ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Trough, 2014,
Φλούδες από ξύλο
ραμμένες με κλωστή και λαδομπογιά 90 x 220
x 40 εκ.
|
Πολλές φορές, από τα πρώτα της ποιήματα, η
Ρούλα Αλαβέρα πειραματίστηκε συνδυαστικά, συγκριτικά ή διακειμενικά με μορφές
καλλιτεχνικής ή γνωσιακής έκφρασης που βρίσκονται πέραν της ποιήσεως, έτσι όπως
την ξέρουμε. Την προσέλκυε και την προσελκύει συχνότατα ένα θεώρημα, ή ένα
πλέγμα θεωρημάτων, από το πεδίο της φυσικής, της ιστορίας, της τεχνολογίας, και
ξεκινώντας από εκεί προσπαθεί με έναν συνειρμικό τρόπο να βρει την πιο καίρια
οδό για αναφερθεί σ’ αυτό το πλέγμα μέσω μιας γλώσσας που λίγο ως πολύ έχει τα
όριά της, καθώς δεν μπορεί η συμβατικά γραμμένη ποίηση, εννοώ η ποιητική δράση
που περιέχεται σε ένα βιβλίο, να ενσωματώσει κάθε αναπαράσταση του αισθητού. Τη
διαδικασία αυτή την αντιλήφθηκα στη δεύτερη συλλογή της, τη Δεσποτεία των αντιαζομένων (1969),
όπου αντιαζόμενοι και αντιαζόμενα εκφράζουν τη μοιραία συνάφεια ή αντίθεση δυο
πλευρών, φαινόμενο που μπορεί να υπόκειται σε πολλές ερμηνείες, αναλόγως με το
τι συνιστούν και τι εκπροσωπούν οι πλευρές αυτές. Το δυσπρόσιτο της ποίησης της
Αλαβέρα, αρχής γενομένης από την εποχή εκείνη, έγκειται στο ότι από όλη την
αγωνιώδη προσπάθειά της να δημιουργήσει ένα είδος διαλόγου, ανάμεσα σε φαινομενικά
ανόμοιες μορφές καλλιτεχνικής ή γνωσιακής έκφρασης, μόνο νύξεις διασώζονται στο
κειμενικό σύνθεμα που μας δίνεται. Επομένως για να δημιουργηθεί μια επικοινωνία
μας με τις φανερές και τις κρυφές όψεις της διαδικασίας, κατά την οποία τα
θεωρήματα μεταμορφώνονται σε λόγο ποιητικό, ή πρέπει να είμαστε γνώστες του
τρόπου σύνθεσης που επινοεί η φαντασία της Αλαβέρα (πράγμα δυσκολότατο), ή
πρέπει να αφεθούμε στον ποιητικό λόγο της χωρίς τις ταξινομήσεις άλογου και
έλλογου, δηλαδή χωρίς να μεταφέρουμε στην μη τάξη του ποιητικού νοήματος την
τάξη της καθεστηκυίας λογικής.
***
Δημιουργούνται λοιπόν, σ’ ένα προποιητικό
στάδιο της Αλαβέρα, υβριδικές συνθέσεις όπου διασταυρώνονται αφανώς πολλές
γλώσσες, πολλά θέματα και πολλές τεχνικές, αν και από όλο αυτό το απέραντο
πλέγμα ελάχιστα διασώζονται στο σώμα των ποιημάτων, όπως αναφέραμε. Δεν μπορώ
να πω ότι αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στο πεδίο της ελλαδικής ποίησης, θέλω
να πω: η συναίρεση άλλων θεμάτων και γλωσσών, καθώς υπάρχουν τα προηγούμενα του
Ιάσονα Δεπούντη, του Έκτορα Κακναβάτου, της Ελένης Βακαλό, του Νάνου Βαλαωρίτη,
ίσως και άλλων, όμως σ’ ό,τι αφορά την ποίηση που άρχισε να δημοσιεύεται μετά
το 1965 δεν υπάρχουν αρκετές τέτοιες ρηξικέλευθες, συνθετικές προτάσεις. Στην
ποίηση της Αλαβέρα, θέατρο, ζωγραφική, μουσική, τέχνες με τις οποίες είχε και
έχει ζώσα επαφή για πολλά χρόνια, εκείνη και οι οικείοι της, μαζί με την
ιστορία και τα χρονικά, αποτελούν «υλικά» δόμησης του ποιητικού της πεδίου. Με
τη συμπαράθεσή τους, φτιάχνουν ένα μεικτό πρωτότυπο είδος, αφού η όλη σύνθεση
κατά τον χρόνο της ανάγνωσής μας συνεχώς δομείται και αποδομείται, έχει κίνηση
και ρυθμό αφ’ εαυτής, αποτελούμενη από στοιχεία ασταθή, απεριόριστα (δεν
τίθεται σ’ αυτά όριο), αλλά και οιονεί ζωντανά μέσα σ’ αυτή την άναρχη
συνύπαρξή τους. Χαρακτηριστικά είναι τα βιβλία της: Ακηδία (1983) όπου η αφαίρεση της ποίησης της Αλαβέρα
συνομιλεί με τον αντίλογο των σχεδίων του Γιάννη Τσεκλένη, Υποθέσεις ενός ξοάνου της παρακμής και της Καίτε
Κόλλβιτς (1986), όπου εδώ δεν είναι μόνο τα χαρακτικά της πολιτικοποιημένης
γερμανίδας Κόλλβιτς με τα οποία πλέκεται ένα διαλεκτικό παιχνίδι
θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης, αλλά και η εποχή, ο ορίζοντας της ιστορίας, τα Έξη ελληνικά κεντήματα για την Αμαλία
Μεγαπάνου (1998), και το πρόσφατο, Mec(c)ano
και η Εκάτη (2012).
***
Αν και ο ποιητικός λόγος της Αλαβέρα
βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στη συνειρμική ανάπτυξη και μοιάζει να έχει μια
σχέση αυτοματική με τη φαντασία, στην ουσία είναι ένας λόγος μελετημένος ως
προς το ρυθμό και τη δομή του. Επειδή εμφανίζεται τεμαχισμένος σε εικόνες,
φράσεις και σύντομες προτάσεις, δημιουργεί την αίσθηση ενός σπαραγμένου
κειμένου, μιας έκκεντρης γλώσσας που μας αναπαριστά έναν ασυνεχή και
κατακερματισμένο κόσμο. Με ένταση, με φρενήρη ορμή, αλλά και με
σαρκαστική/δραματική διάθεση, η ποίηση της Αλαβέρα συχνά νεολογίζει,
φτιάχνει λέξεις, δανείζεται όρους επιστημονικούς ή άλλους, χρησιμοποιεί
επιφωνήματα, είναι σε μια διαρκή κίνηση που θέλει να αποδώσει το καίριο με ό,τι
το πιο καινοτόμο και παιγνιώδες. Στην πρόσφατη συλλογή της Mec(c)ano
και η Εκάτη η συνδυαστική της τόλμη γίνεται και πάλι έντονα
ρηξικέλευθη και ανοιχτή, συναιρώντας σ’ ένα διϊστορικό παιχνίδι μύθους και
έννοιες ποικίλες, όπως το παλιό αρθρωτό παιδικό παιχνίδι που έχει δανείσει την
ονομασία του σ’ ένα ολλανδικό μουσικό συγκρότημα ή η θεά Εκάτη η οποία
λατρευόταν σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο ως μετενσάρκωση της σελήνης. Έτσι, αφ’
εαυτού τούτο το ποιητικό σύνθεμα της Αλαβέρα είναι ανοιχτό πολλαπλά, στον χρόνο
της ιστορίας, στη διαδοχή των μύθων, στη μεταμόρφωση των σημασιών, και, λόγω
ακριβώς του αενάως ημιτελούς της δομής του, καλεί τον αναγνώστη να προσθέσει κι
εκείνος τα δικά του συμπληρώματα στα κενά. Λόγου χάριν, η μνεία του
«Ανδαλουσιανού σκύλου» μας τρέπει να ανακαλέσουμε το γνωστό πειραματικό και
πρωτοποριακό φιλμ του Λουίς Μπουνιουέλ, τα αποσπάσματα από διηγήσεις
μεσαιωνικών και βυζαντινών χρονικών υποβάλλουν την ανθεκτικότητα των μύθων. Και
όλα αυτά μέσα σ’ ένα είδος μαγικής τελετουργίας.
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
Ευμενής ανάμνηση,
θα είσαι θρύλος ο καλός
να ερμηνεύεις θρύλους,
θελήματα ουράνιων εστιούχων.
Λίκνο για τον μικρόψυχο καιρό
στο μαξιλάρι της Καρπάθου,
πουλί στο σπίτι· εφτά σταυροί
στο ύψωμα.
Σε κάθε στίγμα υπονόμευε,
οι βελονιές σταυρού, παυσίπονες
(Έξη ελληνικά κεντήματα για την
Αμαλία Μεγαπάνου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου