ΝΙΚΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Η βία της ανεργίας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ 607
Του ΣΑΒΒΑ ΡΟΜΠΟΛΗ
Του ΣΑΒΒΑ ΡΟΜΠΟΛΗ
Γιώργος
Λάππας, Κεφάλι με καθρέφτη,
σίδερο, κόκκινο
ύφασμα, γύψος, καθρέφτης, 1991
|
Η εξέλιξη της ύφεσης και της ανεργίας
στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2010-2014, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της
πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, αποδεικνύει ότι η ύφεση και η ανεργία δεν
αποτελούν παράπλευρες απώλειες της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Αντίθετα,
συνιστούν τα αρνητικά χαρακτηριστικά των ασκούμενων πολιτικών, οι οποίες
ουσιαστικά φυλακίζουν τους πόρους της οικονομίας στο έλλειμμα και το χρέος,
στερώντας από πόρους τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και την απασχόληση. Έτσι η
ανεργία (Νοέμβριος 2013, 28% 1.382.062 άτομα) έχει αποκτήσει μόνιμα και
διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι μετά την ύφεση η ανεργία πολύ
δύσκολα θα διαμορφωθεί κάτω από 17% μέχρι το 2026, ακόμη και με το αισιόδοξο
σενάριο ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ 3,5%-4% (50.000 νέες θέσεις εργασίας τον
χρόνο), καθώς αυτό το ποσοστό αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στα διαρθρωτικά
προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι για να
επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε επίπεδα ανεργίας του έτους 2009 (450.000
άτομα) και να δημιουργήσει το ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας που χάθηκαν την
περίοδο 2010-2013, από τα δύο εκατομμύρια θέσεων εργασίας που χάθηκαν συνολικά
στις χώρες εφαρμογής των Μνημονίων (Ελλάδα, Κύπρος, Ιρλανδία, Πορτογαλία),
ακόμη και με αυτό το αισιόδοξο σενάριο αύξησης του ΑΕΠ, θα χρειαστούν
τουλάχιστον είκοσι χρόνια.
Σ’ αυτό το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο
της ανεργίας, το νέο, ενδιαφέρον, σύνθετο, επιμελημένο και με πλούσιες
βιβλιογραφικές αναφορές βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου, το οποίο αποπνέει ένα
ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνιολογικής και πολιτικής σκέψης, έχει ως στόχο να
διερευνήσει: α) πώς αντιμετωπίζουν οι άνεργοι
(και οι επιχειρήσεις) τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης; β) πώς τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανέργων επηρεάζουν τη σχέση τους με τις
ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης; και γ) πώς διαμορφώνουν τις στάσεις, τις
συμπεριφορές και τις αντιλήψεις τους για την ανεργία και τις υπηρεσίες
απασχόλησης;
Με άλλα λόγια, η διενέργεια μιας
ποιοτικής διάστασης μελέτης, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, του τρόπου με το οποίο
οι ίδιοι οι άνεργοι αντιμετώπιζαν την ανεργία τους και τις δυνατότητες που τους
παρείχε το πρόγραμμα της ολοκληρωμένης παρέμβασης, έδωσε την ευκαιρία στον Ν.
Παναγιωτόπουλο, ως επιστημονικό υπεύθυνο, καθώς και στην ερευνητική του ομάδα,
να συμβάλουν διαμέσου της μελέτης «των μορφών εμπειρίας και συνείδησης της
ανεργίας, στην ανάλυση της σχέσης που διατηρεί ένας άνεργος με τα προγράμματα
διαχείρισης της κατάστασης του, αντιμετωπίζοντας την ως έκφανση ενός συστήματος
στρατηγικών αναζήτησης εξόδου από την ανεργία, ως διάσταση ενός ατομικού και
συλλογικού –οικογενειακού, ομαδικού– συστήματος στρατηγικών αναπαραγωγής που
ενεργοποιεί και που χαρακτηρίζει τον τρόπο αναπαραγωγής της ομάδας στην οποία
ανήκει».
Η μεθοδολογική συγκρότηση του βιβλίου
του Ν. Παναγιωτόπουλου διακρίνεται από επιστημονικά και ακαδημαϊκά
χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι τίθενται ερωτήματα και διατυπώνονται
υποθέσεις εργασίας, διά των οποίων ο συγγραφέας, με αναλυτικό και εύληπτο τρόπο,
διερευνά την σχέση του ανέργου με τα προγράμματα διαχείρισης της ανεργίας.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μια μεθοδολογία κοινωνιολογικής–πολιτικής διερεύνησης
της πολιτικής των προγραμμάτων της ολοκληρωμένης παρέμβασης και αναζήτησης
εξόδου από την ανεργία. Από την άποψη αυτή, το βιβλίο του Ν. Παναγιωτόπουλου
αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά σε μία αυξανόμενη σχετικά με την ανεργία
βιβλιογραφία και την έξοδο από αυτήν, η οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις,
κυριαρχείται όχι από τους όρους και τις προϋποθέσεις που υποστηρίζει ο
συγγραφέας, αλλά από τους όρους και τις προϋποθέσεις υποταγής της οικονομικής
πολιτικής στις απαιτήσεις των χρηματοοικονομικών αγορών και στις συνθήκες
αποκατάστασης της τάξης του κέρδους, δηλαδή της οργάνωσης της ελληνικής
οικονομίας ως οικονομίας των δανειστών. Στην κατεύθυνση αυτή, η προοπτική μιας
αναιμικής ανάκαμψης 2015-2025 (αύξηση ΑΕΠ 1,5% τον χρόνο) στην ελληνική οικονομία,
εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στην μείωση της ανεργίας στο τέλος της ερχόμενης
δεκαετίας κατά 220.000 άτομα. Έτσι, η ασθενής αυτή εξέλιξη στον τομέα μείωσης
της ανεργίας δεν θα είναι ικανή ακόμη και υπό «το κράτος των προγραμμάτων» να
αμβλύνει ουσιαστικά την ισορροπία τρόμου που έχει δημιουργηθεί στην ελληνική
αγορά εργασίας, όπου 1.400.000 άνεργοι αντιστοιχούν σε 1.400.000
απασχολούμενους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι, όπως τονίζει ο Νίκος
Παναγιωτόπουλος, στις συνθήκες αυτές της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας
«αποκτούν μια ουσιαστική και πραγματική συνείδηση της ανεργίας». Σε αυτή «την
απόκτηση συνείδηση της ανεργίας» συνέβαλε, μεταξύ των άλλων, η κατάρρευση (μη
ανακοπή της αύξησης της ανεργίας) των προσδοκιών των πολιτικών ευελιξίας της
αγοράς εργασίας και της ευελιξίας των μισθών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη
μείωση του κατώτατου μισθού επί Ρήγκαν (ΗΠΑ), την εξασθένηση των συνδικάτων επί
Θάτσερ (Βρετανία), την κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής επί Φαμπιούς
(Γαλλία), τις mini-jobs επί Σρέντερ (Γερμανία). Παράλληλα συνέβαλε στην απόκτηση συνείδησης ότι
τα κράτη–μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθυστερούν να εξέλθουν από την κρίση είναι
αυτά στα οποία η αγορά εργασίας και οι μισθοί είναι περισσότερο απορρυθμισμένα
και ευέλικτα.
Κατά συνέπεια, οι ασκούμενες
πολιτικές που επιθυμούν να χαρακτηρίζονται ουσιαστικές και αποτελεσματικές
πολιτικές απασχόλησης δεν συνάδουν, σύμφωνα με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, με «την
σημερινή κυρίαρχη λογική του πνεύματος της επιχείρησης» και των πολιτικών της προσφοράς.
Ο συγγραφέας θυμίζει ότι οι πολιτικές αυτές αποτελούν «την ατμομηχανή της
εκσυγχρονιστικής διαδικασίας της κοινωνίας μας» όπου οι πολιτικές διαχείρισης
της ανεργίας συνέβαλαν «στην δρομολογημένη, εδώ και καιρό, εργασία ενίσχυσης
του κανονιστικού μεγέθους της επιχείρησης και της αντικατάστασης της
παραδοσιακής ισότητας ευκαιριών από μία μορφή ισότητας των δικαιωμάτων, ….στην
ανάπτυξη μίας κοινωνίας η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως επιχείρηση και της οποίας
το κράτος–πρόνοιας επιχειρεί να μετασχηματιστεί σε κράτος–στρατήγημα». Έτσι,
κατά τον Νίκο Παναγιωτόπουλο «μια πολιτική ενάντια στην ανεργία θα ήταν τόσο
περισσότερο αποτελεσματική όσο περισσότερο διαφοροποιημένη και καλύτερα
προσαρμοσμένη θα ήταν στις διάφορες κοινωνικές κατηγορίες και όσο καλύτερα θα
μπορούσε να αντιστοιχήσει τις διαφορετικές δυνατότητες που προσφέρουν τα
διάφορα μέτρα των πολιτικών απασχόλησης στους διαφορετικούς όρους ύπαρξης των
διάφορων κοινωνικών ομάδων».
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι επιστημονικός διευθυντής ΙΝΕ/ΓΣΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου