ΤΟΥ
ΙΑΣΟΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ
Είναι διαδεδομένη η αντίληψη πως την περίοδο
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι εβραϊκοί πληθυσμοί των κατεχόμενων ευρωπαϊκών
χωρών οδηγήθηκαν σαν «πρόβατα επί σφαγή» στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης,
χωρίς να αντιδράσουν. Πρόκειται για μια σχηματική αντίληψη που, δικαιολογημένα,
προέκυψε και προκύπτει εξαιτίας της «βαριάς» σκιάς του Ολοκαυτώματος, στην ιστοριογραφία,
τη συλλογική μνήμη και το δημόσιο λόγο. Αγνοείται μάλλον ευρύτατα το γεγονός,
πως χιλιάδες Εβραίοι αντιστάθηκαν δυναμικά στην τραγική μοίρα που τους
επιφύλασσε το φυλετικό μίσος των Ναζί, προσχώρησαν σε αντιστασιακές οργανώσεις
και δίκτυα, πολέμησαν με το όπλο στο χέρι ή εξεγέρθηκαν στα γκέττο, ακόμα και
στα ίδια τα στρατόπεδα του θανάτου.
Η αντίσταση των Εβραίων κατά των Ναζί είναι
δύο ειδών: Πρώτον, η αμιγώς «εβραϊκή
αντίσταση», δηλαδή η ανάληψη δράσης από τα ίδια τα μέλη των εβραϊκών κοινοτήτων,
που ένιωθαν σταδιακά να παγιδεύονται στο πλέγμα του ναζιστικού διωγμού.
Πρωταγωνιστές ήταν κατά κύριο λόγο νεαροί Εβραίοι, με προσβάσεις σε κοινωνικά
δίκτυα και ιδεολογικές αναφορές σε κόμματα ή πολιτικοθρησκευτικά κινήματα
νεολαίας, τα οποία είχαν επανενεργοποιηθεί την περίοδο του Πολέμου. Η εγγύτητα
του θανάτου και η τραγική μοίρα των ομοθρήσκων –συγγενών, φίλων και γειτόνων–
ωρίμαζε την ιδέα της συλλογικής εκδίκησης. Στην ανατολική Ευρώπη, όπου το
Ολοκαύτωμα προσέλαβε τις πλήρεις γενοκτονικές του διαστάσεις, καταγράφηκαν στιγμές
απίστευτης γενναιότητας.
Κορυφαία στιγμή ήταν ασφαλώς η ηρωική εξέγερση
στο Γκέττο της Βαρσοβίας (Απρίλιος-Μάιος 1943), ωστόσο δεν ήταν η μόνη. Στην
ανατολική Πολωνία, την Λιθουανία και την Λευκορωσία, σημειώθηκαν εξεγέρσεις με
εκατοντάδες νεκρούς, σε 20 μεγάλα και μικρά γκέττο και 23 στρατόπεδα
καταναγκαστικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των χειρότερων στρατοπέδων της βιομηχανικής
εξόντωσης, όπως η Τρεμπλίνκα (Αύγουστος 1943), το Σομπιμπόρ (Οκτώβριος 1943),
ακόμα και το Άουσβιτς-Μπίρκεναου (Οκτώβριος 1944). Στο Κόβνο, το Μπιάλιστοκ, τη
Βίλνα και το Μινσκ, χιλιάδες Εβραίοι διέφυγαν τον θανάσιμο κλοιό χάρη σε ισχυρές
αντιστασιακές ομάδες ομοθρήσκων τους.
Δεύτερη μορφή ήταν η ένταξη στα
εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της κάθε χώρας. Τον Φεβρουάριο του 1941, οι
Εβραίοι του Άμστερνταμ είχαν οργανώσει ομάδες αυτοάμυνας, που μαζί με
κομμουνιστές εργάτες συγκρούονταν στους δρόμους με ολλανδούς Ναζί. Το καλοκαίρι
του 1941, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας στρατολόγησε δεκάδες νεαρούς Εβραίους, κυρίως
μετανάστες από άλλες χώρες, για τις ομάδες που θα πραγματοποιούσαν βομβιστικές
ενέργειες εναντίον γερμανικών στόχων και δολοφονίες Γερμανών στρατιωτικών. Η
συμμετοχή συστηματοποιήθηκε μέσα από τις γραμμές του FTP-MOI
(Francs-Tireurs et Partisans / Main d’
Oeuvre Immigrée),
της ειδικής οργάνωσης που συντόνιζε ένοπλες ομάδες στα κατεχόμενα αστικά κέντρα
(Παρίσι, Λυών, Μασσαλία, Τουλούζη). Η επιλογή της μάχης αντικατοπτρίζεται και
στις περιπτώσεις των περίπου 30.000 Εβραίων που πολέμησαν στους παρτιζάνικους
στρατούς της Σοβιετικής Ένωσης, της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας, της Λιθουανίας,
της Πολωνίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας.
Το
ΕΑΜ και οι Έλληνες Εβραίοι
Αν και στην περίπτωση των Ελλήνων Εβραίων η
αντίσταση συνδέθηκε κυρίως με την προσπάθεια διαφυγής από το ναζιστικό διωγμό, η
ένταξη σε αντιστασιακές οργανώσεις –όπως και σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας–
προϋπήρχε. Στα πλαίσια της πατριωτικής έξαρσης της Κατοχής, αρκετοί Εβραίοι
αναμίχθηκαν από την αρχή της Κατοχής σε μορφές αντίστασης στα σχολεία, τα
πανεπιστήμια, τις γειτονιές τους. Όσοι ήταν προπολεμικά μέλη ή συμπαθούντες του
ΚΚΕ, ιδίως στην Θεσσαλονίκη, συνέχισαν τις παράνομες επαφές τους. Στον Βόλο, την
Λάρισα και τα Ιωάννινα, η συμμετοχή στο ΕΑΜ Νέων και αργότερα την ΕΠΟΝ υπήρξε
έντονη. Από τις αρχές του 1943, νεαροί Εβραίοι φοιτητές του Πανεπιστημίου και
του Πολυτεχνείου στην Αθήνα είχαν συγκροτήσει έναν άτυπο πυρήνα νεολαίας, που
συνδεόταν οριζόντια με την ΕΠΟΝ. Μέλη ήταν ο φοιτητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής
του ΕΜΠ, Δανέλος Αλχανάτης, τα αδέλφια Μωϋσής και Ιάκωβος Γιουσουρούμ, οι
Ζακίνος Κοέν, Ροβέρτος Γιακάρ, Σίμος Βαλενστάιν και άλλοι. Στην πρωτοπόρα αυτή
ομάδα πιθανότατα ανήκε και ο πρώτος νεκρός Εβραίος αντιστασιακούς (και ένας από
τους πρώτους της Αντίστασης). Ήταν ο φοιτητής του Πολυτεχνείου και μέλος της
ΕΠΟΝ, Εδμόνδος Τορόν από την Λάρισα, που σκοτώθηκε στην οδό Τοσίτσα, κατά τη
διάρκεια της μεγάλης διαδήλωσης της 5ης Μαρτίου 1943, κατά της
πολιτικής επιστράτευσης εργατών για τα ναζιστικά εργοστάσια.
Αν και
τα στοιχεία που διαθέτουμε παραμένουν αποσπασματικά, υπολογίζεται πως περίπου
650 άνδρες και γυναίκες, από όλες σχεδόν τις εβραϊκές κοινότητες της χώρας,
εντάχθηκαν σε διάφορες οργανώσεις ή πολέμησαν ως αντάρτες, από την έναρξη της
Κατοχής έως την Απελευθέρωση. Ο αριθμός είναι μεγαλύτερος, καθώς δεν
περιλαμβάνει όσους ανήκαν στην Αντίσταση, ωστόσο δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τον
εκτοπισμό και την εξόντωση. Η συντριπτική πλειοψηφία εντάχθηκε στο Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), το ένοπλο τμήμα του, τον Ελληνικό Λαϊκό
Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), που στο τέλος της Κατοχής έφτασε να αριθμεί 50.000
αντάρτες, την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ) και την «Εθνική
Αλληλεγγύη», το παρακλάδι του ΕΑΜ το οποίο
λειτουργούσε ως δίκτυο αλληλεγγύης σε ομήρους, κρατουμένους και
καταδιωκόμενους.
Αυτή η ένταξη δεν ήταν τυχαία. Εκτός του ότι
δρούσε σε όλη την ελληνική επικράτεια, το ΕΑΜ ήταν η μόνη οργάνωση που απευθυνόταν
μαζικά σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και η πρώτη που ασχολήθηκε με το θέμα του αντιεβραϊκού
διωγμού. Όταν ξεκίνησαν οι εκτοπισμοί
της Θεσσαλονίκης (Μάρτιος 1943), η Εθνική Αλληλεγγύη Αθήνας κυκλοφόρησε μια
σπάνια προκήρυξη (φυλάσσεται σήμερα στο αρχείο του ΚΚΕ), η οποία καλούσε τον
κόσμο να διαμαρτυρηθεί για τους μαζικούς εκτοπισμούς ανυπεράσπιστων
οικογενειών, παιδιών και ηλικιωμένων:
«Τον πόνο της κατατρεγμένης φυλής τον νοιώθουμε σαν πόνο δικό μας. Κάθε Έλληνας
πρέπει να διαμαρτυρηθεί για τα μαρτύρια των Εβραίων γιατί είναι ένα μέρος από
τα δεινά που σωρεύει ο κατακτητής σ’ όλο το λαό που κατοικεί στη γη της
Ελλάδας. Είναι ένα μέρος της φασιστικής κτηνωδίας που χτυπά τον ένα ή τον άλλο
κι όλους μαζύ». Για τα δεδομένα της εποχής, ήταν ένα τολμηρό κάλεσμα, που
αντιπάλευε όχι μόνο την παθητικότητα αλλά και λανθάνουσες αντισημιτικές και εν
γένει ρατσιστικές αντιλήψεις. Στα μέσα του 1943, το ΕΑΜ Αθήνας φάνηκε πρόθυμο
να βοηθήσει τις πρωτοβουλίες επιφανών παραγόντων της εβραϊκής κοινοτικής ζωής
και σιωνιστικών οργανώσεων να οργανώσουν δίκτυα διαφυγής. Οι συντονισμένες
δράσεις προλείαναν το έδαφος για τη σωτηρία, όταν οι Γερμανοί προπάθησαν να
επαναλάβουν και στην Αθήνα την καταστροφή της Θεσσαλονίκης. Ο αρχιραββίνος
Αθηνών Ηλίας Μπαρζιλάι εγκατέλειψε την Αθήνα στις 25 Σεπτεμβρίου, με τη βοήθεια
του ΕΑΜ, και φυγαδεύτηκε στον Παρνασσό κι από εκεί στο Κεράσοβο Ευρυτανίας,
έδρα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Στη διαφυγή του πρωτοστάτησαν ο Ασέρ
Μωϋσής, ο δημοσιογράφος Μπαρούχ Σιμπή από την Θεσσαλονίκη που καθοδηγούσε έναν
άτυπο «Εβραϊκό Τομέα» του ΕΑΜ. Αργότερα, χάρη στις συνδυασμένες ενέργειες της
ηγεσίας του ΕΑΜ, των Βρετανών, της Χαγκανά και του Εβραϊκού Πρακτορείου στην
Κωνσταντινούπολη, οργανώθηκε ένα μεγάλο δίκτυο διαφυγής από την ανατολική ακτή
της Εύβοιας προς τα τουρκικά παράλια. Περίπου 1.500 ψυχές σώθηκαν με αυτό τον
τρόπο.
Πολεμώντας
ως αντάρτες
Το γεγονός πως το ΕΑΜ ήταν η μόνη οργάνωση
που συμμετείχε, προπαγανδιστικά και επιχειρησιακά, στην οργάνωση δικτύων
διάσωσης, εξηγεί την κατοπινή, μαζική ένταξη των Εβραίων στις γραμμές του. Η
συντριπτική πλειοψηφία όσων πολέμησαν ως αντάρτες, αφορά τον ΕΛΑΣ. Η ένταξη στο
αντάρτικο χωρίζεται σε δύο φάσεις, που αντιστοιχούν στις φάσεις του διωγμού. Τα
πρώτα όπλα ακούστηκαν εκεί που χτύπησε πρώτα η ναζιστική λαίλαπα. Από τον
Ιανουάριο έως τον Μάιο του 1943, περίπου 250-300 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης διέφυγαν,
με μεγάλες δυσκολίες και πάντοτε με τη βοήθεια συνδέσμων του ΕΑΜ, στις
ανταρτοκρατούμενες περιοχές της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας. Ήταν κυρίως
νεαροί που εγκατέλειπαν την γκεττοποιημένη πόλη ή δραπέτευαν ατομικά από τα
διάφορα εργοτάξια καταναγκαστικής εργασίας, στα οποία είχαν επιστρατευτεί από
το καλοκαίρι του 1942 (Λεπτοκαρυά, Τέμπη, Καρυά Λοκρίδας, Στρατόπεδο Θηβών). Πρέπει
να ειπωθεί σε αυτό το σημείο πως η ένταξη στο αντάρτικο δεν ήταν αναγκαστική
επιλογή αλλά συνειδητή. Ως αστικοί πληθυσμοί, οι Εβραίοι έπρεπε να
προσαρμοστούν σε έναν ξένο τρόπο ζωής στην ύπαιθρο, με ατελείωτες πορείες και
κακουχίες, είχαν επίσης να διαχειριστούν το βάρος της απώλειας των οικογενειών
τους. Όχι μόνο δεν διαφοροποιούνται ως προς τα κίνητρά τους, από τους άλλους
εθελοντές του αντάρτικου, αλλά συνιστούν ένα ξεχωριστά συνειδητό κομμάτι του. Ας
μην ξεχνάμε πως η απόφαση για το βουνό απαιτούσε σωματική και ψυχική αντοχή και
κυρίως «επαναστατική» συνείδηση, στοιχεία κοινά για όλους όσοι ήθελαν να πυκνώσουν
τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Η παρακάτω μαρτυρία ανήκει στον Ιωσήφ Μάτσα από τα
Ιωάννινα, που ενώθηκε με τους αντάρτες στο Βέρμιο τον Απρίλιο του 1943: «Οι πρώτοι δύο μήνες στάθηκαν το πύρινο
καμίνι που μας ατσάλωσαν. Οι κακουχίες ήταν τρομερές. Μας έλειπαν τα πάντα:
τροφή, στέγη, ύπνος, εφόδια· είχαμε μόνο ένα ύψιστο αγαθό: την ελευθερία. Για
να σκορπίσουμε το αίσθημα της πείνας και του κρύου, το ρίχναμε στο τραγούδι.
Τραγουδούσαμε και ονειρευόμασταν την αυριανή λευτεριά, τον αυριανό κόσμο που θα
ήταν απαλλαγμένος από στερήσεις, διωγμούς και φυλετικές διακρίσεις. Έτσι
αντέξαμε στις δοκιμασίες. Κι ύστερα από περιπετειώδεις νυχτερινές πορείες, μέσω
των βουνών Τζένας, Καϊμακτσαλάν και Σινιάτσικο, φθάσαμε στα τέλη του Μάη στην
Ελεύθερη Ελλάδα στην Δυτική Μακεδονία, όπου ανεφοδιαστήκαμε από τις ρίψεις και
σχηματίσαμε πραγματικά στρατιωτικά τμήματα».
Η ιταλική συνθηκολόγηση (8 Σεπτεμβρίου 1943)
οριοθετεί τη δεύτερη φάση, αρκετά διαφορετική από την πρώτη. Ο αντίκτυπος των
δραματικών γεγονότων στην βόρεια Ελλάδα ισχυροποιούσε τη θέληση αντίδρασης στην
επερχόμενη καταστροφή, ενώ η άνοδος του αντιστασιακού κινήματος δημιουργούσε
ευνοϊκότερες προϋποθέσεις. Εκτός από την Αθήνα που είδαμε παραπάνω, στις αρχές
Οκτωβρίου του 1943 εκατοντάδες Εβραίοι των Τρικάλων, της Καρδίτσας, του Βόλου,
της Λάρισας, του Αγρινίου, της Χαλκίδας και της Πάτρας, ηλικιωμένοι και
γυναικόπαιδα, διασκορπίστηκαν με την προστασία του ΕΑΜ σε χωριά του Πηλίου, του
Κισσάβου, του Ολύμπου, στα Άγραφα, την ορεινή Εύβοια και τα βουνά της Αχαΐας. Εκατοντάδες
Αθηναίοι ακολούθησαν το παράδειγμα του Μπαρζιλάι και κατέφυγαν στην ορεινή
Στερεά Ελλάδα. Στην Ήπειρο, ελάχιστοι νεαροί Γιαννιώτες τόλμησαν να φύγουν από
την παγιδευμένη κοινότητα για να ενωθούν με τους αντάρτες, ενώ αρκετοί, κυρίως
Αρτινοί, εντάχθηκαν στον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα, που δρούσε αποκλειστικά
στην Ήπειρο. Η γεωγραφία των κοινοτήτων και της διάσωσής τους είχε σαν
αποτέλεσμα, οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις Εβραίων αντιστασιακών να παρατηρούνται
στην Δυτική Μακεδονία, την Κεντρική και Ανατολική Στερεά και σε όλη την περιοχή
της Θεσσαλίας.
Στην Ελεύθερη Ελλάδα, όλοι αξιοποιήθηκαν με
ποικίλους τρόπους. Οι βετεράνοι του ελληνοϊταλικού πολέμου και αρκετοί νεαροί
–άντρες και γυναίκες– εντάχθηκαν στις αντάρτικες μονάδες. Χάρη στο μορφωτικό
τους επίπεδο, πολλοί Εβραίοι ξεχώρισαν σε επιτελικές θέσεις και γραφεία μεραρχιών,
στην Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ), στις οργανώσεις της ΕΠΟΝ στα χωριά, σε
πολιτιστικές εκδηλώσεις που οργανώνονταν στο βουνό, και στις υγειονομικές
υπηρεσίες. Σε έναν μακρύ κατάλογο ονομάτων, ξεχωρίζουν οι γιατροί Μανώλης Αρούχ
και Αλβέρτος Κοέν («Βλαδίμηρος») στην Παρνασσίδα, ο υπεύθυνος της ΕΤΑ για όλη
την Θεσσαλία, Λάζαρος Αζαριά από την Βέροια, ο επιτελής της ΙΙ Μεραρχίας του
ΕΛΑΣ, Ίντο Σίμσι («Μακαμπής») από την
Θεσσαλονίκη, ο υπεύθυνος επιμελητείας στην Ομάδα Μεραρχιών Στερεάς (ΟΜΣ),
Μωϋσής Ματαθίας από τον Βόλο. Η συμμετοχή γυναικών ήταν αναλογικά αξιοσημείωτη,
ως νοσοκόμες ή αντάρτισσες, όπως η Ντόρα Μπουρλά («Ταρζάν») στο Βέρμιο και η
εμβληματική Σάρα Γεσουά («Σαρίκα») στην Εύβοια. Κάποιοι αναδείχθηκαν και σε
πολιτικά αξιώματα, όπως η Αλέγγρα Φελούς-Καπέτα από τα Τρίκαλα, προπολεμικό
στέλεχος του ΚΚΕ, με σημαντική δράση και στον Εμφύλιο. Ορισμένοι αναδείχθηκαν
σε διοικητές, όπως ο καπετάνιος λόχου, Ισαάκ Μωυσής («Κίτσος») από την
Θεσσαλονίκη και ο ανθυπολοχαγός Σαμουέλ Εσκινατζής από την Λάρισα, ο οποίος σκοτώθηκε
στα Δεκεμβριανά ως διοικητής λόχου. Τον Οκτώβριο του 1944, η Πολιτική Επιτροπή
Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) προήγαγε μετά θάνατον πεσόντες αξιωματικούς και
αντάρτες που είχαν επιδείξει «υπέροχην ανδρεία, έξοχο ψυχικό θάρρος,
διοικητικήν ικανότητα, αποφασιστικότητα και υπέροχο πνεύμα αυτοθυσίας που
ξεπερνούν τα όρια του καλώς εννοούμενου καθήκοντος». Οι αριθμοί
επιβεβαιώνουν την ιστορία: 63 Εβραίοι σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν ως μέλη της
Αντίστασης (το 1/10 του συνολικού αριθμού), ενώ περισσότεροι από 90
δολοφονήθηκαν σε εκτελέσεις αντιποίνων ή κατά τη διάρκεια γερμανικών
εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.
Στην Αντίσταση έγινε πραγματικότητα κάποιου
είδους έμπρακτης υπέρβασης του αντισημιτισμού. Γραπτές και προφορικές μαρτυρίες
επιβεβαιώνουν πως, παρά την αγραμματοσύνη και τις προκαταλήψεις που επιβίωναν
στον αγροτικό κόσμο της υπαίθρου, κυριαρχούσε ένα πνεύμα αγωνιστικής
αλληλεγγύης που ενσωμάτωνε τους καταδιωκόμενους και ακύρωνε αποκλεισμούς που
ήταν βαθιά ριζωμένοι στις συνειδήσεις. Σε μια πρόσφατη αφήγησή του που
καταγράφηκε από το Εβραϊκό Μουσείο, ο Θεσσαλονικιός Μωρίς Φλωρεντίν, που
υπηρέτησε δύο χρόνια στο 16ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, θυμάται πως «δεν
άκουσα ποτέ τη λέξη Εβραίος εκεί επάνω. Ποτέ! Μου κάνει εντύπωση, ακόμα και
σήμερα». Σύμφωνα με μια άλλη προφορική αφήγηση, ο νεαρός Κερκυραίος Εβραίος
Ιάκωβος Μπαλέστρα θυμόταν πως κάποιος από το λόχο του (στην περιοχή
Ηγουμενίτσας) τον αποκάλεσε «παλιοεβραίο». Αμέσως ο διοικητής του τμήματος,
Παράσχος, συγκάλεσε συνέλευση και εξήγησε στους αντάρτες πως στον ΕΛΑΣ
διακρίσεις γίνονταν μόνο ανάμεσα σε αυτούς που πολεμούν και σε αυτούς που δεν
πολεμούν. Η ιστορία των Εβραίων μαχητών της Αντίστασης αποδεικνύει πως το
αντιφασιστικό φρόνημα αναπροσδιόριζε τις κοινωνικές σχέσεις, καταργώντας
παλιότερες διακρίσεις με βάση τη θρησκεία ή το φύλο. Η κοινωνική δυναμική που
αναπτύχθηκε την περίοδο της Κατοχής αξίωσε και σχεδόν κατέστησε ορατό έναν
κόσμο χωρίς διαχωρισμούς. Κι αυτό ένα μήνυμα που οφείλουμε να κρατήσουμε από
αυτή την ξεχασμένη σελίδα της νεότερης ιστορίας μας.
Ο Ιάσων Χανδρινός είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου