16/5/14

Η λογοτεχνία ως τέχνη

(και όχι ως «εξιστορείν» ή κοινωνική αξίωση)

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Ο θάνατος του είδους. Άρθρα και δοκίμια για τον Γιώργο Αριστηνό. Με 22 σχέδια του Γιώργου Λαζόγκα, εκδόσεις Μικρή άρκτος, σελ. 192

Joan Giordano, Whitewashed Wiki Leaks2012, 
Διεθνείς εφημερίδες, κυματοειδή χαρτιά
χαρτόνι, χρώμα, γραφίτης, κερί
Οι απόψεις του Γιώργου Αριστηνού για τη λογοτεχνία προηγούνται της γραφής του... Τι σημαίνει όμως, για τον Αριστηνό, και για κάθε συγγραφέα, μια τέτοια παρατήρηση; Υπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτό θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, για οποιονδήποτε φιλοδοξεί να θεραπεύσει την τέχνη του λόγου: να γνωρίζει την ιστορική διαδρομή του λογοτεχνικού είδους το οποίο θα επιλέξει, να έχει συγκροτήσει μια δικιά του, διακριτή άποψη, ώστε να αρθρώσει το εγχείρημα της γραφής του με συνείδηση των αισθητικών αιτούμενων και των θεωρητικών συνεπειών τους.
Αυτά όμως έχουν καταντήσει να θεωρούνται σχολαστικισμός, ή και δογματισμός, αφού η αντίληψη για τη λογοτεχνία που κυριαρχεί ασφυκτικά στις μέρες μας ομνύει σε μια νεορομαντική φαντασίωση της «έμπνευσης» και της «έκφρασης», οι οποίες θρυλούνται πως θεραπεύουν κάθε έλλειψη και ικανοποιούν κάθε φιλοδοξία... Το αποτέλεσμα είναι τελικά αυτό που απολαυστικά το περιγράφει ο Μάνος Στεφανίδης: «θηριώδεις τόμοι που υπηρετούν απλώς το αυτονόητο, που αναπαράγουν τις ίδιες, τυποποιημένες ιστορίες, που μπερδεύουν τη γραφή με το εξιστορείν, που φιλοδοξούν να (ξανα)πουν την (ίδια) ιστορία χωρίς καν να έχουν διόλου καρυκεύσει τη διαδικασία αφήγησης» (σελ. 80).  
Αντίθετα, ο Αριστηνός ομνύει στη συνείδηση της γραφής, πριν, μετά, αλλά και κατά τη διάρκεια του λογοτεχνικού συμβάντος, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί σε ένα επιστολικό κείμενό του που περιλαμβάνεται στον τόμο: «Οι αυτοαναφορικές εμμονές της λογοτεχνίας που γυρίζει προς τα μέσα, αναδιπλώνει και σχολιάζει τις λειτουργίες και τους μηχανισμούς που τη διέπουν, καθώς και η διακειμενική δομή της, συνδέεται με τη στροφή της θεωρίας προς μια έννοια ‘ολότητας’ της γραφής, της γραφής ως σημαίνουσας και κυρίαρχης δομής στη νεωτερική έκφραση» (σελ. 12).

Θα μπορούσα να συμφωνήσω με αυτή την περιγραφή του λογοτεχνικού κειμένου, ενώ διαφωνώ απολύτως με την έννοια της «ολότητας» όπως εγγράφεται στο νεωτερικό κάδρο. Όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο έχουν καμιά σημασία. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, η άποψη του κάθε πεζογράφου για την τέχνη του λόγου, δηλαδή όσα υποστήριξα μόλις πριν, δεν έχει καμιά αυταξία. Δεν μας ενδιαφέρει ως θεωρία, ή κυρίως ως θεωρία. Μήπως όμως έτσι νομιμοποιούνται οι παθολογίες και οι πόζες της «έμπνευσης» και της «έκφρασης»;
Κάτι άλλο θέλω να πω. Ότι δηλαδή η θεωρία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να γραφεί λογοτεχνία. Και η συνείδηση του συγγραφέα για τη θέση του μέσα στο λογοτεχνικό στερέωμα, από πού περνά το κατώφλι και πού πηγαίνει, ακόμα κι αν είναι «ψευδής συνείδηση», είναι όμως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να υπάρξει ως συγγραφέας: «Η κύρια όμως σημασία αυτής της τάσης έχει έναν πιο προσωπικό, ή μάλλον ιδιοσυγκρασιακό, χαρακτήρα. Έχει σχέση με την αγωνία μου να μη δεχτώ τίποτα ως οριστικό σχήμα· ούτε την πιο κοινόχρηστη λέξη ούτε την πιο αυτονόητη αλήθεια ούτε την πιο παγιωμένη φράση. Πρόκειται για μια απόλυτη δυσανεξία απέναντι σε μια λογοτεχνία που δεχτήκαμε καταχρηστικά να την εντάξουμε μάλιστα στον ‘κανόνα’», συνεχίζει ο Αριστηνός (σελ. 12).
Οι όροι που χρησιμοποιεί σε αυτό το παράθεμα είναι δηλωτικοί: προσωπικό, ιδιοσυγκρασιακό, αγωνία, αλήθεια, δυσανεξία... Ναι, αυτή είναι η σχέση του συγγραφέα, και εν γένει του καλλιτέχνη, με τη θεωρία του. Η δε «θεωρία του» είναι τελικά η παραδοχή και η συνείδηση, πως μόνο με μια τέτοια σχέση, με ό,τι συνιστά, σχεδόν ή και απολύτως εμμονικά, τη θεωρία του κάθε συγγραφέα, γράφεται η λογοτεχνία. Πώς αλλιώς;
Αυτή είναι λοιπόν η λογοτεχνία που μας παραδίδει ο Αριστηνός; Ας δούμε την απολαυστική περιγραφή της διαδικασίας της από τον Μάριο Μαρκίδη: «Από τι πράγμα κινδυνεύει η ανάγνωση [της λογοτεχνίας] του Αριστηνού; Απ’ τη ‘μετάβασή’ της. Εξηγούμαι: να εισπραχθεί λόγω μιας πρόωρης απόφασης του αναγνωστικού βλέμματος σαν εφαρμοσμένη θεωρία της λογοτεχνίας – σαν να κάθεται λ.χ. ο R. Wellek ή ο Barthes και να γράφουν μυθιστόρημα. Αυτό θα πρέπει να λογίζεται κατά τη γνώμη μου σαν εφιάλτης για τη λογοτεχνία [...] Ενώ η μέριμνα της τέχνης είναι να είναι κυρίως σώμα, πρόκειται να βγει στην πιάτσα σαν μια συμμορφωμένη ψυχή, με νοητούς και όχι πραγματικούς σπονδύλους, με μελάνι στις φλέβες, δίχως σχεδόν σώμα» (σελ. 96).  
Τι λογοτεχνία κάνει όμως ο Αριστηνός; «Μοναχικός, ιδιότυπος και άκρως συνεπής στην ιδιοτυπία του, αταξινόμητος, εκτός σχολών και γενεών, συγγραφέας», σημειώνει στο κείμενό του ο Συμεών Σταμπουλού, ενδίδοντας στους επαίνους. Επειδή όμως γνωρίζει πως κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει τον Αριστηνό, συνεχίζει απνευστί: «Ο μεσημβρινός της γραφής του ακουμπά από τη μία πλευρά στην εσχατολογία της γραφής, την κατάργηση των ορίων της (με τον κίνδυνο της αχρήστευσής της), και από την άλλη στην ελευθεριότητα, στη ρυπαρότητα και ‘σκατολογία’, απέναντι στην κυρίαρχη γλώσσα-εργαλείο της υποκριτικής σεμνοτυφίας» (σελ. 37). Νομίζω πως αυτή η φράση αποτελεί μια έξοχη συμπύκνωση όλου του συγγραφικού εγχειρήματος του Αριστηνού.
Όσον αφορά την ειδολογική του τοποθέτηση, χαρακτηριστική είναι η θέση του Αριστοτέλη Σαΐνη: «ο ειδολογικά αποχρωματισμένος όρος ‘αφήγημα’ ή ‘πεζό’, εναλλακτικά συνοδευόμενος από τους όρους ‘νουβέλα’ και ‘διήγημα’, σπανιότερα και δε σε μία περίπτωση μέχρι σήμερα από τον όρο ‘μυθιστόρημα’, χρησιμοποιήθηκε στις πιο καθαρές μυθοπλαστικές του αναζητήσεις, για να χαρακτηρίσει στην πραγματικότητα μια σειρά από υβριδικά κείμενα που μαρτυρούν την ταξινομική αμηχανία της σύγχρονης θεωρίας» (σελ. 41).
Και πιο συγκεκριμένα, με το σχήμα του Δ. Αγγελάτου: «Δεν είναι μόνο η διατύπωση του ρήματος αυτό στο οποίο αποσκοπεί ο συγγραφέας, αλλά και η έκθεση του τρόπου με τον οποίο αυτή η διατύπωση σαρκούται: να παρασταθεί δηλαδή η δυσκολία άρθρωσης του λόγου, αυτού του ανατρεπτικού για τον Αριστηνό συμβεβηκότος...» (σελ. 151).
Και ακόμα πιο συγκεκριμένα, με βάση το κείμενο της Ε. Βογιατζάκη, η λογοτεχνία του Αριστηνού «συγκεντρώνει δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά της μπαχτίνιας μενιππέας που ‘χαρακτηρίζεται από αποκλειστική ελευθερία στη μυθοποιητική και φιλοσοφική επινόηση’. Η μενίππεια σάτιρα επιδιώκει να εκφράσει τις ‘ύστατες’ και έσχατες πράξεις του ανθρώπου που ανακεφαλαιώνουν όλο τον βίο του με ένα είδος πειραματικής φανταστικής λογοτεχνικής έκφρασης» (σελ. 171).
Όλα τα κείμενα του τόμου (περιέχονται επίσης κείμενα των Η. Γιούρη, Ν. Σιδέρη, Α. Αρτινού), ενταγμένα σε ένα απαιτητικό, άμα και φιλόξενο περιβάλλον που δημιουργούν τα 22 εξαιρετικά σχέδια του Γιώργου Λαζόγκα, συνθέτουν ένα σώμα λόγου παρήγορο μέσα στον ορυμαγδό της «έμπνευσης» και της «έκφρασης», συνθέτουν ένα βιβλίο, ένα κείμενο σίγουρα πιο ενδιαφέρον, από τη σκοπιά της λογοτεχνίας, απ’ τα «τρέχοντα» μυθιστορήματα ή και ποιήματα που εκδίδονται αφειδώς. Σήμερα μάλιστα που το γενικό μορφωτικό επίπεδο θεωρείται πως έχει «ανέβει», οι δε επιστήμες ασκούνται συνεχώς σε «διαδραστικά» πεδία, όπου η λογοτεχνία έχει την τιμητική της, είναι απορίας άξιο πώς τέτοιες σοβαρές εκδόσεις δεν τυγχάνουν του ίδιου αναγνωστικού ενδιαφέροντος με τα μυθιστορήματα, τουλάχιστον μεταξύ των κοινωνικών κατηγοριών των πανεπιστημιακών και των διαδακτορούχων, οι οποίες είναι πλέον πολυπληθείς.
Εκτός κι αν η λογοτεχνία, μαζί με τη θεωρία της, δηλαδή ως τέχνη, δεν αφορά παρά εκείνους τους ελάχιστους που αφορούσε πάντα... Άλλωστε, όπως σημειώνει ο Μάνος Στεφανίδης, «τέχνη είναι το σκοτεινό και άγριο πράγμα που έχει ελάχιστη ή μηδαμινή σχέση με την ‘καλαισθησία’. Η καλαισθησία διευθετεί, η τέχνη ανατρέπει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: