3/5/14

Ποίηση και ριζοσπαστισμός

Στον Μουσταφά Μουσταφά και τους φίλους στη Θράκη, γιατί, εκτός από χριστιανούς, μουσουλμάνους, έλληνες, τούρκους, μειονότητες, πλειονότητες, υπηρεσίες, προγράμματα, εθνικισμούς, κοινοτισμούς κλπ, υπάρχουν, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, οι αριστεροί και οι ιδέες τους, δηλαδή η αριστερά...

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Το άγχος

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΑΚΗΣ, Κλέφτικο, εκδόσεις Πανοπτικόν, σελ. 64

Μια ποιητική συλλογή που επιχειρεί να μιλήσει για το παρόν, μια ποίηση με την απολύτως θεμιτή αξίωση να εκφραστεί με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο, όμως ένα εγχείρημα που φοβάμαι ότι απομένει μετέωρο.
Πρώτον, γιατί το σύγχρονο κοσμοείδωλο δεν έχει καμιά σχέση με το αντίστοιχο μεταπολεμικό. Έτσι, ο καμβάς του Άλεν Γκίνσμπεργκ, που δίνει το έναυσμα στη συλλογή αλλά και την «πηγαίνει» επί μακρόν, παρ’ ότι στα καθ’ ημάς ενεργοποιεί μνήμες Μεταπολίτευσης, αν δεν μπορέσει να νοηματοδοτήσει επαρκώς το παρόν, μοιραία θα καταλήξει απλώς μια ρητορική. Γιατί ο αυστηρά δομημένος, νεωτερικός και ακμαίος μεταπολεμικός κόσμος, στον οποίο επιτίθεται η αμφισβητησιακή μανία του Γκίνσμπεργκ, απλώς δεν υπάρχει σήμερα. Έτσι, η ισχυρή, στεντόρεια μπητ φωνή δεν μπορεί να επαναληφθεί, παρά ως νοσταλγία, ή και παρωδία. Την ίδια αμηχανία, δηλαδή το «μετά απ’ αυτό τι;», δήλωνε άλλωστε η μακρά σιωπή του Μιχάλη Κατσαρού, του εισηγητή ενός ημεδαπού μπητ, συγχρονικού ή και πιο πρώιμου από εκείνο της άλλης όχθης του Ατλαντικού. Το ίδιο δηλώνει, εδώ και δεκαετίες, η εκφραστική αμηχανία του Λευτέρη Πούλιου: το τέλος των μεγάλων μονοφωνικών ποιητικών αφηγήσεων.
 Δεύτερον, γιατί η ποιητική του Γκίνσμπεργκ αισθητικά «έτρωγε απ’ τα έτοιμα». Και αντλούσε συγχρονικότητα από μια παραπαίουσα και εν τέλει ανώδυνη αμφισβήτηση της φόρμας και του λόγου, μέσα στην πανσπερμία των «αντί-». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο νοήθηκε και λειτούργησε το μπητ. Αυτό το αντιλαμβάνεται πλήρως ο Πρεβεδουράκης, και στο δεύτερο μέρος της συλλογής, το οποίο συντίθεται και σκηνοθετείται ως μια αντι-ανθολογία, αναπαριστά αυτή τη διαδικασία, δηλαδή την ασέβεια απέναντι στην ποιητική γλώσσα, στα υλικά της, στην ιερότητά της κλπ. Μόνο που αυτού του είδους η ασέβεια δεν συνιστά παρά αμφισβήτηση, έστω έντονη, ή και αγχωτική, αλλά πάντως αμφισβήτηση συντελεσμένη ήδη στη δεκαετία του 1970. Η μία συνέχειά της, η εμφανώς ατελέσφορη, είναι το εγχείρημα της Κατερίνας Γώγου. Η άλλη, η γόνιμη, που ξεκινά ήδη απ’ το μεσοπόλεμο, και καταδεικνύει, ποιητικά και θεωρητικά, τα όρια μιας τέτοιας ασέβειας, είναι η ποίηση του Νικολάου Κάλας. Στον μεταξύ τους χώρο, επιβίωσαν αρκετές ποιητικές φωνές, με το δικό τους χρώμα και κυρίως με έντονα ιστορικά ερείσματα, όμως ήταν σαφές ότι «έπαιζαν στην παράταση».

Νίκος Μάρκου, Life Narratives, 2013, video still
Σήμερα βρισκόμαστε στην εποχή όπου, κατά τη γνώμη μου, ως ιστορικό αίτημα κυριαρχεί η ανάγκη καινούριων μορφικών αποτυπώσεων, συμβατών βέβαια με την προϊούσα αποδόμηση, συμβατών με τις θεωρητικές και αισθητικές τομές που έχουν συμβεί. Ποιες θα είναι αυτές οι καινούριες μορφές; Ποια τα υλικά τους; Ποια η υφή τους; Ποιο το ύφος τους; Το μεγάλο πλεονέκτημα του Πρεβεδουράκη είναι πως έχει, και θέτει, το ερώτημα, το αιτούμενο, μιας σύγχρονης ποίησης, κοινωνικά και αισθητικά ριζοσπαστικής. Γεγονός εξαιρετικά σπάνιο στις μέρες μας. Το μόνο που μπορώ να πω, είναι πως συνήθως ο εχθρός είναι μέσα μας, δηλαδή στις βεβαιότητες που ορίζουν τις ποιητικές μας σταθερές, καθώς και σε εκείνες που ορίζουν την αμφισβήτησή τους. Να ένα δείγμα γραφής, νομίζω αντιπροσωπευτικό του εκφραστικού αδιεξόδου:
αν θέλετε να μάθετε ποιος είστε πατήστε το 1
αν θέλετε να μάθετε πού πάτε πατήστε το 3
Ο Πρεβεδουράκης δεν έχει την απάντηση, αλλά έχει, τον κατατρώει το ερώτημα. Το καταθέτει. Και ταυτόχρονα το μεταθέτει, με έναν μηχανισμό τυπικά ψυχαναλυτικό. Δεν ξέρω πού θα φθάσει και τι θα μας δώσει στη συνέχεια, αλλά ήδη μας δίνει μια ποίηση που αποτελεί έγκυρη αποτύπωση των διλημμάτων κάποιων νεωτέρων, που επιχειρούν να ξαναπαίξουν το παιχνίδι απ’ την αρχή. Δυστυχώς, όμως, θα πρέπει να το επανιδρύσουν, να ορίσουν εξαρχής τους κανόνες και τον χαρακτήρα του, να διακρίνουν το γόνιμο απ’ το άγονο.

Η έσχατη επιβίωση

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, Σαντιγκάρ, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 48

Ήδη απ’ τα μότο της συλλογής, έχουμε συμπυκνωμένη όλη την προηγούμενη συζήτηση για τον ριζοσπαστισμό, όπως την αποτυπώνουν τα αποσπάσματα απ’ την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου και απ’ το Περιθώριο ’68-’69 του Μανόλη Αναγνωστάκη. Οι διακειμενικές συμπτώσεις με τη συλλογή του Πρεβεδουράκη είναι αρκετές, υπάρχει μάλιστα και μία ευθεία αναφορά σε αυτήν.
Δόκιμος ποιητής ο Κώστας Κρεμμύδας, εκδότης του περιοδικού Μανδραγόρας, υπεύθυνος των ομώνυμων εκδόσεων, βασικός συντελεστής του Ποιητικού συμποσίου της Πάτρας, εν ολίγοις με σημαντική δημόσια παρουσία επί 20 συναπτά έτη, έχει ταυτίσει τη διαδρομή του με όλα τα αιτούμενα του σημερινού ποιητικού ριζοσπαστισμού των νεωτέρων.
Σταθερά έκκεντρη, ως στάση ποιητική, η ποίησή του νοηματοδοτεί τη διεύρυνση του χρόνου, την «παράταση» που έλεγα πιο πάνω, επιστρατεύοντας, δηλαδή επικαιροποιώντας, στιγμές και ποιητικά συμβάντα που αντέχουν στη δοκιμασία και στη χρήση τους ως υλικών μιας σημερινής ριζοσπαστικής στάσης και ποίησης, με δεδομένη την έκκεντρη θέση της:
Κόκκινες λαμπερές φωτοβολίδες
στο πηχτό αύριο της νέας ενοχής.
Το κριτικό ερώτημα είναι το εξής: η συλλογή του Κρεμμύδα δείχνει το όριο της ποίησης του Πρεβεδουράκη, και άλλων νεωτέρων; Ή μήπως η συλλογή του Πρεβεδουράκη δείχνει πως η ποίηση του Κρεμμύδα δεν αποτελεί απλώς τον επίλογο μιας εποχής αλλά δηλώνει τη διάρκειά της;
Με τι έχουμε να κάνουμε εδώ; Η ποίηση του Κώστα Κρεμμύδα νομίζω πως αποτελεί το πιο έγκυρο δείγμα για εκείνη τη διαδρομή που ξεκινά απ’ την «αριστερά» του παρισινού μοντερνισμού, δηλαδή τον σουρρεαλισμό, περνά μέσα απ’ όλα τα αμφισβητησιακά επεισόδια που ακολούθησαν, περιλαμβάνοντας συστηματικά και τις αντίστοιχες πολιτικές εκφάνσεις, και καταλήγει στο σήμερα ως μια επίμονη επικαιροποίηση της εν γένει αριστεράς του μοντερνισμού:
Χιλιάδες αστέρια πασχίζουν να διαλύσουν το μαύρο περίγραμμα του ήλιου  
Έτσι, η ποίηση του Κρεμμύδα συνοψίζει στο παρόν μια ολόκληρη ριζοσπαστική ποιητική πραγματικότητα, με (ποιητική) γνώση της ιστορικότητάς της. Κατά τη γνώμη μου, είναι μια διακριτή, και εντίμως δηλούμενη όψη της μακράς διάρκειας που συνιστά η κρίση του μοντερνισμού. Ως τέτοια τη σέβομαι, αλλά δεν με εκφράζει. Όχι μόνο αισθητικά αλλά και πολιτικά. Ακόμα κι όταν συνιστά έναν γοητευτικό επιθανάτιο ρόγχο:
Το τέλος της ιστορίας άλλοτε ανορθόγραφο κι άλλοτε μισοσβησμένο
θα συνεχίσει να βαραίνει τα βλέφαρά μας γεμάτο σιωπές
θανατερές υποχωρήσεις κι ανομολόγητους συμβιβασμούς

Το μέλλον μάς ακολουθεί αφόρητα τετελεσμένο ανενεργό κι ανήμπορο
Ας γίνω απολύτως σαφής, όσον αφορά τουλάχιστον τα πολιτικά συμφραζόμενα: Η σημερινή κρίση θρέφει προνομιακά τον ριζοσπαστισμό. Θρέφει και τις απλουστεύσεις, δίνοντάς τους ριζοσπαστική χροιά. Ας ξαναδούμε τον Μιχάλη Κατσαρό. Η ποίησή του νοηματοδότησε τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική αριστερά. Μέσα της όλοι μεγαλώσαμε. Αλλά νοηματοδότησε και τους όρους της ήττας εκείνης της αριστεράς. Γι’ αυτό και μπόρεσε να την χρησιμοποιήσει ως σημαία του και σλόγκαν ο ακραιφνής εθνικολαϊκισμός, δηλαδή η τσοβολική του απόληξη.
Οι ίδιοι όροι βλέπω σήμερα να σωρεύονται σιγά σιγά, ανεπαισθήτως. Και είναι όροι ήττας, πρώτα απ’ όλα της ποίησης, ιδιαίτερα εκείνης που έχει τουλάχιστον ριζοσπαστική αγωνία και αιτούμενα (εκείνη που δεν έχει κανενός είδους αιτούμενο, ξέρουμε ήδη ότι θα καταλήξει στην επαιτεία ενός βραβείου της Ακαδημίας Αθηνών...). Ας ξανασκεφτούμε λοιπόν τον Κατσαρό, ας σκεφτούμε τους μπητ. Δηλαδή το αισθητικό τους αδιέξοδο. Ή μήπως ήταν υστέρηση; Μήπως γιαυτό κατέληξαν απλώς «πολιτισμός», δηλαδή πολιτιστικά και πολιτικά συμφραζόμενα; Η ποίηση είναι κάτι περισσότερο.

Η ευθύνη της κριτικής
Σήμερα, είναι αρκετοί οι νεώτεροι που αναζητούν ερείσματα, ιδεολογικά ή ποιητικά, στη χορεία των ποιητών και διανοουμένων που αποτελούν τον κύκλο του περιοδικού Σημειώσεις, κάποιοι μάλιστα, όπως ο Πρεβεδουράκης, επιχειρούν να συνδέσουν τον μπητ ριζοσπαστισμό με τον λόγο των Σημειώσεων. Με αυτή την έννοια, θεωρώ χρήσιμο να ανασύρω ένα συμβάν πολυσήμαντο.
Στο τεύχος 9 του περιοδικού Μαρτυρίες (Μάιος 1964), περιοδικό που εξέδιδε η ίδια παρέα των Σημειώσεων στη δεκαετία του 1960, δημοσιεύεται, σε μετάφραση του Κλείτου Κύρου, το εμβληματικό ποίημα «Αμερική», του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Η ίδια η ύλη του τεύχους μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δημοσίευση του ποιήματος οφείλεται στους νεαρότερους απ’ τους συντελεστές του περιοδικού, αφού, ευθέως αντιρρητικά, προτάσσεται ένα μεγάλο κείμενο του Μανόλη Λαμπρίδη, με τίτλο «Οργισμένα νιάτα», το οποίο ανατέμνει, αλλά και προδιαγράφει, την αρχόμενη αμφισβήτηση της δεκαετίας του ’60, δείχνοντας τα όριά της, αμφισβητώντας απολύτως τον όποιο «επαναστατικό» χαρακτήρα της. Μάλιστα, το κείμενο του Λαμπρίδη καταλήγει στο ποίημα του Γκίνσμπεργκ: «είναι αντιπροσωπευτικό του συναισθηματικού, ιδεολογικού και ηθικού κόσμου μιας εκλεκτής μερίδας της αμερικανικής νεολαίας, και των αντιδράσεών της έναντι του κόσμου της βιομηχανικής κοινωνίας της ‘ευημερίας’». Εκτός όμως από την έξοχη ιστορική τοποθέτηση του ποιήματος, ο Λαμπρίδης προχωρά, επίσης εύστοχα, στην αξιολόγησή του: «ενώ ως ψυχολογικό και κοινωνιολογικό ντοκουμέντο αποτελεί αυθεντική μαρτυρία, ως ποίημα, ως πραγμάτωση αισθητής αξίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί επίτευγμα».
Ποιος «είχε δίκιο;». Οι νεώτεροι, που επέμειναν στη δημοσίευση του ποιήματος, ή ο Λαμπρίδης, που το χαρακτήρισε με αυτούς τους όρους; Μάλλον και οι δύο πλευρές. Η ποίηση πρέπει να διακινείται, ώστε να λειτουργήσει και να κριθεί. Η κριτική δεν μπορεί να σιωπά ούτε να τη χαϊδεύει· οφείλει να μιλήσει, με θεωρία και γνώση, οφείλει να κρίνει, παίρνοντας όλες τις ευθύνες που της αναλογούν, και τα συνακόλουθα ρίσκα.
Σήμερα, μπορούμε να δούμε ότι το ποίημα Γκίνσμπεργκ είναι όντως μέτριο και δεν ανοίγει, όπως και όλη η μπητ λογοτεχνία, κανέναν δρόμο για την τέχνη – κι ας υποδύεται την πιο καταλυτική ορμή... Αλλά και η δημοσίευσή του ήταν επιβεβλημένη και χρήσιμη, αφού επρόκειτο για ένα πρώτο δείγμα ενός ολόκληρου πολιτισμικού κύματος που σε λίγο θα έφθανε σαν τσουνάμι στις ακτές του Αιγαίου.
Άλλωστε, οι νεώτεροι του περιοδικού, δηλαδή ο Βύρων Λεοντάρης, ο Μάριος Μαρκίδης, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Στέφανος Ροζάνης, δεν «κινδύνευαν» καθ’ οιονδήποτε τρόπο απ’ την επαφή με την μπητ και ποπ κουλτούρα της εποχής, αφού δεν ένιωθαν «οργισμένα νιάτα» αλλά είχαν ήδη επιλέξει το δρόμο των ουσιαστικών θεωρητικών και αισθητικών αναζητήσεων, τον δικό τους διακριτό δρόμο στην ποίηση, τη δικιά τους, επίσης διακριτή και πολυσήμαντη στάση σε σχέση με το ποιητικό γεγονός και την τέχνη του λόγου, με έμφαση στους κοινωνικούς όρους ύπαρξής της. Κι αυτό το ίχνος τους παραμένει ακέραιο σήμερα, αποτελώντας μια εξαιρετικά γόνιμη παρακαταθήκη, ενδεχομένως και εφαλτήριο...

Ριζοσπαστισμός ή νατουραλισμός;
Ξεφυλλίζοντας όμως το περιοδικό Μαρτυρίες, έπεσα πάνω σε ένα κείμενο το οποίο νομίζω πως έχει επίκαιρο ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή μια ορισμένη ποίηση του μεταπολέμου επαναλαμβάνεται σήμερα. Το κείμενο, «Ο νατουραλισμός στη σύγχρονη τέχνη», είναι γραμμένο από τον Στέφανο Ροζάνη και χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τους παρακάτω στίχους:
Η Ελένη πέθανε προχθές
από καρκίνο της μήτρας με πολλές μεταστάσεις. Ο άντρας της ηλεκτρολόγος, ο Μενέλαος, τόχε ρίξει από μήνες στο κρασί
τη μέρα τη κηδείας
οι συγγενείς πλακώσαν και κατάκλεψαν το σπίτι. Μάταια έψαχνε ο ηλεκτρολόγος να βρει τ’ άσπρο της φουστάνι να τη θάψει νοικοκυρεμένα.
Έβριζε, φώναζε, τίποτα – κι ήταν και μεθυσμένος άλλωστε.
Τη θάψανε με δανεικό βρακί κάποιας γειτόνισσας – τι δανεικό;
- πήγαινε τώρα να τη βρεις να της το πάρεις πίσω.
Και το κριτικό σχόλιο του Ροζάνη: «το κυριότερο γνώρισμα του ποιητικού νατουραλισμού: το τεμάχισμα της πραγματικότητας σε επιμέρους καταστάσεις, χωρίς καμιά προσπάθεια σύνθεσης. Αφήνοντας κατά μέρος το κατά πόσο το παραπάνω κείμενο είναι ποίημα ή όχι...».

Πολιτικό επιμύθιο
Επαναλαμβάνω το παράθεμα του Ροζάνη, «εφαρμόζοντάς» το στη Θράκη, με αφορμή τα προσφάτως διαδραματισθέντα: «το κυριότερο γνώρισμα του πολιτικού νατουραλισμού: το τεμάχισμα της πραγματικότητας σε επιμέρους καταστάσεις, χωρίς καμιά προσπάθεια σύνθεσης. Αφήνοντας κατά μέρος το κατά πόσο αυτό είναι αριστερό ή όχι...».

Δεν υπάρχουν σχόλια: