5/4/14

Για το “Ελληνικό” Κεφάλαιο

Κριτική για ένα βιβλίο που δεν έχει γραφτεί ακόμη

ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Γιώργος Λάππας, Κεφάλι
κόκκινο ύφασμα και μέταλλο, 1991
Ποιος από εμάς ξέρει την λίστα των μεγαλύτερων ελληνικών εταιριών; Ποιος γνωρίζει ποιος είναι ο τομέας με τον μεγαλύτερο τζίρο στην χώρα; κι ο όγκος της κίνησης κεφαλαίου προς τα Βαλκάνια την τελευταία εικοσαετία – και σε ποιους τομείς;  Τι επενδυτικές «ανάγκες» καλύπτει η διάλυση θέσεων εργασίας στον χαλυβουργικό ή ναυπηγικό κλάδο; Πώς αναπτύχθηκε ο θεσμός του ΣΕΒ, και ποιοι υπήρξαν οι ιθύνοντες νόες του;
Χρειαζόμαστε ένα ευσύνοπτο βιβλίο βασισμένο σε επιστημονική εργασία αλλά ανοιχτό σε ευρύτερο κοινό, που να απαντά σύντομα και κατατοπιστικά στα παραπάνω -και σε πολλά παρεμφερή- ερωτήματα. Ανάλογες μονογραφίες βέβαια υφίστανται – γραμμένες όμως στον αυστηρά τεχνικό λόγο της οικονομικής επιστήμης, και συχνά αναφερόμενες σε πολύ ειδικές όψεις της ελλαδικής κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης κι οργάνωσης. Όσα θα σημειωθούν παρακάτω αφορούν προφανώς μια μονογραφία που αρύεται από επιστημονική εργασία αλλά ανοίγεται στην ευρύτερη αναγνωστική κλίμακα ενός ειδοποιημένου κοινού.
Το ερώτημα «Τι σημασία έχει η γνώση αυτή;» απαντάται εύκολα, και αυτό θα προσπαθήσω να υποδείξω στο παρόν άρθρο. Μία πρώτη υπόνοια για την επείγουσα σημασία ενός τέτοιου βιβλίου, αφορά βέβαια την σχεδόν ολοκληρωτική απουσία πολιτικών προς την κριτική του μεγάλου κεφαλαίου για την βασική του ευθύνη στην δημιουργία της κρίσης, και (άρα) την φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου για την απάλυνση κάποιων εκ των συνεπειών της κρίσης.

Οι επενδυτικές δραστηριότητες ήδη από τα προπολεμικά χρόνια, αλλά ειδικά από την δεκαετία του '60 και την ανάδειξη της παγκόσμιας πρωτοτυπίας για την χώρα (του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου με την γερακίσια, διεθνή του δραστηριοποίηση και την ωσεί μηδενική του φορολόγηση) έδειχναν προς την κατεύθυνση της γενικευμένης κρίσης – στην διαπλοκή τους με το κράτος και στην χρέωση του ελληνικού δημόσιου με την ιστορική λυπητερή: τον λογαριασμό μέρους του ρίσκου τους. Τούτο αφορά από ενδιαφέρουσες 'λεπτομέρειες',  όπως το μονομερές σπάσιμο του εμπάργκο πετρελαίου από τα 'ελληνικά' τάνκερ του Εμπειρίκου, που άραζαν στο αποκλεισμένο διεθνώς λιμάνι του Durban στην Νότια Αφρική του '80, μέχρι στρατηγικά ολισθήματα όπως η στήριξη Χριστοδουλάκη στα εριοκλωστήρια Λαναρά, πριν ο τελευταίος πάρει τα λεφτά και τρέξει, αφήνοντας την Νάουσα έρημη, στη δεκαετία του '00. Και βέβαια άλλες, ων ουκ έστιν αριθμός.

Ένας Ερευνητικός Πολιτισμός

Πολλές μελέτες λείπουν για την αυτοκατανόησή μας. Ας σημειωθεί και πάλι πως εδώ αναφερόμαστε σε “δημόσιο” επιστημονικογενή λόγο, κι άρα σε μονογραφίες με απεύθυνση εντός αλλά κι εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η σχετική με ένα θέμα σαν το κεφάλαιο γραμματεία δεν μπορεί να εξαντλείται σε ακραιφνώς οικονομικές μελέτες, κατανοητές στους ειδικούς του τομέα μόνο.  Νομίζω, για αυτό τον λόγο, πως λίγα βιβλία λείπουν τόσο εμφατικά για τις ερευνητικές προθέσεις μας και τόσο ενδεικτικά για την κουλτούρα μας, όσο μια επίτομη Ιστορία του "Ελληνικού" Κεφαλαίου.  Εμφατικά για τις προθέσεις μας, διότι η απουσία προσβάσιμου ερευνητικού έργου (επιστημονικά, αλλά και δημοσιογραφικά) δείχνει την αμηχανία μέρους του κοινού, ως προς την θεματική αυτή: μια αμηχανία που έχει κάποτε στοιχεία διπολισμού («θέλω να μάθω»/ «απεχθάνομαι να μάθω»). Κι ενδεικτικά για την κουλτούρα μας διότι, αν υποθέσουμε ότι προνομιακό πεδίο έρευνας με αριστερή/προοδευτική φορά είναι η κατάδειξη των κοινωνικών αντιθέσεων, με κορυφαία βέβαια την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία, τότε μάλλον είμαστε, οι περισσότεροι τέτοιοι ερευνητές, υπεύθυνοι για μεροληψία υπέρ του άλλου πόλου: της εργασίας, και  a fortiori, της “κοινωνίας”. Η μεροληψία αυτή είναι αναμενόμενη – πολιτικά· αλλά είναι και προβληματική – ερευνητικά, όσον αφορά την παραγωγή και διάχυση γνώσης. Ας μου επιτραπεί εδώ ο ανθρωπολογικός νεολογισμός: “ο ερευνητικός πολιτισμός μας”, που περιγράφει αυτή την κουλτούρα.
Ο λόγος είναι πως η έλλειψη ακριβώς αυτή, αφήνει περιθώριο στην ανάπτυξη και την περαιτέρω αναπαραγωγή κυρίαρχων λόγων “του κεφαλαίου” για το κεφάλαιο. Η ιστορική, ιστοριογραφική κι εθνογραφική γραμματεία όψεων της οργανωμένης εργασίας, του συνδικαλισμού, αλλά κι άλλων κοινωνικών κινήσεων στην Ελλάδα, κατέδειξαν κι ανέλυσαν πολλαπλές πτυχές το (ας πούμε κάπως χονδροειδώς), ενός πόλου της μείζονος κοινωνικής αντίθεσης. Ειδικά στον τομέα της (“δημόσιας”) πολιτικής ιστορίας, υπήρξε πρόσφατα και μια σχετική υπογράμμιση της διάστασης ανταγωνισμών που (δεν) λύθηκαν με βίαια μέσα: μια επανεξέταση όψεων της Κατοχής, του Εμφυλίου, κοκ με έντονη δημόσια φορά κι αναφορά. Το ενδιαφέρον των ερευνητών εξαπλώθηκε στην τύχη του κόσμου της (οργανωμένης) εργασίας και της ριζοσπαστικής πολιτικής εντός κι εκτός συνόρων. Κι όλα τούτα υπήρξαν απαραίτητα κι ενδιαφέροντα.
Εκ του αποτελέσματος, πάντως, αναρωτιέται κανείς, όταν υφίστανται όλες αυτές οι φωνές για τους «από [τα] κάτω», γιατί να βασιλεύει μια σχετική αναλυτική σιωπή (επαναλαμβάνω: στον σχετικά “δημόσιο” επιστημονικογενή λόγο) για το ελληνικό κεφάλαιο στην ευρεία του κλίμακα. Την στιγμή που υπάρχουν όλες τούτες οι διαστάσεις, ίσως να εμφιλοχωρεί αντιθετικά, μια διαπραγμάτευση του κεφαλαίου με όρους κατά μείζονα λόγο κάπως άδικα απλοποιητικούς. Τέτοιοι όροι, για την ερευνητική αδιαφορία, θα μπορούσαν να είναι πως, η κεφαλαιοκρατική τάξη (φαίνεται να) παρουσιάζεται: ως ένα ελάχιστο τμήμα της κοινωνίας που δεν ενδιαφέρει τους πολλούς· ως η (κύρια) πτέρυγα της οικονομίας, που έχει κοινά χαρακτηριστικά και διεκδικήσεις, κι άρα ως κάτι «μασίφ», ως μια μη-διαστρωματωμένη τάξη· ως η εκ των πραγμάτων μη τοπικοποιημένη κοινωνική ομάδα. Πολλές ενστάσεις τέτοιου τύπου εγείρονται, ενδεχομένως συγχέοντας το αναλυτικό με το αξιολογικό πεδίο.
    
Ένα Απαραίτητο Βιβλίο

Αντί για μια γενναία προσέγγιση στην ανάπτυξη, εξέλιξη και διαστρωμάτωση του ελληνικού κεφαλαίου, έχουμε, στη δημόσια σφαίρα, την παραγωγή κυρίαρχου και μη-αναλυτικού λόγου γι αυτό. Βιογραφίες πλουσίων από socialites, συνδαιτυμόνες, συμβούλους και επίσημους φίλους, αλλά και κάποιες μελέτες με βιογραφική κλίμακα είναι τα περισσότερα απότοκα της σχετικής «δουλειάς»  που διαθέτουμε, για την κατανόηση των ελλήνων κεφαλαιοκρατών. Τέτοιες εργασίες έχουν συχνά ηρωποιητική ή/και κουτσομπολίστικη διάσταση κι αναφορά, κι ορίζουν τμήμα της σχετικής «γραμματείας». Βρίσκονται βέβαια σε αχανή αντίστιξη με τον σχετικό υφιστάμενο επιστημονικό λόγο, που αποτελείται κυρίως από ακραιφνώς οικονομικές μελέτες: οι σχετικές μονογραφίες, οσοδήποτε ενδιαφέρουσες, συχνά αφορούν ένα ειδικότερο κοινό, ίσως εξοικειωμένο με την ορολογία των οικονομικών, κι αναφέρονται σε ειδικότερες εκφάνσεις κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης του τόπου. Ανάμεσα στον “δημόσιο” παραπάνω “λόγο” και στον εξειδικευμένο οικονομικό λόγο λοιπόν, φαίνεται πως υπάρχει μεγάλος χώρος για ενδιαφέρουσες τομές. 
Ο χρόνος για τις τομές αυτές είναι επίσης καίριος, στην -εμπεδωμένη πλέον- κρίση. Η κεντρική και κυρίαρχη έννοια της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και ήδη από την δεκαετία του '90 ήταν, βέβαια, η “Ανάπτυξη”. Ο εκσυγχρονισμός την διήγειρε και ενθάρρυνε, αλλά και ανδρώθηκε πολιτικά γύρω της και πολιτιστικά πάνω της. Ο εκσυγχρονισμός έγινε, θα λέγαμε, η θεσμική έκφραση της έννοιας “Ανάπτυξη”, και το εκπολιτιστικό (με την έννοια του acculturation) πρόταγμα για την οργάνωση κι εμπέδωσή της. Η Ανάπτυξη των σομόν σελίδων του Βήματος και της Καθημερινής, στο πλαίσιό του, έγινε με ροπή καινούρια και διαφορετική από την παλαιά κεφαλαιοκρατία που συνδέθηκε με το όραμα και την δράση της Δεξιάς, κι ιδίως της καραμανλικής της έκφρασης.
Στον εκσυγχρονισμό είδαμε την, σχεδόν μετασοσιαλιστικού τύπου (αναπτυσσόμενη παράλληλα κι αντίστοιχα με διαδικασίες εκπλουτισμού στην Ανατολική Ευρώπη), γένεση μιας νέας τάξης nouveaux riches, που είδαν την κορύφωσή τους στην Ολυμπιάδα: ανδρώθηκαν γύρω από το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, τις επικοινωνίες, τα μέσα ενημέρωσης, και -βέβαια- την εργολαβία. Το λεξιλόγιό μας εμπλουτίστηκε με λέξεις όπως: Μπόμπολας, Μυτιληναίος και Βωβός – και, λίγο πριν, Κόκκαλης. Παρόμοια, ο πολιτικός μας πολιτισμός θα εμπλουτίζεται συνέχεια με ανάλογες μορφές και δραστηριότητες: κι έχει σημασία εδώ κι η απόσταση μεταξύ ερευνητικών και “καθημερινών” ενδιαφερόντων στην Ελλάδα σήμερα. Μάρτυρας αυτής της απόστασης είναι η διάχυτη ημιδημόσια κουβέντα για την τύχη και τις επιλογές των ελλήνων καπιταλιστών: από ταβέρνες και ταξί μέχρι τις παρυφές των δελτίων ειδήσεων, το τι κάνουν “οι πλούσιοι” ή “οι δυνατοί” αποτελεί, στους ιθαγενείς λόγους περί κρίσης, μόνιμη επωδό.
Κάπως παιγνιωδώς, θα παρατηρούσαμε πως διακρίνει κανείς εδώ, στον ερευνητικό πολιτισμό μας, μια κατά Herzfeld πολιτισμική μυχιότητα: είναι καίρια η απόσταση μεταξύ αυτών που γράφουμε κι εκείνων που βλέπουμε και συζητάμε – μεταξύ όσων υποστηρίζουμε ως επιστήμονες (ή, λιγότερο, ερευνητές δημοσιογράφοι) κι όσων μας απασχολούν καθημερινά. Οι τύχες του ελληνικού κεφαλαίου δεν είναι βέβαια ακριβώς leit motif σε λαϊκούς συνεστιασμούς· είναι όμως μια συχνή παρουσία στην ιδιωτική ζωή των Ελλήνων – και δη την περίοδο του ιστορικά συμπυκνωμένου χρόνου που ζούμε: την περίοδο της κρίσης.
Σε κάθε περίπτωση, λείπει μια μονογραφία γενικής αναφοράς, που να εξηγεί σε ένα ευρύτερο κοινό ζητήματα όπως την σύγχρονη οργάνωση  του κεφαλαιοκρατικού φαινομένου στον ελλαδικό χώρο από έλληνες επενδυτές, την κίνηση κεφαλαίου από επενδύσεις Ελλήνων στο εξωτερικό, κοκ. Ειδικά το δεύτερο είναι απαραίτητο για την κατανόηση ευρύτερων διαδικασιών σε διεθνή κλίμακα, αν σκεφτούμε την βασική ιδιότητα του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Γι αυτούς κι άλλους τέτοιους λόγους, δίπλα στις επιμέρους μονογραφίες που συζητούν ειδικότερες σε χρόνο ή τόπο όψεις του φαινομένου, το άγραφο ακόμη βιβλίο Σύντομη Ιστορία του “Ελληνικού” Κεφαλαίου, θα ήταν απαραίτητο για την βιβλιοθήκη κάθε κοινωνικού επιστήμονα σήμερα. Ο τίτλος είναι βέβαια αμήχανος, όσο το κεφάλαιο “δεν έχει πατρίδα” - αλλά με την ίδια λογική, θα προβλέπαμε πως το βιβλίο δεν θα ενδιέφερε μόνο το ελληνικό κοινό.

Ο Θοδωρής Ρακόπουλος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος. Εργάζεται ως ερευνητής στο πρόγραμμα Human Economy (πανεπιστήμιο της Πρετόρια)

Δεν υπάρχουν σχόλια: