10/5/14

Σκονισμένες αλήθειες

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΫΣΙΑΔΗ

ΤΕΤΗ ΔΕΟΔΩΡΟΥ, Από τη σκόνη, εκδ. Ars Nocturna, σελ. 140

Σχέδιο ήχου Χ
Υδατοδιαλυτά χρώματα σε χαρτί, 120x65 εκ.
Ελέγχω πρώτα την ηλεκτρονική πύλη του Εθνικού κέντρου βιβλίου (http://www.biblionet.gr/) και δεν βρίσκω καμία βιβλιοκριτική καταγραφή. Κάνω μια πρόχειρη έρευνα στα βιβλιοφιλικά ιστολόγια και δεν βρίσκω καμία βιβλιοκριτική αναφορά. Κι όμως. Δεκέμβρης του ’13 η έκδοση του βιβλίου, χρόνος επαρκής για να διαβαστεί και να αξιολογηθεί κατά πώς του αξίζει. Γιατί το αξίζει.. Αλλά; Αλλά κάποια βιβλία θαρρείς κι είναι προορισμένα για τη σκόνη των βιβλιοπωλείων, ιδίως όταν αποστρέφονται την καθαριότητα της μικροαστικής νοικοκυροσύνης, που αρκετά συχνά εκτίθεται ξεσκονισμένη κι απαστράπτουσα στη λογοτεχνική μας παραγωγή – και δεν εννοώ μόνο την ελαφρά.
«Από τη σκόνη», λοιπόν. Της Τέτης Θεοδώρου. Δέκα ιστορίες. Εν συντομία, ως εξής: μια ιδιόκτητη εκκλησία που ανασύρει ξεθωριασμένες μνήμες (Ιερά μονοπάτια)· ένα οικογενειακό γραφείο τελετών που εδραιώνει το θάνατο σε μοντέλο οικογενειακής ζωής (Η αξιοπρέπεια ταιριάζει στο θάνατο)· μια κατάρα που δένει με μάγια τον άδικο ανιψιό (Εκεί που ζούνε οι νεκροί)· ένα σκοροφαγωμένο φέρετρο του από χρόνια νεκρού παππού που πετιέται στη θάλασσα από το φόβο του βρικολακιάσματος (Στο πέλαγος)· κάποιος Έλληνας εργάτης που πέφτει και χάνεται για πάντα στην τρύπα ενός βέλγικου ανθρακωρυχείου (Ο ανθρακωρύχος)· η τρέλα που τοκίζεται στο μυαλό μιας γριάς απ’ όταν την κακοποιούσαν οι γονείς της μικρό κορίτσι (Τρελή πορεία)· μια κοριτσίστικη ενηλικίωση που επισπεύδεται απότομα από έναν εφηβικό έρωτα (Τζιν φούστα)· οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι που περιφέρονταν στους αθηναϊκούς δρόμους της δεκαετίας του ’80 (Ζητιάνοι)· μια μικρή κοινωνία που τελεί στην ομηρία του φόβου, της ενοχής και της αμαρτίας (Η εκκλησάρισσα)· η ψυχή των δέντρων που κάποια βράδια αρέσκεται να παίρνει αρσενική όψη (Το δέντρο).

Ποιος να ήταν άραγε ο Κλεώνυμος; αναρωτιέται η ηρωίδα του τελευταίου διηγήματος προσπαθώντας να κατανοήσει την αρσενική δρυάδα που κατοικεί στη φυλλωσιά μιας μικρής μουριάς. Είναι η καταληκτική φράση του βιβλίου, που με την αναπάντητη διατύπωσή της κλείνει συνωμοτικά το μάτι στον αναγνώστη και επισφραγίζει δια της απορίας τον λογοτεχνικό κόσμο της Θεοδώρου που μετεωρίζεται ανάμεσα στη γνώση και το μυστήριο, το φως και το σκοτάδι, τη λογική και τη δεισιδαιμονία, τοποθετημένος χρονικά στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα πάνω σε οικογενειακά δράματα και εθνικές αιμορραγίες, στον ιμπεριαλισμό της πολυκατοικίας και την νοσταλγία της παλιάς γειτονιάς, στην απονήρευτη θρησκευτική πίστη και τις δεισιδαιμονικές μαγγανείες, στη βιτρίνα των εμπορικών και την ασταθή πατερίτσα του κουτσού. Πρόκειται για μια μεταβατική εποχή που με απορημένο βλέμμα γλείφει τις πληγές του πρόσφατου πολέμου και προσπαθεί να κατανοήσει τη θέση, να ορίσει το στίγμα και να στερεώσει τα ερείσματά της προσφεύγοντας άλλοτε στη λογική, άλλοτε στη θρησκεία, άλλοτε στη δεισιδαιμονία και πολύ τελευταία στο χρήμα και την κατανάλωση, ενόσω εγκαθιδρύεται τριγύρω το νέο κοινωνικό παράδειγμα με τις δικές του ακλόνητες βεβαιότητες, τις δικές του καταπιεσμένες ανασφάλειες και τις δικές του συγκαλυμμένες φοβίες – αναφέρομαι βεβαίως στην αστική κοινωνία.
Πλούτο σωρεύει δια της τοκογλυφίας η γριά Σταυρούλα, αλλά τα χρεωστούμενα των παιδικών της χρόνων την παίρνουν καταπόδι. Δεσμίδες χρημάτων μεταφέρει στο ταγάρι της η νεαρή εργαζόμενη αλλά το μάτι της αιχμαλωτίζεται από τους παρίες των δρόμων. Τον αέρα της οικοδομής εξασφαλίζει με πονηριές ο Νίκος, αλλά η θεία του μηχανεύεται τα βράδια ανίερες συμμαχίες. Την επικοινωνία με το θείο διατηρεί τη νύχτα η εκκλησάρισσα αλλά ο θάνατος τη βρίσκει στον πιο μακάριό της ύπνο. Ένα ποτήρι κρασί απολαμβάνει με θέα το βραδινό θαλασσινό τοπίο μια μεσοαστή μητέρα, αλλά το βλέμμα της αιχμαλωτίζεται στη φυλλωσιά ενός δέντρου. Το αστικό κοσμοείδωλο μπάζει από παντού. Το άλογο, το ανορθολογικό και το απόκοσμο ενδημούν στις σκοτεινές γωνίες, εκπέμπουν ανερμήνευτα σήματα, εξυφαίνουν μυστηριώδη συμβάντα και, τελικά, διαπερνούν τις χαλαρές διαρραφές της κοινής λογικής του για να σωρεύσουν πάνω της αρχαία σκόνη.
Δείγματα απ’ αυτή τη σκόνη συγκεντρώνει στα διηγήματά της η Θεοδώρου, άλλοτε σκαλίζοντας τη μνήμη, άλλοτε ασκώντας την παρατήρηση και άλλοτε επικεντρώνοντας το βλέμμα στην λεπτομέρεια. Το τελικό αποτέλεσμα αποδίδει με ρεαλιστική διάθεση την πραγματικότητα όχι εξωθημένη στις ακραίες όψεις της αλλά μελετημένη στις πιο σκοτεινές πτυχές της, εκεί δηλαδή όπου το λογικό συναντά το άλογο, η αλήθεια τρακάρει με την παραίσθηση και το όνειρο φλερτάρει με τον εφιάλτη, και μάλιστα με τέτοια αφοπλιστική λιτότητα στο λόγο και με τέτοια αβίαστη ροή στην πλοκή, ώστε πού και πού να σχηματίζεται η εντύπωση της απλοϊκότητας ενόσω χορεύουν πίσω από τις λέξεις σύμβολα και διανοίγονται σήραγγες, που κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ψυχαναλυτικής ή σημειολογικής ανάλυσης. Ενδεικτικά επικαλούμαι τα λευκά σκουλήκια από το πνιγμένο στη θάλασσα γουρούνι που παραπέμπουν στο φέρετρο με το πεταμένο στη θάλασσα πτώμα του παππού ή τη Σταυρούλα που στην τρελή της πορεία έχει πάντα σαν πιστούς συνοδούς τον γκρίζο δαίμονα και τον κόκκινο νάνο των παιδικών της χρόνων ή το χώμα από το σημείο εκτέλεσης του αδελφού της μοδίστρας που συνδέεται με τη λάσπη των οικοδομικών υλικών που εντοίχισαν τον «αέρα» της οικοδομής του Νίκου.
Λένε ότι ένα νέο βιβλίο έχει εμπορική διάρκεια ζωής λίγων μόνο μηνών, που πολύ φοβάμαι ότι λόγω της κρίσης έχει γίνει ακόμη πιο βραχύβια. Από εκεί και πέρα βέβαια, ο λόγος περνάει στους αληθινά βιβλιόφιλους. Από εμπορική άποψη, το βιβλίο προφανώς έχει κλείσει την πορεία του. Όσον αφορά όμως το υποψιασμένο αναγνωστικό κοινό, δεν νομίζω ότι μπορεί και πρέπει να κλείσει τόσο εύκολα. Αν μη τι άλλο, θα ήταν πολύ άδικο.

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: