ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ, Λεξικό αναμνήσεων,
Εκδόσεις Μελάνι, σελ. 215
Η περιώνυμη
δήλωση των Βουδιστών «itthattāyāti pajā nāti», δηλαδή «αυτός εδώ ο κόσμος δεν
υφίσταται», με την οποία συμφωνεί, μεταξύ άλλων, και ο Ουάλας Στήβενς,
διακηρύσσοντας, ότι «η πραγματικότητα είναι ένα κενό», φαίνεται ότι βρίσκεται
στη βάση του διαβήματος του Γιώργου Χουλιάρα να γεμίσει κατεπειγόντως τη ζωή
του, αλλά και τη δική μας με κάτι. Ο
περιώνυμος φόβος του χαοτικού κενού των Ελεατών διαπερνά το κείμενο. Κι επειδή
είμαστε αυτό ακριβώς, το οποίο τόσο πολύ επιθυμούμε, όπως διατείνεται ο Ζακ
Λακάν, το κάτι μεγεθύνεται προοδευτικά - με εμφανώς καλώς συγκερασμένο τρόπο -
σε λατρευτικό Άπαν. Ό, τι ακριβώς ο συγγραφέας τολμά να διανοηθεί να καταχωρίσει,
οίκοθεν νοείται κατ’ οικονομίαν, στις διακόσιες πυκνογραμμένες σελίδες του Λεξικού αναμνήσεων, υποδειγματικά
φροντισμένου από τον μαιτρ του είδους, ποιητή Δημήτρη Καλοκύρη. Αν και μπορεί
να διαβαστεί σαν λεξικό, το πρωτότυπο και εξόχως συναρπαστικό αυτό έργο συνιστά
πρωτίστως ένα πολλαπλώς διευρυμένο, συνειδητά εξομολογητικό, ημιεπινοημένο Bildungsroman. Πλήρες σοφίας βίου, αναστοχαστικών εμπειριών και
βεβαίως υποδόριου, ανατρεπτικού ενίοτε χιούμορ, όπως θα περίμενε εξ ορισμού ο
έμπειρος αναγνώστης από τον πολυμήχανο, πολύπλαγκτο συγγραφέα, το παρόν βιβλίο
συνιστά επιτομή της συγγραφικής πρότασης του Γιώργου Χουλιάρα, ο οποίος
συγκαταλέγεται, ως γνωστόν, στους αντιπροσωπευτικότερους δημιουργούς της
πολυφωνικής γενιάς του ΄70. Στο βαθμό μάλιστα που «η ποίηση είναι η Μνήμη που
γίνεται εικόνα και η εικόνα που μετατρέπεται σε φωνή», όπως μας υπενθυμίζει ο
Οκτάβιο Πας, το Λεξικό αναμνήσεων απηχεί,
και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό, την ποιητική διάρθρωση της ίδιας της ζωής του
συγγραφέα. Αυτός ο έντονος αυτοβιογραφικός τόνος είναι άλλωστε που δίνει στο
βιβλίο την ισχυρότερη δόση της αίγλης του.
Και σε περίπτωση που η ανίατη ασθένεια του κόσμου, ήτοι η αδολεσχής
αυτοαναφορικότητά του, ενδέχεται να τον οδηγήσει μαθηματικά στο λογικό πέρας
του, το μέτρο του άλλου – αλλού Λόγου θα αντιστέκεται ως το τέλος.
Και σ΄ αυτόν ακριβώς τον Λόγο συμμετέχει εμμέσως πλην σαφώς και το Λεξικό αναμνήσεων με όλη του τη ρηματική ρώμη. Ο ρηξικέλευθος συγγραφέας του, φρονώντας κι αυτός μαζί
με τον Αρθούρο Σοπενχάουερ, ότι «αν η ανθρώπινη φύση δεν ήταν ποταπή, αλλά
απόλυτα έντιμη, θα έπρεπε σε κάθε αντιπαράθεση να αποβλέπουμε μόνο στην αποκάλυψη
της αλήθειας [...] η έμφυτη ματαιοδοξία μας, που είναι ιδιαίτερα εύθικτη όταν
πρόκειται για τη νοητική μας ικανότητα, δεν επιτρέπει να δεχτούμε πως η αρχική
μας τοποθέτηση ήταν εσφαλμένη και ότι η θέση του αντιπάλου μας ήταν σωστή»,
αφήνει συνεχώς περιθώρια υπονόμευσης κάθε πορίσματος, το οποίο ο αναγνώστης θα
μπορούσε ενδεχομένως να εκλάβει ως δογματικό, ρατσιστικό, σεξιστικό,
ανθρωποφοβικό κ.ο.κ. Ο Γ. Χουλιάρας δεν ξεχνά ποτέ δηλαδή ότι, όπως μουρμούριζε
συχνά ένας χρονικογράφος, λίγους μόλις αιώνες πριν, «καθένας από μας οδηγεί τη
σκέψη του μπροστά του, όπως βγάζει περίπατο τον δεμένο σε σχοινί πίθηκο. Όταν
διαβάζεις, έχεις πάντα δύο τέτοιους πιθήκους: έναν δικό σου και έναν ξένο. Ή,
ακόμα χειρότερα, έναν πίθηκο και μια ύαινα. Κανόνισε τι θα δώσεις να φάει ο
ένας και ο άλλος. Γιατί η ύαινα δεν τρώει ό,τι ο πίθηκος…» (βλ. Μίλοραντ
Πάβιτς, Το λεξικό των Χαζάρων,
εκδόσεις Καστανιώτη). Εννοώ εδώ, περαίνοντας, ότι κατάλληλες προτάσεις τελούν
σε εγρήγορση: η «υποκειμενική» θέση είναι πάντα έτοιμη να καταρρεύσει από έναν
αμείλικτο σεισμό «αντικειμενικότητας». Από την άποψη αυτή, ο Γιώργος Χουλιάρας
ανήκει στους αυθεντικότερους απογόνους των σοφιστών μας.
Ο Γιώργος
Βέης είναι ποιητής
Μάριος Σπηλιόπουλος, Old family photo, μικτή τεχνική, 1997
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου