαγιά λοιπόν, όταν ήταν να…». Όλα τα παραπάνω, και
πολλά άλλα, προσιδιάζουν στην προφορική ιστόρηση των πραγματικών ή φαντασιακών ασυνήθιστων
συμβάντων.
Υπάρχει όμως και μια βαθύτερη σχέση που συνδέει τα Minima Memorιalia με την
ποιητική του χωροχρόνου του λαϊκού πολιτισμού. Η μπαχτινική έννοια-κλειδί cronotopos
αποτελεί μια από τις βασικές σταθερές βάθους αυτής της ποιητικής. Ο cronotopos στα Minima Memorialia έχει τον ενιαίο και πλήρη ρυθμικών σχημάτων[2],
χαρακτήρα του λαϊκού χωροχρόνου. Εδώ υπάρχει «η οργανική συνάφεια και συναρμογή
της ζωής και των συμβάντων της με το χώρο: με τη γενέθλια γη και με όλες τις
κρυφές γωνιές της, με τα βουνά, με τις κοιλάδες, με τα χωράφια, με τα ποτάμια,
με το δάσος, με το πατρικό σπίτι…. αυτός ο μικρός χωρικός κόσμος είναι
περιορισμένος και αυτάρκης, και ουσιαστικά δεν είναι δεμένος με άλλους τόπους και
με τον υπόλοιπο κόσμο».[3]
Όμως σε αυτόν τον περιορισμένο τόπο, οι γενιές διαδέχονται για αιώνες η
μια την άλλη και η διάρκεια της αλληλουχίας των γενεών, που μπορεί να είναι
απεριόριστη, συνιστά τη διάσταση της ενιαίας αντίληψης του χρόνου. Και
ακριβώς: «η ενότητα της ζωής των γενεών (γενικά της ζωής ανθρώπων)… προσδιορίζεται
από την ενότητα του χώρου, από την αιωνόβια συναρμογή της ζωής των γενεών σε
ένα μόνο τόπο, από τον οποίο αυτή ζωή είναι αδιαχώριστη»[4].
Σε αυτόν τον οργανικά ενιαίο χώρο της ελληνικής
παράδοσης μας μεταφέρει ο Ελεφάντης, όταν μας ξεναγεί στην τοπογραφία του δικού
του Νεχωριού, αυτή η έννοια του χώρου δεσπόζει μέσα του όταν γράφει τα Minima
Memmorialia. Και σε αυτή τη χωρική ενότητα όπως ήταν διαμορφωμένη στις
αρχές του αιώνα εκβάλλουν ή μάλλον εισβάλλουν άλλες κατηγορίες χρόνου: ο χρόνος
του οργανωμένου Κράτους και της Διοίκησης, ο χρόνος των μηχανών και της
βιομηχανικής παραγωγής, ο χρόνος των ιστορικών γεγονότων. Είναι οι χρόνοι που ήρθαν
να κατακερματίσουν και να τραυματίσουν θανάσιμα την ενότητα του χρονοτόπου της
ζωής των συγχωριανών του, ενότητα που «έφερνε κοντά και σχεδόν συγχώνευε το
παιδικό λίκνο και τον τάφο, (το ίδιο καταφύγιο, η ίδια γη) την παιδική ηλικία
και τα γηρατειά, (το ίδιο δάσος, το ίδιο ποτάμι, οι ίδιες φλαμουριές, το ίδιο
σπίτι), τη ζωή των διάφορων γενεών που έζησαν στις ίδιες συνθήκες είδαν τα ίδια
πράγματα»[5].
Αυτόν τον ενοποιημένο χρονοτόπο, στην δραματική του σύγκρουση
με τους άλλους και με τον δικό του εξιστορεί ο Ελεφάντης στα minima memorialia.
Τον εξιστορεί, ως απόηχο της συλλογικής μνήμης της οικείας ομάδας και ως προσωπική
μαρτυρία, και τον αξιολογεί ως συνείδηση που δεν τον πρόδωσε ποτέ, όντας ο
ίδιος ένας ολικός τεχνίτης της ζωής και της γραφής.
Η Ευαγγελή Αρ. Ντάτση είναι πρώην πανεπιστημιακός
[1]
Ο ρώσος Alexander I. Nikiforov, προδρομική φυσιογνωμία των
θεωρητικών της λαϊκής λογοτεχνίας των αρχών του περασμένου αιώνα, διατύπωσε για
τα λαϊκά αφηγήματα και ειδικά για τα παραμύθια τον εξής πλήρη ορισμό : «τα
παραμύθια είναι προφορικές αφηγήσεις που τις αφηγείται ο λαός για ψυχαγωγία,
στις οποίες περιγράφονται ασυνήθιστα συμβάντα ( φανταστικά, θαυματουργά, ή της
καθημερινής ζωής) και διακρίνονται για την ιδιαίτερη συνθετική και αισθητική
δομή τους». Παρατίθεται στο Vlad. Ja. Propp, la fiaba russa, Einaudi,
Torino 1990, σ. 22
[2] Ο Ελεφάντης είχε βαθιά βιωματική και θεωρητική
γνώση των ρυθμών που όριζαν τον χωροχρόνο της γενέθλιας γης. Άλλωστε η
ανθρωπολογική του παιδεία τον ώθησε και στην εξαιρετική μετάφραση του βιβλίου του
Andrè Leroi-Gourhan Το έργο και η ομιλία του
ανθρώπου,
Αθήνα ΜΙΕΤ [τομ. 1ος Τεχνική και γλώσσα ,2000. Τόμ.2ος
Η μνήμη και οι ρυθμοί 2007]. Διατυπώσεις όπως «Οι ρυθμοί είναι
δημιουργοί του χώρου και του χρόνου. Χώρος και χρόνος δεν βιώνονται παρά μόνο
στο μέτρο που αποκρυσταλλώνονται σε ένα ρυθμικό περίβλημα. Οι ρυθμοί επίσης
είναι δημιουργοί μορφών» [ό.π. τομ. 2ος σ. 156] δεν θα πρέπει να τον
άφησαν αδιάφορο κατά την ιστόρηση του δικού του χωροχρόνου.
[3] Michail Bachtin Estetica e Romanzo Einaudi, Torino
(1977η) 1997, σ.373
[4] M. Bachtin, ό.π., σ. 373
[5]
M. Bachtin,
ό.π. 373
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου