28/6/14

Πεθαίνοντας για την πατρίδα...

100 χρόνια από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, και με το βλέμμα στα γεγονότα στην Ουκρανία

ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ

«Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα είχα την μεγάλη τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα», λέγεται ότι ήταν τα τελευταία λόγια του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη πριν πεθάνει στις 28 Νοεμβρίου του 1912 στο χωριό Δρίσκος στην Ήπειρο... Μόλις δυο χρόνια αργότερα, οι άνθρωποι του πνεύματος, που συμμετείχαν στις πρώτες μάχες του δυτικού και του ανατολικού μετώπου, θα μπορούσαν δικαίως να του απαντήσουν: «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς...». Διαβάζοντας σήμερα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς, πώς ήταν δυνατόν να συμβεί ο Δεύτερος, πώς είναι δυνατόν έστω και ως μια αμυδρή σκέψη να αναφέρεται ο Τρίτος. Και πώς είναι δυνατόν, οι ποιητές, παντοτινοί προφήτες και πρόδρομοι, να μην είχαν οραματιστεί τη λαίλαπα που κοντοζύγωνε.
Ο πόλεμος του 1914 ονομάστηκε Πρώτος Παγκόσμιος 25 χρόνια αργότερα, το 1939, αφότου ξεκίνησε ο Δεύτερος. Μέχρι τότε τον ανέφεραν ως Μεγάλο. Αλλά Μεγάλος ως τί; Ως ιδέα; Μεγάλος σε διαστάσεις; Σε θύματα; Σε καταστροφές; Δύσκολα αποκαλείς «Μεγάλο» έναν πόλεμο που εξαρχής στόχευε σε μαζικούς θανάτους: ο Γούντροου Ουίλσον, 28ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, είπε: «Όλοι ψάχνουν και δεν βρίσκουν την αιτία του πολέμου. Οι αναζητήσεις αυτές είναι μάταιες, διότι δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη αιτία, αλλά ήταν όλες οι αιτίες μαζί». Η δήλωση αυτή ωστόσο δεν διαφωτίζει καθόλου το τοπίο, δεν μας διευκολύνει για να δικαιολογήσουμε πάνω από 10 εκατομμύρια θανάτους νεαρών, παραγωγικών ανδρών, την καταστροφή –οικολογική, πολιτιστική, κοινωνική– που υπέστη η Ευρώπη, την κατάθλιψη που κυρίεψε τον κόσμο και μοιραία τον οδήγησε στον Δεύτερο, ακόμα καταστροφικότερο πόλεμο.

Για τη δική τους πατρίδα πέθαιναν οι Γερμανοί, οι Ρώσοι, για τη δική τους, οι Γάλλοι και οι Εγγλέζοι, ο καθένας για τη δική του. Και μόνο οι Βέλγοι, «τα σοκολατένια στρατιωτάκια», όπως αποκαλούσαν το βελγικό στρατό, αφού βρέθηκαν στη δίνη των πρώτων μαχών του πολέμου για ξένα ιδανικά και ξένα συμφέροντα, ήταν οι πρώτοι που γνώρισαν το πραγματικό πρόσωπο του νέου τύπου πολεμικής μηχανής, μιας ανελέητης κρεατομηχανής. Πέθαιναν, ενώ δεν ήταν έτοιμοι να πεθάνουν.
Η Ευρώπη, αλλά και η Αμερική, φάνηκαν αφελείς. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στάθηκε για την ανθρωπότητα των αρχών του 20ού αιώνα, όπως θα φάνταζε για μας ο Πόλεμος των άστρων, ο διαγαλαξιακός πόλεμος. Ο θάνατος για την πατρίδα δεν ήταν πια γλυκός, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν καν ηρωικός, γιατί αυτός ο ασύλληπτος πόλεμος αφαιρούσε από τους γεμάτους ρομαντισμό και γενναιότητα νεαρούς άνδρες την τιμή να πεθάνουν σαν ήρωες. Τους εξευτέλιζε, τους ακρωτηρίαζε, τους τρέλαινε. Ο στρατιώτης που πάθαινε «το σοκ των οβίδων» έχανε την ισορροπία του, τον προσανατολισμό, δεν μπορούσε να τρέξει, να ανταποκριθεί στις διαταγές, και συχνά τον εκτελούσαν ως λιποτάκτη... Πέθαινε σαν δειλός, σαν σκουλήκι, εκείνος που πιθανόν πήγε στον πόλεμο εθελοντής, που, σαν τον Λορέντζο Μαβίλη, λαχταρούσε έναν γλυκό θάνατο για την πατρίδα.
Η πιο πικρή ειρωνεία: η γενεά του Μεγάλου Πολέμου ονομάστηκε «χαμένη γενεά». Και είναι η μεγαλύτερη αλήθεια, η αποκωδικοποίηση της σιβυλλικής φράσης του Ουίλσον. Μόνο στους πρώτους πέντε μήνες του πολέμου, μέχρι την αυγή του Σωτήριου Έτους 1915, σκοτώθηκαν ένα εκατομμύριο άνδρες. Από το περίφημο Πεθαίνοντας για την πατρίδα έμεινε μόνο το πρώτο σκέλος... Τα νέα όπλα ανέτρεψαν την πολεμική παρτίδα που συνήθως παιζόταν στον κόσμο. Ο τελευταίος πόλεμος ανάμεσα στους γίγαντες της Ευρώπης ήταν η γαλλο-πρωσική σύρραξη του 1870-1871, και η Δύση πίστεψε ότι ο νέος πόλεμος θα αναζωογονήσει, θα ξυπνήσει τους λαούς της, θα φρεσκάρει το πνεύμα. Θα είναι καθαρτικός πόλεμος.
Στον πόλεμο ετοιμάζονταν όπως ετοιμάζονται για μια παρέλαση: ο αγγλικός στρατός είχε να πατήσει την ευρωπαϊκή ήπειρο εδώ κι έναν αιώνα, από τους Ναπολεόντειους πολέμους, και οι φλεγματικοί πλην γενναίοι κάτοικοι της Αλβιόνας ετοιμάζονται για ένα νέο Βατερλό, για έναν νέο θρίαμβο. Σέλωναν τα άτια τους και ακονίζανε τα ξίφη. Μόνο που ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα εκτελέστηκε εν ψυχρώ, εξ επαφής, τις πρώτες κιόλας μέρες, με τα πλέον σύγχρονα αυτόματα όπλα και πυροβολικά. Έγινε κομμάτια, με μύδρους που έφτυναν χιλιάδες κάννες. Ο κόσμος ανέκαθεν επινοούσε αποτελεσματικότερα τους τρόπους να σκοτώνει παρά να θεραπεύει. Σε ένα τέτοιο πόλεμο έφευγε εθελοντής και ο Νικολάι Γκουμιλιόφ:
Υπάρχουν τόσες πολλές άξιες ζωές,
Αλλά ο μόνος άξιος είναι ο Θάνατος.
Και μόνο κάτω από τις σφαίρες, στα ήρεμα χαρακώματα
Πιστεύεις στο λάβαρο του Κυρίου, στον ουρανό.
Και γι’ αυτό καταλαβαίνεις τόσο ξεκάθαρα,
Ότι την μοναδική, την ύστατη στιγμή,
Την στιγμή, που σαν κόκκινο σύννεφο
Η γλυκιά μέρα σβήνει από τα μάτια μας
Ο ουράνιος θόλος θανοίξει
Καλώντας την ψυχή, κι αυτή την ψυχή
Θα οδηγήσουν στα αστραφτερά ύψη
Τα λευκά άτια.
Ο Αρχηγός εκεί φορά αστραφτερή πανοπλία,
Και περικεφαλαία με αστρικές ακτίνες.
Και σε αρχαία, ασίκικη μάχη
Καλούν οι φτερωτοί σαλπιγκτές.
Αλλά κι εδώ, στη γη δεν είναι διαφορετικά
Ο θάνατος είναι επίσης ξεκάθαρος και απλός.
Εδώ ο σύντροφος θρηνεί τον σύντροφο
Και τον νεκροφιλάει.
Εδώ ο ιερέας με τρύπια ράσα
Ψέλνει εμπνευσμένα
Και παίζεται το εμβατήριο
Πάνω από το χαμηλό λοφάκι
θα γράψει το 1915 στο ποίημά του «Ο θάνατος».
Σαν μια νικηφόρα βυζαντινή εκστρατεία φάνταζε ο πόλεμος στα μάτια του 50χρονου το 1914 συμβολιστή ποιητή Φιόντορ Σολλογκούμπ: η αναγγελία του πολέμου ήταν γι’ αυτόν ένα μοιραίο σημάδι, μια ουράνια σάλπιγγα, που καλούσε στην αναγέννηση της Ρωσίας, σήμαινε αφύπνιση της εθνικής συνείδησης του ρωσικού λαού. Αυτή η σάλπιγγα ξύπνησε και τη Μεγάλη Ιδέα, την ιδέα ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και επιστροφής της Ορθοδοξίας στα παράλια του Βοσπόρου. Στις αρχές του ίδιου Σωτήριου Έτους 1915 ο Σολλογκούπ θα γράψει:
Πάλι είμαστε γεμάτοι ελπίδες.
Πάλι είμαστε δυνατοί στην πίστη μας.
Παφλάστε, άσωτα κύματα!
Βγείτε αληθινά, εύθυμα όνειρα!
Βροντούν τα κανόνια στο Βόσπορο
Και σε λίγο θα λευτερωθούν
Οι δρόμοι για τα καράβια μας...
Μακριά από το βόρειο χειμώνα,
Εκεί που πριν τα πάντα ήταν ξένα
Και όπου κι εμείς ήμασταν ξένοι,
Θα γίνουν δικά μας αυτά τα χώματα,
Και ο μεσογειακός παφλασμός των κυμάτων,
Όσα ποθούσαμε
Όσα χαιρόμασταν μονάχα στα όνειρά μας.
Όχι, πέντε αιώνες δεν θα περάσουν
Από τότε, που ο οικουμενικός ναός της Βασιλεύουσας
Έγινε μουσουλμάνικο τζαμί,
Πιο λαμπερή κι από τα άστρα
Στα όνειρά σου, Ρωσία,
Η Σοφία του Ιουστινιανού
Πάλι θα υψώσει τον άγιο σταυρό.
Θα αναγεννηθούν οι αρχαίες τοιχογραφίες,
Αποτινάζοντας τ’ ασβέστινα δεσμά τους
Και θα διαλυθούν τα αραβουργήματα
Στα φωτισμένα τείχη της Αγίας Σοφιάς...
Πάλι είμαστε γεμάτοι ελπίδες.
Πάλι είμαστε δυνατοί στην πίστη μας.
Παφλάστε, άσωτα κύματα!
Βγείτε αληθινά, εύθυμα όνειρα!
Ο ποιητής Σολλογκούπ εθελοτυφλούσε, όπως στην αυγή του πολέμου εθελοτυφλούσαν οι περισσότεροι καλλιτέχνες και στα δύο στρατόπεδα, οι σταυροφόροι, που ο καθένας τους αναζητούσε το δικό του Δισκοπότηρο. Ο θάνατος δεν είχε πια την μορφή ούτε εκείνου του μελαγχολικού εφήβου της ελληνικής μυθολογίας, του Μορφέα, ούτε του αρρενωπού Μαρμαρωμένου βασιλιά, αλλά του Αββαδώνα, ανελέητου σκοτεινού καβαλάρη της Αποκάλυψης. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε καμιά σχέση με τους πολέμους –ακόμα και με τις μεγαλύτερες πανευρωπαϊκές συρράξεις– του παρελθόντος. Η πιο ξεκάθαρη και αποκαλυπτική είναι η στατιστική. Τη δεκαετία των Ναπολεόντειων πολέμων σκοτώθηκαν συνολικά 560.000 άτομα – Γάλλοι, Ρώσοι, Άγγλοι, Ισπανοί, Ιταλοί, Πορτογάλοι, Πολωνοί, Σουηδοί, Δανοί, Ολλανδοί, Ελβετοί.
Τον χειμώνα του 1916 στο Δυτικό μέτωπο σκοτώθηκαν, πέθαναν από ασθένειες ή στα χαρακώματα 600.000 άτομα από το στρατόπεδο των συμμάχων: μέσα σε 4,5 μήνες το μέτωπο προχώρησε 11 χιλιόμετρα, Δηλαδή, κάθε μήνα έχαναν τη ζωή τους 140.000 άνθρωποι, κάθε ένα χιλιόμετρο και χάνονταν 50.000 άτομα.
Στον γάλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870-71 οι νεκροί ήταν 190.000 (139.000 Γάλλοι και 52.313 Πρώσοι) και 235.000 τραυματίες. Μόλις τέσσερις δεκαετίες αργότερα, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι νεκροί ήταν 10 εκατομμύρια στρατιώτες και 11,5 εκατομμύρια άμαχος πληθυσμός. 8,5 εκατομμύρια άνθρωποι αιχμαλωτίστηκαν. 20 εκατομμύρια ήταν τραυματισμένοι. Η Γαλλία άφησε σ’ αυτόν τον πόλεμο 1.293.000 νεκρούς, 1.670.000 νεκρούς είχε η Ρωσία και 2.036.897 νεκροί ο απολογισμός της Γερμανίας...
Συνολικά, στον πόλεμο επιστρατεύτηκαν 70 εκατομμύρια άνθρωποι και ο πληθυσμός της γης ήταν λίγο μεγαλύτερος από 2 δις. Το 1914 ο Θάνατος έβγαλε φτερά και βράγχια: οι άνθρωποι σκοτώνονταν στον ουρανό και από τον ουρανό, πάνω από τη θάλασσα και κάτω από τη θάλασσα. Είχε αποκτήσει καινούρια όπλα - τοξικά αέρια, χημικά, οι άνθρωποι παραμορφώνονταν, πνίγονταν, πέθαιναν με φρικτούς πόνους. Εμφανίστηκαν καινούργιες έννοιες – όπως η «νεκρή ζώνη», γη ανάμεσα στα δυο εχθρικά χαρακώματα, όπου οι νεαροί, γεμάτοι ζωή άνδρες περνούσαν μέρες, μήνες, χάνοντας τα λογικά τους, μονομαχώντας με τις ψείρες.
Εκατοντάδες χιλιάδες νεαροί έμεναν ανάπηροι: μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο όρος κατάθλιψη έγινε ευρέως γνωστός. Δεν ήταν μόνο η χαμένη γενεά, ήταν η καταθλιπτική γενεά. Και αν οι αιτίες του πολέμου ήταν θολές, ο στόχος του ήταν απολύτως σαφής – να εξοντώσει όσο γινόταν περισσότερες ψυχές. Ο μαζικός θάνατος ακύρωνε προσωπικότητες, οι μαζικοί τάφοι την προσδοκία της Ανάστασης. Λίγοι από τους 10 εκατομμύρια νεκρούς κατάφεραν να πεθάνουν ηρωικά, ακόμα λιγότεροι πρόφτασαν να αποχαιρετήσουν με γράμμα τους δικούς τους.
Και το χειρότερο: τον εχθρό δεν τον θεωρούσαν πλέον ίσο και όμοιο, και αυτή η διαπίστωση έκλεισε οριστικά την πόρτα πίσω από τον 19ο αιώνα, πίσω από την Μπελ Επόκ και άνοιξε την κερκόπορτα του 20ού αιώνα, από σίδηρο και ατσάλι, με όλες τις γνωστές και ασύλληπτες συνέπειες. Αυτόν τον «καινούργιο» πόλεμο περιγράφει ο 60χρονος το 1914 Βλαντίμιρ Γκιλιαρόφσκι, συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, στο ποίημά του «Στην Πολωνία», το οποίο έγραψε το 1916. Αυτοί οι στίχοι θα μπορούσαν να γραφτούν και ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, στον Δεύτερο Παγκόσμιο, όταν οι ποιητές θα ξεπεζέψουν, θα ξεκαβαλήσουν το καλάμι και θα ξεσκεπάσουν τον Θάνατο, θα τον απογυμνώσουν από το αρχαίο του πέπλο, θα τον δείξουν να «βρωμοκοπάει» ιδρώτα, αίμα, να πνίγεται στους λυγμούς και στις μαύρες λιπαρές στάχτες του Άουσβιτς, όταν δεν θα προσπαθούν πλέον να καλύπτουν τον δικό τους φόβο και τον φόβο των συντρόφων τους, όταν θα πάψουν να προσποιούνται, ότι δεν τρέχει τίποτα, ότι η μάχη δεν είναι τρομερότερη από μια μονομαχία μετά την λογομαχία, και ότι οι ατέλειωτες ώρες στα χαρακώματα είναι μια καλή ευκαιρία να ξυριστούν και να ανοίξουν μια ποιητική ανθολογία. Όταν αντί για περήφανα άλογα στους στίχους τους θα καλπάζουν οι ψείρες.
Στην Πολωνία
Το όργανο σπαράζει στον εξώστη
Στην άδεια εκκλησία κλαίν’ οι ήχοι.
Ω, πόσα έχει δει!
Τα πάντα ήταν εδώ – η ντροπή κι ο πόνος.
Βασάνιζαν γυναίκες. Ποτάμι κυλούσε το αίμα
Ακούγονταν παρέα
Τα βογγητά και τα σαχλά τραγούδια.
Η κιβωτός με ξιφολόγχη τρυπημένη,
Κομματιασμένες οι εικόνες.
Παντού τα ίχνη των σκληρών οργίων.
Η Αγία Τράπεζα τους ήτανε κρεβάτι,
Τίποτε όρθιο δεν έμεινε στην εκκλησία,
Σε στάβλο μετατρέψαν τα κελιά.
Κάψανε το χωριό. Και έφυγε ο κόσμος
Αιχμάλωτοι οι μοναχοί κι ο πάτερ,
Κι έχασε τα λογικά του ο οργανοπαίκτης,
Γλιτώνοντας θηλιά ή λαιμητόμο.
Και στον εξώστη, ζωντανή σκιά,
Ο αλλόφρων γέρος. Παίζει
Στην άδεια εκκλησία μέρα-νύχτα
Και σε λυγμούς ξεσπάνε τα σπασμένα πλήκτρα.
Τι σόι πόλεμος ήταν τελικά ο Μεγάλος Πόλεμος; Ο Πρώτος Παγκόσμιος; Γιατί ξαφνικά ένα τοπικό, μάλλον τοπικίστικο γεγονός στη μικρή Σερβία στάθηκε αιτία για μια καθολική σύρραξη – από τη Σκανδιναβία έως την Αφρική και από την Άπω Ανατολή έως τη Λατινική Αμερική; Και το κυριότερο: όλοι, που πέθαναν για τις πατρίδες τους, ήταν ήρωες; Και τι σόι πατρίδες είναι αυτές, που ζητούν από τα παιδιά τους να πεθάνουν, όταν αυτές δεν απειλούνται, όταν είναι ελεύθερες και ευημερούν; Πώς μια Μπελ Εποκ μπορούσε να κυοφορεί μια Κόλαση;
Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Στον πόλεμο αυτό, όπως και σε κάθε πόλεμο, ο καθένας έτσι κι αλλιώς κρίθηκε προσωπικά. Μια ηρωίδα του Γκόρκι είπε: «Στη ζωή πάντα υπάρχει χώρος για άθλο». Στον πόλεμο δεν χωράει τίποτε άλλο, παρά μόνο ο άθλος. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε ανάσα. Και αυτός ο άθλος, αυτός ο ηρωισμός –αναγνωρισμένος, με παράσημα και μετάλλια ή μη, στο αποκορύφωμα της μάχης ή στο σκοτάδι του χαρακώματος– δεν πρέπει να ξεχνιέται. Απλά πρέπει επιτέλους να έρθει η στιγμή, όταν δεν θα πεθαίνει πια κανείς για καμιά πατρίδα. Γιατί αλλιώς δεν θα υπάρχει χώρος για άθλους στη ζωή...


Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασικός φιλόλογος

On the shoulders of giants I have a diver down, 2014,
Φλούδες
από ξύλο ραμμένες με κλωστή και λαδομπογιά, Λεπτομέρεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: