ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
Με καθυστέρηση μιας 60ετίας
αρχίσαμε ως κοινωνία να ασχολούμαστε με το Γεγονός, ενώ η συμβολή της
πανεπιστημιακής κοινότητας εξαντλήθηκε σε μία και μόνο ημερίδα που διοργάνωσε
το 2005 το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου. Είχε προηγηθεί
βέβαια το 2004 η αναγνώριση από την Βουλή της 27ης Ιανουαρίου –ημέρα
απελευθέρωσης από τα σοβιετικά στρατεύματα το 1945 των κρατουμένων του
στρατοπέδου του Άουσβιτς- ως ημέρα μνήμης της εξόντωσης των Εβραίων από το ναζιστικό
καθεστώς του Γ’ Ράιχ.
Βέβαια και στην υπόλοιπη Ευρώπη το
Γεγονός αναγνωρίστηκε μόλις το 2002, ενώ η ευρύτερη συζήτηση ξεκίνησε μόλις το
1995. Ακόμη και το κράτος του Ισραήλ αναγνώρισε το Γεγονός μόλις στα …1985.
Το γιατί το «ανείπωτο» αυτό Γεγονός -που ονοματίστηκε μάλλον αδόκιμα από τους
αμερικανούς προτεστάντες αναγνώστες της Βίβλου «Ολοκαύτωμα»-, τυλίχτηκε για χρόνια σε μια εντυπωσιακή σιωπή, καλούμαστε
να αποτιμήσουμε, κατανοώντας πρωταρχικά τους διαφορετικούς λόγους που επέβαλαν
αυτή τη σιωπή, τελείως διαφορετική για τα θύματα απ’ ό,τι για τους ενόχους. Ας
σημειώσουμε ότι ακόμη και η δική μας Αριστερά, που διεκδικεί την κληρονομιά του
ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, δεν αναφέρεται στη μεγάλη συμβολή τους στη διάσωση 3000 Ελλήνων
Εβραίων, καθώς και του αρχιραβίνου των Αθηνών και του αρχείου τής Κοινότητας
στην Ορεινή Δωρίδα, όπως δεν τιμά και τους εκατοντάδες Εβραίους μαχητές του
ΕΛΑΣ και της Αντίστασης. Μόλις πέρσι διοργανώθηκε από το Εβραϊκό Μουσείο μια
εντυπωσιακή έκθεση καταγραφής αυτής της συμβολής. Έκθεση που λειτουργεί μέχρι
και τις 25 Απριλίου φέτος, ενώ μια ωραία ελληνοαγγλική έκδοση με τίτλο
«Συναγωνιστής» την τεκμηριώνει.
Κυρίως όμως καλούμαστε να διερευνήσουμε τις
σημερινές χρήσεις του, αλλά και τις προσπάθειες απαξίωσης ή μυθοποίησής του, να
το ανασυγκροτήσουμε σ’ όλες τις πολλαπλές και πολλές φορές αντιφατικές του
όψεις, χωρίς άλλες πια αποσιωπήσεις ή σχετικοποιήσεις.
Να αναστοχαστούμε το ιστορικά οριακό Γεγονός,
που συμπυκνώνεται στη λέξη κλειδί Άουσβιτς.
Λέξη που υπερβαίνει, ως αναφορά, ένα σημείο στο χάρτη της Πολωνίας με το όνομα
Οσβιεκέμ, όπου βρίσκονταν ένα ακόμη συγκρότημα στρατοπέδων συγκέντρωσης και
ανάγεται, ορθότερα οφείλει να αναχθεί, όπως τονίζει και η Οντέτ Βαρών–Βασάρ «σε συμβολική μνήμη ενάντια σε κάθε
προκατάληψη, κάθε ξενοφοβία, κάθε ρατσισμό. Η μνήμη του Άουσβιτς δεν
προσβάλλεται, όταν γίνεται εμβληματική όλων των θυμάτων του ρατσισμού. Αντίθετα,
μόνο τότε βρίσκει το πλήρες νόημά της και τιμάται πραγματικά.»
Αρκεί όμως να μην ξεχνάμε, σ’ αυτή την ορθή
ιστορικό-πολιτικά γενίκευση, ότι και μόνο σ’ αυτό το συγκρότημα στρατοπέδων
βιομηχανοποιημένης μαζικής γενοκτονίας, έχασαν τη ζωή τους από πείνα, κακουχίες,
και κυρίως από καύση σε θαλάμους αερίων, γύρω στο ένα εκατομμύριο ευρωπαίοι
Εβραίοι, από τα πεντέμισι με έξι ομοεθνών τους, που χάθηκαν με την περίφημη «τελική λύση» της «Νέας Τάξης» -σύμφωνα με την ορολογία που πρώτος χρησιμοποίησε ο ναζισμός
και σήμερα αναπαράγουν ανιστόρητα οι φορείς της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής
παγκοσμιοποίησης– ή το σχεδόν άγνωστο στους πολλούς «πανηγύρι της σοδειάς», σε ένα άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το
Μάιντανεκ, όπου εκτελέστηκαν σε μια και μόνη μέρα …δεκαεπτά χιλιάδες Εβραίοι.
Καμιά αντίθεση με την πολιτική του κράτους του
Ισραήλ -που άλλωστε το αντιμάχονται, μέσα και έξω από το Ισραήλ, χιλιάδες
Εβραίοι– δεν επιτρέπεται να λειτουργεί σήμερα ως πρόσχημα, για την αναβίωση και
εδραίωση εκ νέου ενός διάχυτου στην ήπειρο μας, παμπάλαιου αντιεβραϊσμού. Αυτού
του ισχυρού ρεύματος που μια αντι-ιστορική φανατική ανάγνωση αιώνων
χριστιανικού δόγματος, καθώς και διάφορες υπόγειες και ανυπόστατες λαϊκιστικές
προπαγάνδες, -όπως τα περίφημα κατασκευάσματα της Τσαρικής Οχράνα «πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών»-
δημιούργησαν σε όλη την Ευρώπη. Ρεύματος το οποίο πήρε ακραίες μορφές από το
τέλος του 19ου αιώνα, για να παροξυνθεί με τη μορφή οργανωμένης και
συστηματικής πια γενοκτονίας, από το ναζιστικό καθεστώς.
Όπως αντίθετοι οφείλουμε να είμαστε, τόσο στην
απόκρυψη του γεγονότος ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πρωτοχρησιμοποιήθηκαν
ενάντια στους κομμουνιστές αντιπάλους του ναζισμού, όσο και στο να ξεχαστεί ότι
σε αυτά έχασαν τη ζωή τους και πάνω από ένα εκατομμύριο Ρομά, ομοφυλόφιλοι,
χιλιάδες πολιτικοί αντίπαλοι του φασισμού, αιχμάλωτοι πολέμου, από κάθε γωνιά
της Ευρώπης.
Κανένας συμψηφισμός, με άλλες μορφές ολοκληρωτικών
συμπεριφορών, χτεσινών για σημερινών –δυστυχώς υπάρχουν και σήμερα ανάλογα
φαινόμενα, με πιο κραυγαλέο εκείνο του Γκουαντάναμο- καμιά αριθμητική
«αναθεωρητική» αλχημεία, δικαιολόγησης ή και δικαίωσης εκείνης της βαρβαρότητας
δεν μπορεί να απαλείψει τη σκληρή αυτή, και για πρώτη φορά οργανωμένη
γενοκτονία –άλλωστε γι’ αυτήν γεννήθηκε ο συγκεκριμένος όρος στα 1944- να τη
σχετικοποιήσει, να την καταστήσει τελικά ανενεργή ως μνήμη.
Η επιγραμματική φράση του Αντόρνο «…μετά το Άουσβιτς δε μπορεί να υπάρξει Ποίηση»,
αναδεικνύει θαρρώ καλύτερα από κάθε άλλο λόγο το «ανείπωτο» που δημιούργησε εκείνη η οριακή ιστορική εμπειρία,
απέναντι στις βεβαιότητες της όλης ουμανιστικής και ορθολογιστικής παράδοσης
της νεωτερικότητας.
Βέβαια και ποίηση υπήρξε έκτοτε, και κάθε
είδους δημιουργία αναπτύχθηκε, και συγκλονιστικές καταγραφές της βιωμένης
εμπειρίας είδαν το φως της δημοσιότητας. Με πρώτη εκείνη τη συγκλονιστική του
Πρίμο Λέβι: «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος»,
που με δυσκολίες είδε το φως της δημοσιότητας σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων στα
1947, και για τα καθ’ ημάς την άγνωστη στους πολλούς και αγνοημένη ακόμη και
από τους ειδικούς, του κρατούμενου των στρατοπέδων, όχι μόνο του Γ’ Ράιχ αλλά
και μετά του δικού μας της Μακρονήσου, Όμηρου Πέλλα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του
Οδυσσέα Γιαννόπουλου) μόλις στα 1962, «Stalag VI
C –
Ημερολόγιο μιας ομηρίας». Και μόλις στα 1990 την μετάφραση και στα
ελληνικά του «Ανθρώπινου είδους» του
γάλλου Αντέλμ και στα 2003 την μαρτυρία του συγκρατούμενου του Πέλλα, Χρήστου
Σαμουηλίδη, «Στα ναζιστικά στρατόπεδα».
Όπως και την ανεπανάληπτη, και ίσως για κάποιους αιρετική έως «βλάσφημη» γραφή
του ούγγρου νομπελίστα Ιμρε Κέρτες.
Ενώ ταυτόχρονα ένας νεορατστιστικός λόγος,
αναζωπυρώνεται, βασισμένος στις ίδιες παραμέτρους πολύπλευρης κρίσης, κοινωνικής
αβεβαιότητας και ανασφάλειας που είχε δημιουργήσει το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου
πολέμου, παράλληλα, όπως και τότε, με μια «νέα
εβραιοφοβία», όπως διεισδυτικά αναλύει ο Ταγκυέφ.
Μια εβραιοφοβία που στο όνομα ενός ακαθόριστου
«αντισιωνισμού» και της καταδίκης της
επιθετικής πολιτικής του κράτους του Ισραήλ, επαναφέρει στο προσκήνιο δογματικά
όλο το απόθεμα παλιών στερεοτύπων, απλουστεύσεων και δαιμονιακών μυθικών
αντιλήψεων περί των Εβραίων –έτσι ενιαία και αδιαφοροποίητα- σε μεγάλα τμήματα
των κοινωνιών και όλου του φάσματος της πολιτικής σκηνής, παντού του κόσμου.
Η έκδοση στα ελληνικά των έργων του Taguieff, «Ο μύθος των ‘Σοφων της Σιών’» και «Η νέα εβραιοφοβία», με το ενδιαφέρον επίμετρο
του Ανδρέα Πανταζόπουλου, καθώς και του έργου του Alain Finkielkraut, «Στο όνομα του Άλλου», όπως και το
συλλογικό «Άουσβιτς. Το γεγονός και η
μνήμη του» (επιμ. Β Γεωργιάδου, Α. Ρήγος), αποτελούν μοναδικές συμβολές
στην ανάλυση αυτού του νέου φαινομένου, το οποίο αποδεικνύει, πέραν όλων των
άλλων, την αντοχή που έχουν οι παλιές ιδεοληπτικές δοξασίες και
συνωμοσιολογίες, στο ιστορικό υποσυνείδητο. Τα οποία εκμεταλλεύεται παντού της
Ευρώπης η επανεμφάνιση νεοναζιστικών μορφωμάτων, ιδίως η δική μας ανοικτά ναζιστική
«Χρυσή Αυγή».
Με αυτά τα τελευταία και ανησυχητικά,
οφείλουμε να αναμετρηθούμε, να συγκρουστούμε, ως ενεργοί πολίτες. Γιατί έχουμε
την ικανότητα να κατανοούμε πια, ότι η επιλεκτική χρήση του χθες, η ηθελημένη
αμνησία γεγονότων, η μυστικιστική αντίληψη περί του ιστορικού γίγνεσθαι,
οδηγούν τελικά σε κοινωνική και πολιτική ακρισία, σακατεύουν την αυτογνωσία της
κοινωνίας, την πολιτική της ύπαρξη, τα συλλογικά της οράματα, την αναγκαία
αυτογνωσία της στο σήμερα. Καταλήγουν σ’ αυτό που οι ψυχολόγοι ονοματίζουν ως «απώθηση».
Γι’ αυτό και η ενεργή μνήμη -αυτό το όπλο των
ελεύθερων ανθρώπων ενάντια στη λήθη της εξουσίας, της όποιας εξουσίας,- η
συγκεκριμένη «παραδειγματική μνήμη του
Άουσβιτς», όπως την χαρακτηρίζει ο Τοντόροφ, οφείλει να λειτουργεί ως
συνειδησιακός καταλύτης αντίστασης και πολιτικής ανυπακοής, απέναντι σε κάθε
μορφή ανελευθερίας, ξενοφοβίας και πολιτισμικού ρατσισμού, όπου και αν
εμφανίζεται, να μετατρέπεται σε διαρκές σύμβολο αγώνων για μια καλύτερη και
κοινωνικά δικαιότερη κοινωνία.
Η μνήμη στο κάτω–κάτω, όπως και η ιστορία, δεν
είναι ουδέτερη δεξαμενή πληροφοριών, ευαισθησιών και απόψεων, αλλά μια ζωντανή
και συνεχώς μεταβαλλόμενη οντότητα. Δεν έχει καμιά σχέση με τη μνήμη του
προσωπικού μας υπολογιστή. Μοιάζει –μας το δίνει αυτό θαρρώ ωραιότατα η Ρίκυ
Βαν Μπουσχότεν– «πολύ περισσότερο μ’ ένα
αεικίνητο ποτάμι, το οποίο έχει σαν σταθερά σημεία την κοίτη (νοητικό
υπόστρωμα), την πηγή (αρχική εμπειρία), και την εκβολή (αφήγηση), αλλά το νερό
ανανεώνεται συνεχώς από εισροές ποικίλης προέλευσης και διοχετεύεται σε πλήθος
διακλαδώσεων και παραποτάμων». Και όλα αυτά συντελούνται ταυτόχρονα μέσα
στο χώρο και τον χρόνο. Όσο βέβαια τα μηνύματα που εκπέμπει ταιριάζουν στα
νοητικά μας σχήματα, όσο πιο συγκροτημένη και πλήρης καθίσταται η γνώση και η
εμπειρία μας, τόσο και πιο οργανωμένη παρουσιάζεται η μνήμη. Τόσο η επικοινωνία
καθίσταται πραγματική, η μνήμη ενεργός τρόπος ύπαρξης και όχι απλά γνώσης του
χθες.
Και όσο δυστυχώς το αίτημα-σύνθημα με το οποίο
οι λαοί υποδέχτηκαν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, «ποτέ πια φασισμός,
ποτέ πια πόλεμος», επαναποκτά δυστυχώς μια εκπλήσσουσα και οδυνηρή
επικαιρότητα, τόσο αυτή την ενεργό μνήμη την έχουμε άμεση ανάγκη. Γιατί μόνο
έτσι δεν θα επιτρέψουμε να βρικολακιάζουν τα χθεσινά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου