(Με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και
δεν είναι έτσι, των Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Τσακαλώτου, εκδόσεις ΚΨΜ)
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΑΛΛΙΑΝΟΥ
Καθώς συμπληρώνονται πλέον τέσσερα χρόνια εφαρμογής αυστηρής μνημονιακής
πολιτικής από τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις, η αίσθηση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού είναι
ότι η πολιτική αυτή είναι μια κοινωνικά άδικη και αδιέξοδη, αφού οι αιματηρές
θυσίες του κόσμου της μισθωτής εργασίας δεν εγγράφουν καμιά υποθήκη για έξοδο από τον
φαύλο κύκλο της ύφεσης . Η αντίθεση στη μνημονιακή πολιτική μέσω της εκλογικής
προτίμησης στα κόμματα της αριστεράς συνιστά πλέον ένα πλειοψηφικό και εν
δυνάμει ηγεμονικό ρεύμα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας του 2014.
Από την άλλη μεριά, η πολιτική αντίθεση της πλειοψηφίας της κοινωνίας
στα μνημόνια με τη συνακόλουθη
δημοσκοπική άνθηση της αριστεράς δεν συνοδεύεται από μια αντίστοιχη προσχώρηση
του κόσμου της εργασίας στις απόψεις και θεωρίες που προβάλλουν τα κόμματα της
αριστεράς σχετικά με την κρίση. Είναι
χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα, στα πρόθυρα μιας πρωτόγνωρης πολιτικής
ανατροπής, η πλειοψηφία της κοινωνίας αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα της
κρίσης μέσα από ένα κράμα δοξασιών που εν πολλοίς είναι συμβατές, με την
αφήγηση των δημοσιολόγων των ιδιωτικών καναλιών. Σύμφωνα με αυτές τις δοξασίες, η ελληνική
κρίση δεν είναι προϊόν των ακραία νεοφιλελεύθερων λογικών διαχείρισης της ελληνικής
οικονομίας, αλλά μάλλον το αποτέλεσμα
μιας στρέβλωσης που συνίστατο κυρίως στο ότι ένα διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό
επί δεκαετίες πλούτιζε με αθέμιτα μέσα εις βάρος των ταμείων του δημοσίου, προέβαινε
σε αθρόες ρουσφετολογικές προσλήψεις στο δημόσιο, δημιουργώντας ένα
υπερδιογκωμένο και δυσλειτουργικό δημόσιο τομέα, καλλιεργούσε σχέσεις διαπλοκής
με τους ιδιώτες μεγαλοεργολάβους – προμηθευτές του δημοσίου, κλπ. Τα απανωτά σκάνδαλα που σκάνε τα
τελευταία χρόνια, από το Βατοπέδι μέχρι τις μίζες των εξοπλιστικών και τις προμήθειες της Siemens, είναι εδώ για να πιστοποιήσουν
το μέγεθος της αναξιοπιστίας του πολιτικού προσωπικού και την έκταση της
διασπάθισης του δημόσιου χρήματος.
Αντίστοιχα, οι εφαρμοζόμενες μνημονιακές πολιτικές γίνονται αντιληπτές
όχι από την άποψη της δημιουργίας των προϋποθέσεων ανάκαμψης του συνολικού
κύκλου της καπιταλιστικής κερδοφορίας, αλλά μάλλον ως αδιέξοδες πολιτικές που
επιβάλλονται στην προοπτική της συνειδητής φτωχοποίησης της χώρας με σκοπό την
υφαρπαγή του δημόσιου πλούτους της από τους δανειστές της. Και πάλι τα
καθημερινά σήριαλ των «υποχωρήσεων των
κυβερνητικών υπουργών απέναντι στις απαιτήσεις των τροϊκανών» είναι εδώ για να
πιστοποιήσουν το αληθοφανές και αυτού του ερμηνευτικού σχήματος.
Katinka Lampe,
Χωρίς Τίτλο, λάδι σε καμβά, 2004
|
Βέβαια, αυτός ο τρόπος κατανόησης της κρίσης και της ασκούμενης σήμερα
πολιτικής δεν είναι εντελώς ξένος με τις ιδέες που αναπτύσσονται στους κόλπους
της αριστεράς, και μάλιστα από τη διαπίστωση αυτή δεν εξαιρείται καμιά
συνιστώσα της. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ιδίως σε μια συγκυρία
όπου προσεγγίζουν την αριστερά κοινωνικές ομάδες που έζησαν επί χρόνια υπό την
ιδεολογική κυριαρχία του εθνικισμού και
των άλλων ιδεολογικών υποσυνόλων του αστισμού, που αισθάνονται επιφυλάξεις ή
ακόμα και εχθρότητα απέναντι στο αξιακό φορτίο της αριστερής ιδεολογίας. Σε
κάθε περίπτωση, τα κόμματα της αριστεράς δεν χωρίζονται από την κοινωνία με
σινικά τείχη: ακόμα και τα πιο συντηρητικά και αντιδραστικά ιδεολογικά ρεύματα,
κατάλληλα καμουφλαρισμένα, βρίσκουν τον
τρόπο να διεισδύσουν στις γραμμές.
Πρέπει πάντως να πούμε ότι από αυτή την άποψη τα πράγματα δεν είναι
όπως ήταν στα πρώτα βήματα της μνημονιακής εποχής. Θα ήταν μεγάλο λάθος να
μηδενίσουμε το έργο που έχει γίνει. Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν η
αριστερά και κυρίως ο Σύριζα, συναντήθηκε με τον κόσμο της εργασίας σε χιλιάδες
εκδηλώσεις –συζητήσεις ακόμα και στο πιο απομονωμένο σημείο της χώρας, προβάλλοντας
τις δικές της θέσεις απέναντι στον κυρίαρχο μνημονιακό λόγο:
α) η κρίση που μαστίζει την κοινωνία είναι κατά βάση ευρωπαϊκή, αφορά
τον τρόπο που χτίστηκε ο υπερεθνικός σχηματισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
β) η εφαρμοζόμενη πολιτική των μνημονίων χρησιμοποιεί το δημόσιο χρέος
ως εργαλείο για την προώθηση μεταρρυθμίσεων που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα
του κόσμου της εργασίας καθώς μετατοπίζουν τις ισορροπίες των ταξικών
συσχετισμών όχι υπέρ κάποιων ξένων κέντρων, αλλά υπέρ του κεφαλαίου συνολικά.
Αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, μέσα από τις εμπειρίες και τους
αγώνες τους , συνειδητοποιούν πλέον ότι έχουν απέναντί τους ένα σύστημα ταξικής
εξουσίας απέναντι στο οποίο μπορούν να αντιπαραθέσουν μόνο τη δική τους ταξική
αλληλεγγύη.
Σ’ αυτόν τον κοπιώδη αλλά και κρίσιμο αγώνα για την αμφισβήτηση από τη
μεριά της αριστεράς και της κοινωνίας όλων εκείνων των «αυταπόδεικτων»
επιχειρημάτων που προβάλλονται από τα ΜΜΕ και τους καθεστωτικούς διανοούμενους
ως αίτια της ελληνικής κρίσης, για την κατάκτηση επομένως μιας ηγεμονίας της
αριστεράς και στο επίπεδο των ιδεών, πέρα από αυτό της εκλογικής επιρροής, ήταν
ιδιαίτερα σημαντική η συμβολή του βιβλίου «22 πράγματα που μας λένε για την
κρίση και δεν είναι έτσι» (εκδόσεις ΚΨΜ) των Χ. Λάσκου και Ε. Τσακαλώτου, που
κυκλοφόρησε λίγο μετά τις εκλογές του 2012 και που πρόσφατα γνώρισε μια δεύτερη
έκδοση.
Οι Λάσκος και Τσακαλώτος χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα στατιστικά
στοιχεία, ανασκευάζουν ένα προς ένα, μια σειρά από
κοινότοπα και «αυταπόδεικτα» mainstream επιχειρήματα σχετικά με την ελληνική κοινωνία και τη
σημερινή κρίση. Όπως εξηγούν, πρόκειται στην ουσία για επιλεκτικές προσεγγίσεις
της πραγματικότητας που εστιάζουν σε κάποιες δευτερεύουσες όψεις της
προκειμένου να προβάλουν ως αυταπόδεικτη την ανάγκη υποστήριξης του
«εκσυγχρονιστικού» πολιτικού σχεδίου που επιχειρήθηκε την περίοδο πρωθυπουργίας
Σημίτη με τη γνωστή άδοξη κατάληξη. Σταχυολογούμε μερικά από αυτά, προχωρώντας σε
κάποιες θεμιτές ομαδοποιήσεις:
- Η ελληνική κοινωνία είναι μια υπανάπτυκτη
οικονομικά και τεχνολογικά κοινωνία, με μηδενική σχεδόν βιομηχανική παραγωγή,
και ανύπαρκτη εργατική τάξη, που καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα παράγει.
- Η περίοδος της μεταπολίτευσης ήταν καταστροφική
για τη χώρα λόγω του ότι στα χρόνια αυτά κυριάρχησε η αριστερή ιδεολογία, υπό
τη σκέπη της οποίας αναπτύχθηκαν οι συντεχνίες, και καλλιεργήθηκε μια κουλτούρα
διάχυτης βίας και ανομίας.
- Παράλληλα, στο διάστημα αυτό αποκαλύφθηκε όλο το
μέγεθος της διαφθοράς και της κακοδαιμονίας του δημόσιου τομέα που συνθλίβει
την όποια καινοτόμο επενδυτική πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα.
- Όλες αυτές οι προφανείς διαπιστώσεις
δικαιολογούν και συμπυκνώνονται στο
γνωστό εμβληματικό χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως της τελευταίας σοβιετικής
δημοκρατίας, που αποτελεί και το σημείο συνάντησης των νεοφιλελεύθερων κάθε
απόχρωσης, από τους πρωτοπόρους του πασοκικού εκσυγχρονισμού μέχρι τους «ασυμβίβαστους»
οικονομικούς αναλυτές της Καθημερινής και του Σκάι.
Έχει όμως κάποια αξία το να ασχολείται κανείς με τη συστηματική
αποδόμηση μιας επιχειρηματολογίας που εμφανώς δεν έχει καμιά γείωση στην
πραγματικότητα, μνημονιακή ή προμνημονιακή, όπως πχ αυτή που αντιλαμβάνεται την
Ελλάδα ως την τελευταία σοβιετική δημοκρατία; Οι Λάσκος και Τσακαλώτος θεωρούν
ότι το εγχείρημα αυτό έχει αξία, όχι μόνο γιατί συμβάλει στην αποκάλυψη της
θεωρητικής ένδειας και της ιδεολογικής τύφλωσης όλων εκείνων που βλέπουν τα
μνημόνια σαν «μια θαυμάσια ευκαιρία», αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: Η
ανάλυση και του πλέον έωλου «εκσυγχρονιστικού» επιχειρήματος είναι η «πύλη» για
την αποκάλυψη του πραγματικού διακυβεύματος.
Πίσω από το επιχείρημα ότι η μέγιστη κακοδαιμονία της ελληνικής
κοινωνίας είναι οι συντεχνίες διακρίνουμε το πολιτικό στοίχημα της ακύρωσης του
συνδικαλισμού ως θεσμού συλλογικής διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης, αλλά και ως
θεσμού που δυνητικά περιορίζει την εργοδοτική αυθαιρεσία. Διακρίνουμε ακόμα την
απόπειρα εμπέδωσης της λογικής της ατομικής διαπραγμάτευσης ως της μόνης
συμβατής με το νεοφιλελευθερισμό του «προσωπικού κεφαλαίου» και της «ατομικής
ευθύνης» που καταλήγει στην ουσιαστική ακύρωση του εργατικού δικαίου.
Πίσω από την ηθικολογική καταγγελία «καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα
παράγουμε», διακρίνουμε τους ευσεβείς πόθους εμπέδωσης ενός προτύπου λιτοδίαιτου
και πειθαρχημένου εργαζόμενου, απαλλαγμένου από τα ανορθολογικά και
«διονυσιακά» στοιχεία που χαρακτήριζαν πάντα το νοτιοευρωπαίο εργάτη, κατ’
αναλογία προς το προτεσταντικό ιδεώδες του παραγωγικού εργαζόμενου των σημερινών
διαμορφωτών της γερμανικής οικονομικής
πολιτικής. Η ειρωνεία είναι ότι πίσω από τους οικτιρμούς για την «τελευταία
σοβιετική δημοκρατία» μπορούμε να διακρίνουμε την προσκόλληση σ’ ένα κοινωνικό
πρότυπο οργάνωσης του κράτους και της κοινωνίας που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα
από τα μετασοβιετικά καθεστώτα του 21ου αιώνα.
Με δεδομένες τις διαφαινόμενες τάσεις σε σχέση με την πειστικότητα των
προτεινόμενων πολιτικών λύσεων από τους εκσυγχρονιστές μας, μπορούμε επίσης να
προβλέψουμε ότι αργά ή γρήγορα στον κατάλογο των χαμένων ευκαιριών για την
ευόδωση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, θα προσθέσουν και αυτή της διετίας
2012-2014.
Ο Χρήστος Βαλλιάνος είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του
περιοδικού Θέσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου