ΤΩΝ ΑΝΤΩΝΗ ΜΩΥΣΙΔΗ ΚΑΙ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
ΝΤΑΦΛΟΥ
Το ζεύγος Ρόζενμπεργκ
στην ηλεκτρική καρέκλα, 1953
Τέμπερα σε χαρτόνι, 24 ×
35,5 εκ.
© για τη φωτογραφία: Ιωάννα
Μωραΐτη
|
Θεωρείται πια κοινότοπο να αναφέρεται
κανείς στην οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων και στις επιπτώσεις της στην
ελληνική οικονομία και κοινωνία και φυσικά στα επιμέρους συστατικά της στοιχεία
όπως είναι και η Τοπική Αυτοδιοίκηση (Τ.Α.). Σε μια πρώτη ανάγνωση των
επιπτώσεων αυτών, οι άμεσα ορατές εικόνες τόσο στην αγορά όσο και στην κοινωνία
της ανεργίας και της φτώχειας λειτουργούν ως αδιάψευστοι μάρτυρες. Αυτές όμως που δε φαίνονται και δε συλλαμβάνονται
στην πρώτη αυτή προσέγγιση είναι οι μεσομακροπρόθεσμες αποδιαρθρωτικές της συνέπειες
στις δομές και τη λειτουργία της κοινωνίας. Συνέπειες που μελλοντικά θα
αποδειχθούν, πιθανότατα, ως οι πλέον οδυνηρές, Η αλλοίωση π.χ. του κοινωνικού ιστού, η
ακύρωση, στην ουσία τους, των εννοιών της «κοινωνικής συνοχής», της συλλογικής
σύλληψης και διευθέτησης των κοινωνικών προβλημάτων, η συρρίκνωση της θεσμικά
οργανωμένης κοινωνικής πολιτικής και η εδραίωση της μετατόπισης από τη «συλλογική ηθική ευθύνη» στην,
φιλελεύθερης λογικής, «εξατομικευμένη» ή «οικογενειακή» «σωτηρία» των πολιτών προοιωνίζουν,
με τα σωρευτικά τους αποτελέσματα, μια ριζική αλλαγή στην αξιακή σύσταση της
κοινωνίας και άρα μια τελείως διαφορετική κοινωνία από τη μέχρι σήμερα γνωστή
μας. Στο πλαίσιο αυτό η σημερινή κρίση αναδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία της Τ.Α.
ως πηγής πρωτογενούς εκπροσώπησης των πολιτών και ως θεσμικού φορέα οργάνωσης
του «τόπου», ενώ από την άλλη προβάλλει τις δυνατότητες αλλά και τους
περιορισμούς της. Από τη μια πλευρά ως πρωτοβάθμια εξουσιαστική έκφραση στο
μικροτοπικό επίπεδο και ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της την μετατρέπουν σε προνομιακό
πεδίο άμεσης προσφυγής των ανήμπορων πολιτών ενώ από την άλλη «αναβαθμίζουν»
την υποχρέωσή της για στήριξη της κοινωνίας που αποδιαρθρώνεται.
Μια υποχρέωση
που προκύπτει από την ανάγκη υποκατάστασης του μεταπολεμικού Κράτους Πρόνοιας
που συρρικνώνεται. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται μια βασική ιδιοτυπία της
σημερινής ΤΑ στην Ελλάδα η οποία συνίσταται σε μια μεταβατική διαδικασία διττού
χαρακτήρα στην οποία βρίσκεται. Ο διττός
αυτός χαρακτήρας έγκειται στην ιδιαίτερα δυσμενή συγκυρία της σύμπτωσης της
ριζικής διοικητικής μεταρρύθμισης(Νόμος «Καλλικράτης») κατά την οποία καλείται
να επωμισθεί πολύ σημαντικές αρμοδιότητες του Κεντρικού Κράτους και στο πεδίο
της Κοινωνικής Πολιτικής, με τους βαρείς, όμως, όρους που επιβάλλουν οι
οικονομικές και εργασιακές επιπτώσεις της κρίσης και των μνημονίων(πολύ μεγάλη
περικοπή των κρατικών πόρων (ΚΑΠ) και των λοιπών ή δυνητικών εσόδων από μια
πτωχευμένη κοινωνία, συρρίκνωση του προσωπικού κλπ.). Αποκτά, δηλαδή, η ΤΑ μια συνεχώς
μεγαλύτερη διαχειριστική ευθύνη χωρίς να είναι
έτοιμη και χωρίς την υλική-λειτουργική της θεμελίωση, το επαρκές, δηλαδή,
οικονομικό υπόβαθρο.
Στο πλαίσιο αυτό
και όπως προκύπτει από πρώτες έρευνες, η κρίση αυτή αλλάζει με ριζικά τους
όρους και τις προϋποθέσεις οργάνωσης και άσκησης της Κοινωνικής Πολιτικής. Έτσι,
με πρόσχημα ή και λόγω των πολιτικών και των οικονομιών της εγγύτητας, υποχρεούνται
οι φορείς της πρωτοβάθμιας, κατά
πρώτο λόγο, ΤΑ
να επωμιστούν τον τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο των μεγάλων
οικονομικών και κοινωνικών χασμάτων καθώς υποχρεούνται σε σκληρές επιλογές και
συμβιβασμούς, ατομικούς και συλλογικούς, σε μια απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης
της στοιχειώδους κοινωνικής συνοχής με όλο και λιγότερα μέσα και εργαλεία. Κατ’
ουσίαν, καλούνται, ως τοπικές διοικήσεις και καθημερινοί και «κατά πρόσωπο»
άμεσοι αποδέκτες της κοινωνικής ανημπόριας και δυσαρέσκειας, να λειτουργήσουν ως
δυνητικοί σταθεροποιητές στη διαδικασία άμβλυνσης
των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης. Κι όλο αυτό υπό τη σκιά της αυξανόμενης
απόσυρσης της Κεντρικής Διοίκησης από την οργάνωση και άσκηση της Κοινωνικής
Πολιτικής. Οι πιέσεις των πολιτών, σε
συνάρτηση με τη διαρκή αύξηση του αριθμού των ευπαθών ομάδων της κοινωνίας, δεν
αναμένεται να είναι προσωρινές. Η διαδικασία αυτή θα βαραίνει προοδευτικά
εξαιτίας των οικονομικών, δημογραφικών και εργασιακών πιέσεων που προκύπτουν ως
συνέπειες της κρίσης.
Στο δυσμενές
αυτό περιβάλλον και παρόλη αλλά και εξαιτίας της οικονομικής κρίσης επισημαίνονται
δύο σημαντικές αχτίδες φωτός ως απάντηση στις σαρωτικές αλλαγές των μνημονιακών
«μεταρρυθμίσεων». Η μία αφορά στην αξιοπρόσεκτη προσπάθεια των Δήμων με
πρωτοβουλίες και υιοθέτηση καινοτόμων δράσεων να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες
ανάγκες των πολιτών τους και η άλλη στην αφύπνιση και πρωτόγνωρη για την Ελλάδα
στράτευση της Κοινωνίας των Πολιτών που μέσα από μια πληθώρα κινηματικών πρωτοβουλιών,
φορέων και άτυπων θεσμών προβάλλουν τις έννοιες του εθελοντισμού και της
κοινωνικής αλληλεγγύης. Ο εθελοντισμός αποτελεί ασφαλώς ενισχυτικό παράγοντα
στην αντιστάθμιση των απωλειών/απουσιών του επίσημου τομέα, δεν υποκαθιστά όμως
την αναγκαιότητα και πρωτοκαθεδρία των σταθερών πλαισίων στη επίσημη και
θεσμική ρύθμιση των ζητημάτων της κοινωνικής πολιτικής.
Σε ό,τι αφορά
στο μέλλον είναι ασφαλώς δύσκολο να προβλέψει ή να προδικάσει κανείς
οποιαδήποτε εξέλιξη. Ο αντίκτυπος της κρίσης δοκιμάζει τις οικονομικές αλλά και
τις ηθικές αντοχές των φορέων της Τ. Α., καθώς εξαναγκάζονται, εξαιτίας των
περιοριστικών μέτρων, να επιχειρούν μονάχα προσπάθειες με οφέλη μεγάλης
ακρίβειας και εστιασμένων ωφελούμενων, επιλέγοντας κάποιες κοινωνικές ομάδες
και αποκλείοντας άλλες. Η, κατ’ ανάγκην,
αυτή επιλογή αλλοιώνει την εικόνα και την έννοια της «ενιαίας πολιτείας». Σε
συνάρτηση δε με την αλματώδη αύξηση των υποχρεώσεων της απέναντι στη φτώχεια
και την εκπεφρασμένη ανάγκη των πολιτών για βασικά είδη και ανάγκες, η
κοινωνική αυτή κατάτμηση μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη κάθε είδους
αντιδημοκρατικών πολιτικών και κοινωνικών θεσμών.
Το κεντρικό ζητούμενο της Τοπικής
Αυτοδιοίκησης ως προς τη δυνατότητα που οφείλει να έχει και να επιτελεί ή και
να υπερβαίνει το ρόλο της ως πόλης-«αρωγός», προσκρούει συχνά στην θεσμική
αδυναμία της που συνίσταται στο ότι οι ελληνικοί δήμοι δεν είναι ακόμα πολιτικές
οντότητες απελευθερωμένες από τον πολύμορφο και σφιχτό εναγκαλισμό της
Κεντρικής Πολιτείας.
Παρ’ όλα αυτά, ως δημόσιες τοπικές οντότητες
οφείλουν να υπηρετήσουν την κοινωνική συνοχή των κοινοτήτων τους. Η
διακυβέρνηση των τοπικών τους υποθέσεων οφείλει να έχει ως άμεσο, απώτερο κι
ουσιαστικότερο στόχο τη διατήρηση των βασικών θεμελιακών δικαιωμάτων των
πολιτών για ευημερία, αξιοπρέπεια και ασφάλεια.
Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η
κρίση προσφέρει στην ΤΑ την ευκαιρία όχι μόνο για μια απλή, έστω και δύσκολη, προσαρμογή στη
θλιβερή οικονομική συγκυρία, αλλά και για
μια ανάπτυξη ενός ευρέως φάσματος εναλλακτικών πολιτικών και νέων σχεδιασμών
άσκησης Κοινωνικής Πολιτικής σε πολύμορφη συμπόρευση και με τα κινήματα των
πολιτών.
Ο
Αντώνης Μωυσίδης Αντώνης διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου και η Αικατερίνη Ντάφλου είναι υποψ. δρ στο ίδιο
Τμήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου