ΤΟΥ ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
Τον Δεκέμβριο του 1943 ήμουν ήδη στο
βουνό, αντάρτης στην Βαλ Ντ' Αόστα. Με συνέλαβαν τον Μάρτιο του 1943, και μετά
με μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Με συνέλαβαν επειδή ήμουν αντάρτης.
Το ότι ήμουνα και εβραίος, ανοήτως, τους το είπα εγώ. Βέβαια, οι φασίστες που
με συνέλαβαν το υποψιάζονταν, γιατί κάποιος τους το είχε πει, σ' εκείνα τα μέρη
ήμουν αρκετά γνωστός. Μου είπαν: «Αν είσαι εβραίος θα σε στείλουμε στο Κάπρι,
στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Φόσσολι, αν είσαι αντάρτης θα σε εκτελέσουμε».
Αποφάσισα να τους πω ότι ήμουν εβραίος, έτσι κι αλλιώς θα το μάθαιναν, είχα
εμφανώς πλαστογραφημένα χαρτιά.
Αυτό που με βοήθησε να αντέξω στο
στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν, αρχικά, η τύχη. Δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος,
ορατός κανόνας, που όριζε ότι θα επιζούσε ο πιο μορφωμένος ή ο πιο αφελής, ο
πιο θρησκευόμενος ή ο πιο άπιστος. Στην αρχή η τύχη, μετά η υγεία, και, πολύ
κατόπιν, η περιέργειά μου για ολόκληρο τον κόσμο, η οποία μου επέτρεψε να μην
πέσω στην αδράνεια, στην αδιαφορία. Το να χάσει κανείς το ενδιαφέρον για τον
κόσμο ήταν θανατηφόρο, σήμαινε την πτώση, την παράδοση στο θάνατο.
Επιβίωναν πιο εύκολα όσοι πίστευαν
κάπου. Σε οποιαδήποτε θρησκεία ή δόγμα, ή πολιτική πίστη. Είναι το να
αντιλαμβάνεται κάποιος τον εαυτό του όχι πια ως άτομο, αλλά ως μέρος μιας
ομάδας. «Ακόμα κι αν εγώ πεθάνω, κάτι θα επιζήσει, και τα βάσανά μου δεν θα
πάνε χαμένα». Εγώ, αυτό τον παράγοντα δεν τον διέθετα.
Αυτό που έλειπε περισσότερο
ήταν το φαγητό. Αυτή ήταν η αγωνία όλων.
Αφού κάποιος έτρωγε ένα κομμάτι ψωμί, μόνο τότε έβγαιναν στην επιφάνεια τα
υπόλοιπα: το κρύο, η έλλειψη ανθρώπινων δεσμών, η απόσταση από το σπίτι...
Η νοσταλγία εμφανιζόταν μόνο όταν οι βασικές
ανάγκες είχαν ικανοποιηθεί. Η νοσταλγία είναι ένας ανθρώπινος πόνος, ένας πόνος
πάνω από κάποιο επίπεδο, που αφορά τα σκεπτόμενα όντα, κάτι που τα ζώα δεν
γνωρίζουν. Η ζωή στα στρατόπεδα ήταν ζωώδης, και οι ελλείψεις που κυριαρχούσαν
ήταν ακριβώς αυτές των ζώων. Άλλωστε, μας έδερναν, σχεδόν κάθε μέρα,
οποιαδήποτε ώρα. Ακόμα κι ένας γάιδαρος υποφέρει από το ξύλο, από την πείνα,
από το ψύχος, αλλά, τις σπάνιες στιγμές που είχαν ικανοποιηθεί οι βασικές
ανάγκες μας, κάτι πολύ σπάνιο, τότε αναδυόταν η νοσταλγία για τις οικογένειες
που είχαμε χάσει. Ο φόβος του θανάτου έμπαινε σε δεύτερη μοίρα. Έχω αφηγηθεί
στα βιβλία μου την ιστορία ενός συγκρατούμενού μου, που θα τον έστελναν στους
θαλάμους αερίων. Ήξερε ότι, εθιμικά, στους μελλοθάνατους έδιναν και δεύτερο πιάτο
σούπα και, επειδή το ξέχασαν, διαμαρτυρήθηκε: «Μα, κύριε θαλαμάρχη, εγώ πάω
στον θάλαμο αερίων, πρέπει να μου δώσετε διπλή μερίδα σούπας».
Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
ελάχιστοι αυτοκτόνησαν. Η απελπισία σπανίως έφτανε στην αυτοκαταστροφή. Αυτό
έγινε αργότερα αντικείμενο μελέτης, από κοινωνιολόγους, ψυχολόγους και
φιλοσόφους. Οι αυτοκτονίες ήταν ελάχιστες, οι αιτίες γι' αυτό ήταν πολλές, αλλά
εγώ μία θεωρώ πιο πειστική: τα ζώα δεν αυτοκτονούν, κι εμείς ήμασταν ζώα που, τον περισσότερο καιρό τον
περνούσαμε προσπαθώντας να ξεγελάσουμε την πείνα μας. Ο υπολογισμός ότι αυτή η
ζωή ήταν χειρότερη από τον θάνατο, ήταν πολύ μακριά από τον ορίζοντά μας.
Την ύπαρξη των φούρνων την
έμαθα σταδιακά, όμως τη λέξη κρεματόριο
ήταν από τις πρώτες που έμαθα, αμέσως μόλις έφτασα στο στρατόπεδο. Δεν της
έδωσα σημασία, γιατί δεν ήμουν διαυγής, ήμασταν όλοι βυθισμένοι στην κατάθλιψη.
Κρεματόριο, αέρια, είναι λέξεις που χαράχτηκαν αμέσως στο μυαλό μας, μας τις ανέφεραν αυτοί που είχαν περισσότερες εμπειρίες. Γνωρίζαμε την ύπαρξη των εγκαταστάσεων με τους φούρνους, βρίσκονταν τρία ή τέσσερα χιλιόμετρα μακριά μας. Εγώ αντέδρασα
όπως ακριβώς είχα αντιδράσει όταν είχα μάθει για τους νόμους «περί προστασίας
της φυλής»: πιστεύοντας, κι αμέσως μετά ξεχνώντας. Αυτό συνέβη εξ ανάγκης, ήταν
αδύνατον να αντιδράσει κανείς με οργή, ήταν
καλύτερο να κάνεις ότι δεν βλέπεις και να μην ασχολείσαι.
Ύστερα, ήρθαν οι ρώσοι και η ελευθερία. Η μέρα της
απελευθέρωσης δεν ήταν μια χαρούμενη μέρα, για μας συνέβη εν μέσω πτωμάτων. Για
καλή μας τύχη, οι γερμανοί το έσκασαν χωρίς να μας εκτελέσουν, όπως έκαναν σε
άλλα στρατόπεδα. Οι υγιείς μεταφέρθηκαν αλλού. Άφησαν πίσω μόνο τους ασθενείς,
κι εγώ ήμουν ασθενής. Μας εγκατέλειψαν, για δέκα μέρες ήμασταν μόνοι, στο
ψύχος, τρώγοντας τις ελάχιστες πατάτες που βρίσκαμε από δω κι από κει. Ήμασταν
οχτακόσιοι, κατά τη διάρκεια των δέκα ημερών πέθαναν εξακόσιοι, από την πείνα
και το κρύο, οπότε οι ρώσοι με βρήκαν ζωντανό εν μέσω εκατοντάδων πτωμάτων.
Η εμπειρία του στρατοπέδου συγκέντρωσης άλλαξε την
άποψή μου για τον κόσμο, παρόλο που δεν μπορώ να πω ποια θα ήταν η άποψή μου αν
δεν ήμουν έγκλειστος, εβραίος, ιταλός κτλ. Αυτή η εμπειρία με δίδαξε πολλά, ήταν ένα δεύτερο πανεπιστήμιο, το πραγματικό. Το στρατόπεδο με ωρίμασε, όχι τότε αλλά μετά, αναλογιζόμενος όλα όσα είχα ζήσει. Κατάλαβα ότι
δεν υπάρχει ούτε η απόλυτη ευτυχία ούτε η απόλυτη δυστυχία. Έμαθα ότι δεν
πρέπει ποτέ να κρυβόμαστε, για να μην βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα, κι
ότι οφείλουμε πάντοτε να βρίσκουμε την δύναμη να σκεφτόμαστε.
[Από συνέντευξη στον Έντζο
Μπιάτζι, στο τηλεοπτικό κανάλι Rai 1, 8 Ιουνίου 1982]
Μετάφραση: Π.-Ι. Στ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου