5/4/14

Μαρτυρία εξορίας

Με 19 επιστολικά δελτάρια από την Ικαρία

Προδημοσίευση από την Εισαγωγή στο βιβλίο του Βάσου Κουτσογιαννόπουλου, εκδόσεις Βιβλιόραμα

     Εδουάρδος Σακαγιάν, Η μητέρα μου διαβάζοντας στον καθρέφτη, λάδι σε καμβά, 1987

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

Εξήντα πέντε χρόνια μετά, ένας εξόριστος γράφει. Αποσπασματικά, θέλοντας να αφηγηθεί «διάφορες μικρές ιστοριούλες και στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή στην εξορία»: στην περίπτωση της ζωής στην Ικαρία, μια εικονική εκτέλεση, έναν ξυλοδαρμό, μια ομαδική συχνοουρία, χαρακτηριστικά ανθρώπων, πρωτάκουστες λέξεις και φράσεις που θυμάται ακόμα, μετά από δεκαετίες, «εκδρομές», κουσούρια, καζούρες, φάρσες, την αγωνία για το τότε μέλλον - του πολέμου και το ατομικό. Δεν επικεντρώνεται σε γεγονότα «αποφασιστικής» σημασίας, για την Ελλάδα, το κίνημα ή τον κόσμο. Κι όμως, η ιστορική σημασία της μαρτυρίας του είναι έτσι πιο σημαντική: μιλά με την εμπειρία χιλιάδων ατόμων, μιλώντας για τον εαυτό του. Εκθέτει την προσωπική του εμπειρία, τις σχέσεις του με τους συνεξόριστους, αφηγείται την καθημερινότητα. Με το φίλτρο των εξήμισι δεκαετιών που μεσολάβησαν, και που, παρόλα αυτά, τον ανακαλούν ακόμα εκεί. Τα γεγονότα που παρήγαγαν την υποκειμενικότητά του επιστρέφουν ακόμα, όχι ίδια βέβαια, αλλά επεξεργασμένα από την απόσταση των χρόνων, από τη διαφορά μεταξύ της εφηβείας και του γήρατος. Αυτός που έζησε κι αυτός που γράφει δεν είναι ακριβώς ο ίδιος εαυτός. Και η ανάκληση, διά της γραφής, και άρα διά της επιλογής και της αναπλαισίωσης, παράγει άλλη μία διαφορά.

Φυσικά, δεν πρόκειται για μια «πιστή απόδοση» συμβάντων, αλλά για το προϊόν της θέλησης του συγγραφέα να δώσει κάποιο συνεκτικό νόημα σε μια περίοδο της ζωής του (και ίσως, δι' αυτής, στο σύνολό της). Η αφήγηση βασίζεται στη λειτουργία της μνήμης και της φαντασίας, και άρα είναι επιλεκτική και συνθετική. Δεν κατασκευάζεται μόνο από τις αναμνήσεις, αλλά και από την επιθυμία να παρουσιαστεί ο εαυτός με συγκεκριμένους τρόπους σε ένα κοινό, σε κάποιον πραγματικό ή διά της φαντασίας συγκροτημένο «άλλον». Πρόκειται, δηλαδή, για μια παραγωγή η οποία προϋποθέτει (όπως και κάθε κείμενο που προορίζεται για δημοσιοποίηση) μια διαλογική σχέση.
Δίπλα στο σημερινό απομνημόνευμα, ο συγγραφέας τοποθετεί τα γραπτά τεκμήρια εκείνης της περιόδου: επιστολικά δελτάρια, σταλμένα από την εξορία. Ήδη, διά της παράθεσής τους, ο αναγνώστης βρίσκεται ενώπιον μιας άλλης διαφοράς, άλλου τύπου όμως. Τα δελτάρια απευθύνονται σε συγκεκριμένους αναγνώστες: όχι μόνο σε οικεία πρόσωπα (και άρα περιέχουν προσωπικούς κώδικες, οι οποίοι μπορούσαν να αποκρυπτογραφηθούν, τότε, από τους προνομιακούς «συνομιλητές» του) αλλά και στους λογοκριτές. Αυτό το διπλό φίλτρο οφείλει να γίνει κατανοητό από τον σημερινό αναγνώστη, η γραφή πρέπει να τεθεί υπό μια άλλου είδους βάσανο, για να ξετυλίξει όψεις της που ειδάλλως θα περάσουν απαρατήρητες. Αυτή η «δεύτερη» αφήγηση (πρώτη, χρονολογικά) έχει υποστεί την αυτολογοκρισία του εγκλεισμού.
 Ο βιαστικός αναγνώστης θα μπορούσε να συγκρίνει τα δύο κείμενα, τόσο μεταξύ τους όσο και με την, όποια, συσσωρευμένη πρότερη γνώση του περί του αντικειμένου, με τα πορίσματα της ιστορικής πειθαρχίας, ίσως, για να παράξει μια νέα γνώση. Όμως, η σύγκριση θα μπορούσε να αποβεί άγονη, να ξεστρατίσει εντέλει. Αν τοποθετήσουμε δίπλα δίπλα τις δύο (χρονολογικά, αλλά και ειδολογικά) διαφορετικές αφηγήσεις για την καθημερινότητα της εξορίας, θα διαπιστώσουμε, σχετικά εύκολα, ότι, ακόμα και στα σημεία που αφηγούνται τα ίδια περιστατικά, διαφέρουν.
Προκύπτουν, λοιπόν, δύο ερωτήματα. Καταρχάς, πού οφείλεται αυτή η διαφορά; Είναι τα χρόνια που πέρασαν, και απάλυναν τις κακουχίες του εκτοπισμού; Διότι, αν προσέξουμε, οι επιστολές περιγράφουν μια κατάσταση περισσότερο ζοφερή από το τωρινό μας απομνημόνευμα, παρά την (αυτο)λογοκρισία. Συγκεκριμένα, περιγράφουν τις ελλείψεις σε καθημερινά αγαθά και τις κακουχίες εκείνες οι οποίες είναι τόσο αυτονόητες και συνηθισμένες (για τον επιστολογράφο, αλλά και για τον λογοκριτή), ώστε να γράφονται δίχως δεύτερες σκέψεις. Είναι ευνόητο, βέβαια, ότι κάποια περιστατικά που βρίσκουμε στο απομνημόνευμα αποσιωπούνται: όχι μόνο επειδή οι επιστολές έχουν γραφτεί με τρόπο ώστε να περάσουν από τη λογοκρισία, αλλά και επειδή υφέρπει μια διάθεση εφησυχασμού των οικείων, ως προς τις συνθήκες διαβίωσης.
Η σημαντικότερη διαφορά βρίσκεται, όμως, στη σκοπιά: το σύγχρονό μας απομνημόνευμα αποτελεί περισσότερο μια αποσπασματική αφήγηση ενηλικίωσης, έναν επιλεκτικό διάλογο με το παρελθόν. Η αφήγηση των επιστολών, αντίθετα, είναι ο έφηβος που προσπαθεί να καθησυχάσει, να πληροφορήσει, να συνεχίσει την επικοινωνία με το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον. Να χαλάσει, με λίγα λόγια, το σχέδιο του καθεστώτος, το οποίο ήταν η απομόνωση και η διακοπή του δεσμού με την προηγούμενη κοινωνική ένταξη του εκτοπισμένου. Αυτό βέβαια ισχύει για την Ικαρία, διότι στην περίπτωση της Μακρονήσου η ρήξη με το παρελθόν όφειλε να είναι κάθετη και μόνιμη. Όταν λέμε σκοπιά, εννοούμε μια διαφορετική διαλογική σχέση. Ο σημερινός Βάσος Κουτσογιαννόπουλος, αφηγούμενος σε διαφορετικούς αναγνώστες, ξαναγράφει εκείνα τα χρόνια, ο έφηβος Βάσος Κουτσογιαννόπουλος γράφοντας, τότε, στους οικείους του, κατά κάποιον τρόπο ενηλικιώνεται.
Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει από τις δύο αφηγήσεις αφορά περισσότερο τον ιστορικό. Ποια από τις δύο είναι πιο «αληθής» ή πιο «έγκυρη»; Το ερώτημα αυτό, βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι άτοπο. Όχι μόνο γιατί προέρχεται από μια «παραδοσιακή», συμβαντολογική ιστοριογραφία, αλλά γιατί δεν αντιλαμβάνεται το ενιαίο του εγχειρήματος. Ο Κουτσογιαννόπουλος, διά της παράθεσης των δύο αφηγήσεων, εκ των πραγμάτων μας οδηγεί σε μια τρίτη, η οποία περιέχει και τις άλλες δύο. Και με αυτό τον τρόπο, έχει ήδη απαντήσει πριν τεθεί η ερώτηση. Ο ιστορικός, λοιπόν, που θα ενδιαφερόταν για τις συνθήκες της εξορίας, μελετώντας την πρώτη, θα έβρισκε μια αφήγηση συγχρονική των γεγονότων. Θα έπρεπε πρώτα να αντιμετωπίσει το όριο της αυτολογοκρισίας του έφηβου Κουτσογιαννόπουλου. Έπειτα, θα κατευθυνόταν στο απομνημόνευμα. Σε αυτό, παράλληλα με τις επιστολές, οι οποίες είχαν κάποτε μια πολύ συγκεκριμένη χρησιμότητα (κι έναν εκ των πραγμάτων περιορισμένο χώρο - μια κάρτα), περιέχονται «αδιόρατες» λεπτομέρειες, συμβάντα τα οποία προσπαθεί να διασώσει ο συγγραφέας, θεωρώντας ότι μιλά υποκειμενικά, πως αφηγείται μόνο τη δική του, προσωπική ιστορία. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι η μικροκοινωνία των εκτοπισμένων που μιλά. Κι εκεί ο ιστορικός θα έβρισκε κάτι πέραν του αληθούς των συμβάντων: ίχνη μιας πολιτισμικής κοινής, η οποία τείνει πια να εξαφανισθεί.
Παρά τις περί του αντιθέτου μαρτυρίες, και η πολιτισμική κοινή της ικαριακής κοινωνίας τείνει να εξαφανισθεί πια κι αυτή. Τι θα μπορούσε να προστεθεί μετά από αυτές τις δύο αφηγήσεις; Εφόσον διαθέτουν μια αυτοτέλεια, θεωρήσαμε σκόπιμο να προσθέσουμε εδώ λίγες πληροφορίες μόνο, για την Ικαρία της εποχής εκείνης. Γιατί στην Ικαρία «επιστρέφει», τελικά, κι ο ίδιος ο συγγραφέας, αφηγούμενος μάλιστα τις επιστροφές του, και το αντάμωμα με οικεία πρόσωπα και τόπους, αλλά κι επειδή για την Ικαρία λίγα έχουν γραφεί, σε αντίθεση με τη δεύτερη στάση της εξορίας του Κουτσογιαννόπουλου, την Μακρόνησο. Ας διαβαστούν, αυτές οι καταληκτήριες παράγραφοι, ως ένα συμπλήρωμα στην «οργάνωση της μνήμης», δηλαδή σ’ αυτό το ιδιότυπο ιντερλούδιο που θέτει ο πρώην εξόριστος μεταξύ των περιγραφών των δύο τόπων του εκτοπισμού του, παρατείνοντας έτσι, κατά κάποιον τρόπο, τη διαμονή της μνήμης του στην Ικαρία.
Το 1947-1948 υπολογίζεται ότι στην Ικαρία η αναλογία ντόπιων και εκτοπισμένων ήταν 3 προς 1. Οι εξόριστοι προσέγγιζαν με πολεμικά πλοία τα δύο λιμάνια του νησιού, τον Άγιο Κήρυκο και τον Εύδηλο, όπου διαμετακομίζονταν στην ξηρά με βάρκες και καΐκια, μιας που το νησί δεν διέθετε κατάλληλο λιμάνι για μεγάλα πλοία. Έπειτα, τους παραλάμβανε η χωροφυλακή, τους φακέλωνε και τους έστελνε σε διάφορα χωριά, όπου θα παρέμεναν. Όπως γίνεται ευνόητο, από την αναλογία εξορίστων και ικαριωτών, η διασπορά γινόταν στο σύνολο, σχεδόν, του νησιού, το οποίο ήταν πάντοτε αραιοκατοικημένο, αλλά μετά το μαζικό κύμα μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ, των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, πολλά οικήματα ήταν ακατοίκητα.
 Στο νησί δεν υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως αλλού. Οι εξόριστοι καλούνταν να φροντίσουν μόνοι τους τα της κατοικίας τους, την οποία αποτελούσε συνήθως ένας στάβλος ή κάποιο εγκαταλελειμμένο οίκημα.
Οι κάτοικοι τούς περιέθαλψαν και τους φιλοξένησαν στα σπίτια τους. Οι εξόριστοι, με τη σειρά τους, βοηθούσαν κι εκείνοι όπως μπορούσαν τους ανθρώπους του νησιού. Εργάζονταν κοντά τους, στα ζώα και τα κτήματα, αλλά οργάνωναν και θεατρικές παραστάσεις, μουσικές βραδιές, έψελναν στις εκκλησίες.
Σύμφωνα με μια μαρτυρία, «στον Ξυλοσύρτη βρίσκεται ο μοναδικός νερόμυλος της Ικαρίας με δύο καμάρες. Τον έχτισαν εξόριστοι. Στο Χρυσόστομο οι εξόριστοι έφτιαξαν το μόλο, στο δρόμο δίπλα στο γιαλό. Στο Μαυράτο επισκεύασαν τις πλύστρες. Στην Αράθουσα, ειδικοί μαστόροι κατάφεραν να φέρουν νερό στην κεντρική πλατεία. Στις Ράχες επισκεύασαν το δρόμο προς τον Αρμενιστή. Εξόριστος γεωπόνος, από τον Πόντο, ήταν εκείνος που έμαθε τους ντόπιους να καλλιεργούν πατάτες με νέα μέθοδο. Ήταν πολλοί οι εξόριστοι καθηγητές, οι δάσκαλοι που βοήθησαν τα παιδιά στο σχολείο. Που δίδαξαν μαθητές σε απομακρυσμένες περιοχές που δεν είχαν πρόσβαση σε σχολεία. Που στήριξαν πολλούς μαθητές στην προετοιμασία τους για το πανεπιστήμιο» [1].
Η ανέφελη συμβίωση ικαριωτών και εξορίστων, η οποία προκαλεί ακόμα και σήμερα ευχάριστες αναμνήσεις και διαρκή προσκυνήματα, οφείλεται όχι βέβαια σε κάποια ιδιαίτερη «ψυχοσύνθεση» των ικαριωτών, αλλά σε δύο στοιχεία, εκ των οποίων το δεύτερο συνήθως παραγνωρίζεται. Η απομόνωση και η απόσταση, σε συνδυασμό με το άγονο έδαφος του νησιού, διαμόρφωσε μια κοινωνική συνθήκη η οποία ανέκαθεν βασιζόταν στην αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της κοινότητας, την αλληλοβοήθεια, τον αντιπραγματισμό. Από την άλλη μεριά, όμως, το «περίκλειστο» της κοινότητας οδηγεί σε μια αποσιώπηση, όταν τα μέλη της έρχονται σε επαφή με τους «εκτός», των εσωτερικών διχασμών.
Το ότι οι «κάτοικοι», γενικά, συνυπήρξαν με τους εξόριστους, είναι αληθές. Αποκρύβει, όμως, μια κρίσιμη, εσωτερική διαφοροποίηση. Διότι, μεταξύ των ικαριωτών υπήρχαν και αρκετοί αριστεροί. Οι οποίοι δεν συμβίωσαν, απλώς.
Η Ικαρία δεν περίμενε την έλευση των εξορίστων, το 1946, για να γνωρίσει τις αριστερές ιδέες. Διέθετε, ήδη από τη δεκαετία του 1920, αριστερό κίνημα. Οι ιδέες, μάλιστα, δεν προήλθαν από την Αθήνα ή από κάποιο κοντινό νησί, αλλά από την Αμερική, μέσω επαναπατρισθέντων μεταναστών.
Για την περίοδο που μας απασχολεί εδώ, οφείλουμε να πούμε λίγα πράγματα παραπάνω. Το καλοκαίρι του 1947, σε μυστική σύσκεψη στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Αγροτικού Κόμματος και της ΕΠΟΝ, συγκροτήθηκε διακομματική επιτροπή ως ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο του ικαριώτικου κινήματος και πάρθηκαν αποφάσεις, που αφορούσαν τις σχέσεις με τους εξόριστους, τη φύλαξη του παράνομου μηχανισμού και την έκδοση της παράνομης, πια, εφημερίδας του τοπικού     ΕΑΜ, της «Νέας Ικαρίας». Λίγο αργότερα πάρθηκε η απόφαση για παθητική ένοπλη αυτοάμυνα, μια που η γεωγραφία αλλά και οι δυνάμεις του νησιού έκαναν τη δημιουργία αντάρτικου μια υπόθεση εξαρχής αποκλεισμένη.
Οι αντάρτες της Ικαρίας βοήθησαν με τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ στην απόδραση εκατό περίπου εξορίστων, που έμειναν μαζί τους ή φυγαδεύτηκαν στην Αθήνα, στην Σάμο και αλλού. Κατόρθωναν, εξάλλου, με μικρά πλωτά μέσα να σπάζουν τον κλοιό των καταδρομικών και των αντιτορπιλικών και να διατηρούν τακτική επικοινωνία με την Σάμο και την Αθήνα. Κατάφεραν, μάλιστα, να μεταφέρουν ικαριώτες και εξόριστους στην Σάμο, για ένταξή τους στον εκεί Δημοκρατικό Στρατό, και πολλούς τραυματίες από την Σάμο για θεραπεία στην Ικαρία.
Μετά την καταστροφή του Δημοκρατικού Στρατού στην Σάμο, ο κυβερνητικός στρατός ετοιμάστηκε να στραφεί κατά των ανταρτών της Ικαρίας, αφού προηγούμενα συνέλαβε όλους τους συγγενείς τους και συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους της ορεινής περιοχής σε παραθαλάσσια κέντρα. Ο γραμματέας της τοπικής κομματικής οργάνωσης Χρήστος Μαυρογιώργης, ενεργώντας αυτόβουλα, παράγγειλε τότε στους αντάρτες να παραδώσουν μεμονωμένα τον οπλισμό τους ως αυθορμήτως παρουσιασθέντες. Εννιά μαχητές του ΔΣ Ικαρίας αρνήθηκαν να παραδοθούν και παρέμειναν καταδιωκόμενοι στο νησί μέχρι το 1955.
Ο Βάσος Κουτσογιαννόπουλος παραθέτει τα ονόματα των φυματικών εξόριστων που πέθαναν στο μοναστήρι του Μουντέ. Εμείς, ας κλείσουμε παραθέτοντας τα ονόματα αυτών των εννιά μαχητών που δεν παραδόθηκαν: οι Γιάννης Τσερμέγκας, Φίλιππος Μαυρίκης, Ευστράτιος Τσαμπής, Στέφανος Παπαγεωργάκης, Αντώνης Καλαμπόγιας, Κώστας Λίτσας, Δημήτρης Μπάφας, Χαράλαμπος Γκότζιος κατόρθωσαν να επιζήσουν και να καταφύγουν, τελικά, στις σοσιαλιστικές χώρες, ενώ ο Βασίλειος Φρουζές πήγε στον Βόλο απ' όπου καταγόταν και δούλεψε στην παρανομία.



1.  Οι ιστορικές μαρτυρίες προέρχονται από το συνέδριο «Το πολιτιστικό ταξίδι των εξορίστων στο Αιγαίο», το οποίο πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2012 στον Εύδηλο της Ικαρίας, μετά από πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Ευδήλου (ΠΟΔΕ).


Δεν υπάρχουν σχόλια: