16/5/14

Το μέτρο της αφήγησης

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Το χάδι, διηγήματα, εκδόσεις Άγρα, σελ. 64

Όλα τα διηγήματα που περιέχονται στο βιβλίο του πρωτοπαρουσιαζόμενου πεζογράφου, Αλέξανδρου Στεφανίδη, αποτελούν επιμέρους εκφάνσεις, πτυχές, θα ήταν ίσως καλύτερα να πει κανείς, ενός αρραγούς και περίκλειστου βιωματικού-θεματικού πυρήνα. Ενός πυρήνα διαμορφωμένου από και κάτω από συνθήκες τραυματικές που, όπως εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται, δεν μπόρεσαν να κάμψουν ή να αμβλύνουν τη θέληση του αφηγητή για ζωή και δημιουργία. Κυρίως, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να αλλοιώσουν και να στρεβλώσουν την κρίση του και το συναίσθημά του, αλλά, απεναντίας, τον δίδαξαν το «μέτρο», εμπλουτίζοντας την πρώτη με το στοιχείο μιας μόνιμα άγρυπνης αίσθησης δικαιοσύνης και περιφρουρώντας το δεύτερο -το συναίσθημα- από τις ευκολίες της υπερβολής.

Κάθε διήγημα αποτελεί τον καρπό της καταβύθισης του αφηγητή σε μια περίπου δεκαετή και κάθε άλλο παρά ευφρόσυνη περίοδο-έκταση της ζωής του, έκταση που διάνυσε ως παιδί και ως έφηβος, έγκλειστος σε κάποιο ορφανοτροφείο της Αθήνας. Τα βαθύτερα αίτια της ανάγκης που τον ώθησε σ' αυτές τις, ενδεχομένως οδυνηρές πλην όμως λυτρωτικές, καταβυθίσεις, εικάζονται με σχετική βεβαιότητα. Και το λέω αυτό επειδή αισθάνομαι ότι είναι φυσικό, διασχίζοντας κάποιος το «σκοτεινό δάσος» της μέσης της ζωής του -και εφόσον διατηρεί απρόσβλητο και αναλλοίωτο, από τις σκληρές και αλλοτριωτικές συνθήκες του βίου, το αληθινό του πρόσωπο-, να αισθανθεί την ανάγκη του επαναπροσδιορισμού του στο παρόν. Γεγονός που προϋποθέτει, αν δεν επιβάλλει κιόλας, το οριστικό ή έστω το προσωρινό -πραγματικό ή νομιζόμενο- κλείσιμο των λογαριασμών του με τα περασμένα· τη διευκρίνιση του ρόλου που διαδραμάτισαν πρωτεύοντα και δευτερεύοντα πρόσωπα (μητέρα, πατέρας, πρωταγωνιστές του περίκλειστου περιβάλλοντος του ορφανοτροφείου κ.ά.) στη διαμόρφωση της ηθικής και της ψυχικής στάσης και συμπεριφοράς του στα μικρά και στα μεγάλα συμβάντα της ατομικής και της ομαδικής-κοινωνικής ζωής.

Αυτό έχω την αίσθηση ότι επιχειρεί στην προκειμένη περίπτωση ο αφηγητής: να υποστασιοποιηθεί ως παρόν, συναρμολογώντας εικόνες, λόγια, πράξεις και χειρονομίες, αναβιώνοντας τραυματικά συμβάντα και καταστάσεις και, εν γένει, ανασύροντας από τα περασμένα κομμάτια ζωής που αισθάνεται ή διαισθάνεται ότι θα τον βοηθήσουν στην ψαύση του αληθινού του προσώπου. Επιχειρεί καταβυθίσεις στα έγκατα της μνήμης του, με μοναδικό σκοπό να ανασύρει πολύτιμα τιμαλφή· να τα συναρμολογήσει και να συνθέσει «Εκείνον» -τον ήρωα των ιστοριών του και, μέσω εκείνου, τον ίδιο τον εαυτό του· κάπως έτσι, φαντάζομαι, ο «Κανένας», που ήταν ως τώρα, μετατρέπεται σε «Εκείνον», στον ήρωα των ιστοριών του. Ώριμος πια και νηφάλιος «παρακολουθεί» τη δραματικότερη και τραυματικότερη περίοδο της ζωής του, προσμετρά καίρια συμβάντα και συνακόλουθες καταστάσεις, διατηρώντας στο βλέμμα του κατάλοιπα από τον φόβο, την απορία και, πάνω απ' όλα, την απόφαση για αξιοπρεπή επιβίωση του παιδιού και του εφήβου που υπήρξε.

Θα έλεγε κανείς ότι σε κάθε διήγημα του βιβλίου ο αφηγητής εναποθέτει ένα ξεχωριστό κομμάτι, μία διαφορετική πτυχή -επιλεγμένη ή από μόνη της επίμονη και διεκδικητική- της ίδιας περιόδου της ζωής του· με συνέπεια το καθένα απ' αυτά να μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να θεωρηθεί και ξεχωριστό κεφάλαιο ενός εν εξελίξει, ενός σχεδιαζόμενου μυθιστορήματος. Που όμως δεν ολοκληρώνεται, για τον απλούστατο λόγο ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν μέσα στις προθέσεις του Αλέξανδρου, που άλλο δεν φιλοδόξησε παρά να «ακούσει τη ζωή του», ιστορώντας πρώτα στον εαυτό του και ύστερα στον υποθετικό αποδέκτη των λόγων του σκηνές, συμβάντα και καταστάσεις που τον στιγμάτισαν και τον προσδιόρισαν ως άνθρωπο· που δεν θέλησε παρά, έχοντας συμφιλιωθεί με το παρελθόν, να επιχειρήσει να ψαύσει το αληθινό του πρόσωπο. Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι η συναισθηματική φόρτιση που διακατέχει τον αφηγητή, όσο ανασύρει τα οδυνηρά πλην πολύτιμα τιμαλφή της μνήμης του και της ζωής του, αμβλύνεται κατά τη διάρκεια της εναπόθεσής τους στη λευκή σελίδα. Ίσως επειδή η ίδια η γραφή δημιουργεί ή, εν πάση περιπτώσει, συμβάλλει στη δημιουργία μιας απόστασης ασφαλείας από το «επικίνδυνο» βιωματικό υλικό που περιβάλλει και αναδεικνύει λεκτικά· ίσως γιατί η μέριμνα γι' αυτήν -τη γραφή- λειτουργεί ως κατευναστικός περισπασμός για τον γράφοντα. Ακόμη, θα τολμούσα να πω ότι η γραφή είναι για τον Αλέξανδρο το πεδίο όπου παρόν και παρελθόν συνυπάρχουν αρμονικά, παρεισφρέοντας το ένα στο υπέδαφος αλλά και στην επιφάνεια του άλλου όσο επιβάλλεται, προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη αφηγηματική ροή. Το παρόν της γραφής και το παρελθόν των όσων, μέσω της γραφής, ανακαλούνται, χωρίς να χάνουν την αυτάρκεια και την αυτοτέλειά τους, συνέχουν το παρόν της ανάγνωσης των ιστοριών, ενώ, παράλληλα, συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ιδιότυπης οπτικής γωνίας, στραμμένης σταθερά σε όλα όσα διαδραμάτισαν τον μέγιστο ρόλο στη διαμόρφωση του ψυχισμού του αφηγητή και τον κινητοποιούν στο πεδίο της αφήγησης κατά έναν τρόπο απολύτως προσωπικό και, κυρίως, λογοτεχνικά δραστικό. Στραμμένης σε πρόσωπα, πράγματα, συμβάντα και καταστάσεις που δεν προσφέρονται απλώς για αυτογνωσία και για δημιουργικό αναστοχασμό και ανάπλαση μιας ζωής που επιμένει να αξιώνει το παρόν της, αλλά απαιτούν κιόλας, επιτακτικά, την παρέμβασή τους στο εδώ και τώρα του αφηγητή.

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας


  Κώστας Μπασάνος, Watchtower, 2013, ξύλο, μελάνι, λεκάνες αλουμινίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: