Διάλογος
Για το κείμενο του
Γιώργου Μερτίκα, «Δημοκρατία και αναρχία», «Αναγνώσεις» τχ. 580, 12/1/2014, που
αναφέρεται στο βιβλίο του Eduardo Colombo, Η
βούληση του λαού, δημοσιεύουμε απάντηση του Κώστα Γαλανόπουλου, υπ. δρ.
Πολιτικής θεωρίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
«Η πολιτική φιλοσοφία»,
γράφει ο Colombo, «επιλήσμων
σαν τη μνήμη των φιλοσόφων και των ιστορικών, εγκαταλείπει τα υψώματα των
επίπονων και δύσκολων κατακτήσεών της κι επιστρέφει στην παραλία βεβαιοτήτων»[1].
Για να το διατυπώσουμε με τη σειρά μας «όσο πιο ανώδυνα γίνεται», και
για να συνεχίσουμε τη μεταφορά, η πολιτική φιλοσοφία μάλλον δεν εγκατέλειψε
ποτέ την παραλία αυτή των βεβαιοτήτων όταν το αντικείμενό της υπήρξε ο
αναρχισμός. Ο κ. Μερτίκας αντίθετα δεν διστάζει να ακολουθήσει το δρόμο των
υψωμάτων και έτσι πρέπει να εννοήσουμε την παρουσίαση της Βούλησης του λαού
του Colombo στις Αναγνώσεις της Αυγής. Το λιγότερο από ό,τι επιτυγχάνει
είναι και η γνωστοποίηση του εργώδους εγχειρήματος ενός μικρού εκδοτικού οίκου
με κινηματικό προσανατολισμό που παρουσιάζει σημαντικά κείμενα της πολιτικής
σκέψης, με έμφαση στον αναρχισμό. Παρόλα αυτά, και θέλοντας να συνοδοιπορήσουμε
στο δρόμο των υψωμάτων, ας επιτραπούν
ορισμένες παρατηρήσεις.
Είναι, αρχικά, λίγο δύσκολο να κατανοηθεί
αυτός ο διαχωρισμός «Αριστεράς και αναρχίας» ή «σοσιαλισμού και
αναρχισμού», ευρύτατα εντούτοις διαδεδομένος και στον καθημερινό πολιτικό
λόγο. Έτσι, και εκτός αν ο αναρχισμός ίπταται του ιδεολογικού άξονα ή βρίσκεται
έξω από αυτόν, θα πρέπει να τον επαναφέρουμε στην αρχική του θέση. Στην
ευρύτερη σοσιαλιστική οικογένεια δηλαδή, ως μία εκ των πολλών διακριτών παραδόσεών
της. Κάτι τόσο προφανές δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, ας υπενθυμίσουμε
μόνο πως, και πριν επικρατήσει ο όρος αναρχισμός, οι αναρχικοί
συγγραφείς για να περιγράψουν τη σκέψη τους χρησιμοποιούσαν όρους όπως ελευθεριακός,
αντισυγκεντρωτικός ή αντιεξουσιαστικός
σοσιαλισμός, ελευθεριακός κομμουνισμός, κ.ο.κ..
Αν θα μπορούσε να κατηγορηθεί για κάτι
η φιλοσοφία της Ιστορίας του αναρχισμού θα ήταν η αποδοχή εκ μέρους της αυτής
ακριβώς της ιδέας της ιστορικής προόδου, ιδέα που μοιράζεται με όλες τις εκ του
Διαφωτισμού χειραφετικές παραδόσεις. Ανεξάρτητα από την ορθότητα ή όχι μιας
τέτοιας κριτικής, μάλλον άστοχη φαίνεται
η διαπίστωση πως ο αναρχικός αντί της προόδου βλέπει «μια σειρά ερειπίων και
καταστροφών». Ο Προυντόν υιοθετεί την ιδέα της τελειοποιησιμότητας,
ο Μπακούνιν βλέπει την ιστορική κίνηση ως το συνεχές, αλλά όχι αδιατάρακτο,
βάδην από την ζωικότητα προς την ανθρωπινότητα και ο Κροπότκιν
δείχνει προς τη δυνατότητα μιας συνεργατικής κοινωνίας. Το αντίθετο θα σήμαινε
αφενός πως ο αναρχισμός εκκινεί από παραδόσεις πέραν, και εναντίον, αυτής του
Διαφωτισμού, αφετέρου πως πάσχει από μια εξόχως προβληματική ικανότητα
διάγνωσης έστω και προφανών εμπειρικών δεδομένων, όπως η βελτίωση κάποιων
πλευρών του καθημερινού βίου ή ο όποιος εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής (ο
Μπακούνιν περισσότερες της μίας φοράς επαινεί τον ρεπουμπλικανισμό των Η.Π.Α
έναντι του ρώσσικου απολυταρχισμού).
Εξίσου προβληματική είναι και η ταύτιση εξουσίας
και κυριαρχίας, καθώς μέσω αυτής η άρνηση της δεύτερης οδηγεί στην
άρνηση και της πρώτης, εξ ου και ένας αναρχισμός της ριζικής άρνησης.
Στην πραγματικότητα, ο αναρχισμός βλέπει την εξουσία, όπως και ο ίδιος ο Colombo γράφει,
ως το «αποτέλεσμα της κοινής δράσης όλων...πρωτίστως μια ικανότητα να κάνεις
ή να αποφασίζεις», διαχωρίζοντάς την πλήρως από την κυριαρχία «ως μια
ασύμμετρη σχέση» δύναμης μεταξύ δύο μερών[2].
Το να αρνηθείς την πρώτη θα αποτελούσε καθαρό παραλογισμό, το να αποδεχθείς τη δεύτερη, υποχώρηση από την
όποια χειραφετική δυνατότητα. Επομένως, ο αναρχισμός δεν είναι μια ριζική
άρνηση καθώς κάτι τέτοιο θα τον υποβίβαζε σε έκφραση των θρυλούμενων
υπαρξιακών αγωνιών του ανθρώπου, σε πολιτικοποίηση της δραματικής εξέγερσης του
ανθρώπου ενάντια στο είναι του, όποια αξία και αν έχουν τέτοιες λίγο έως πολύ κενές
περιεχομένου προτάσεις. Αντίθετα, ο αναρχισμός συνέχεται από το θετικό του,
χειραφετικό, πρόταγμα όπως οφείλει ως μία εκ των μοντέρνων πολιτικών
ιδεολογιών. Συνεπάγεται πως ο αναρχικός διόλου δεν αρνείται την «εξαντικειμενίκευση σε θεσμούς», αρνείται απλώς την απολίθωση
και μυστικοποίηση τους, κάτι που προφανώς δεν είναι το ίδιο πράγμα. «Ο
αναρχισμός δεν προϋποθέτει καθόλου μια μη θεσμισμένη κοινωνία, το αντίθετο,
θεωρητικοποιεί μια συνειδητή και αναστοχαστική αυτο-θέσμιση της ανθρώπινης
συλλογικότητας», γράφει ο Colombo,
μια θέση τόσο προφανής που θα πρέπει για να την παρανοήσεις να έχεις «μια
κακή ιδέα για τον αναρχισμό [ή] να μην τον γνωρίζεις καλά», όπως
συνέβαινε με τον Καστοριάδη[3].
Ο
αναρχισμός όντως αρνείται τη «θεολογική θεμελίωση της εξουσίας, σύμφωνα με
την οποία ο άνθρωπος είναι κακός λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, και άρα
χρειάζεται μιαν ισχυρή εξουσία εκ των άνω για να τον χαλιναγωγεί», αυτό
όμως επουδενί δεν συνεπάγεται την αποδοχή μιας φυσικής καλοσύνης και αγαθότητας
της ανθρώπινης φύσης. Αν κάτι τέτοιο ίσχυε ο αναρχισμός θα κατέρρεε, αφενός υπό
το βάρος των εμπειρικών δεδομένων αφετέρου μη δυνάμενος να απαντήσει σε εύλογα
και θεμελιώδη ερωτήματα, όπως της εμφάνισης του κράτους. Επιπλέον, η
χειραφετική του πρόταση θα βυθίζονταν στον παραλογισμό και την αφέλεια, καθώς
θα υπονοούσε μια κατάσταση πλήρους ελευθερίας και παντελούς απουσίας
περιοριστικών και κατασταλτικών θεσμών, αμέσως μόλις ο Κρατικός βρόγχος κοπεί.
Το αντίθετο, φυσικά, συμβαίνει καθώς για τον αναρχισμό η ανθρώπινη φύση δεν
μπορεί να οριστεί ως καλή ή κακή, μιας και αυτή είναι το αποτέλεσμα ποικίλων
κοινωνικών, πολιτικών, πολιτιστικών και οικονομικών συνθηκών και δεδομένων, και
αυτό είναι κάτι το οποίο μοιράζεται με το μαρξισμό. Προχωρά, όμως, πιο πέρα
καθώς, όπως υποστηρίζει ο Paul McLaughlin,
στον Μαρξ «λείπει εντελώς οποιαδήποτε αίσθηση της άμεσης συνέχειας μεταξύ
του φυσικού και του κοινωνικού (μιας και λείπει οποιαδήποτε αίσθηση μιας
βιολογικά καθορισμένης ανθρώπινης φύσης) [ενώ ο αναρχισμός] ξεκάθαρα
αναγνωρίζει τον βιολογικό χαρακτήρα του Ανθρώπου και [σκέπτεται] και δρα
με βάση αυτήν τη παραδοχή»[4].
Ο νατουραλισμός του αναρχισμού, που προϋποθέτει ως πρωταρχική και μοναδική
πραγματικότητα την κοινωνία, καθώς η ύπαρξη ξεχωριστών και αυτόνομων ατόμων
είναι αδιανόητη, αποτελεί και τη βάση της αναρχικής κριτικής στον Ρουσσώ (και
σε όλες τις συμβολαιϊκές θεωρίες). Μια προκοινωνική φυσική κατάσταση δεν
αποτελεί παρά παραλογισμό και η τεχνητή κατασκευή της κοινωνίας τη μόνη, εξίσου
παράλογη, διέξοδο του ατομικισμού των συμβολαιϊκών θεωριών. Της βασικής αυτής
ένστασης έπεται αυτή της απαλλοτρίωσης της βούλησης του λαού μέσω της γενικής
βούλησης και του αναδιπλασιασμού της σε
Κράτος.
Κλείνοντας, να σημειώσουμε πως ο
αναρχισμός του Colombo δεν αποτελεί παρά τη δική του ιδιαίτερη
ανάγνωση, μία από τις βασικές στη σύγχρονη αναρχική σκέψη, επουδενί όμως τη
μοναδική. Να αναφέρουμε ενδεικτικά πως ο Colombo αποτελεί τον βασικό εκφραστή του
ενός εκ των αντίπαλων πλευρών στη σεισμογενή διαμάχη περί της Επανάστασης,
απέναντι στους Tomas Ibanez και Nico Berti[5].
Η όποια προσπάθεια κατανόησης του
αναρχισμού θα χρειαστεί να αφήσει πίσω της ερμηνείες που η σύγχρονη έρευνα έχει
αποδείξει το αβάσιμό τους. Η διαρκώς αυξάνουσα βιβλιογραφία, μελετητών που από
τη δεκαετία του εβδομήντα και μετά στράφηκαν ξανά στον αναρχισμό με σκοπό την
επαναξιολόγηση και αποκατάστασή του, δεν αποδέχεται πλέον θέσεις όπως ο
αναρχισμός ως «επαναστατικός ρομαντισμός [ή ως] ριζοσπαστικό
χιλιαστικό κίνημα» (ο αναρχισμός για παράδειγμα του Τσόμσκυ δεν μπορεί να
αναγνωριστεί σε καμία από τις δύο αυτές ερμηνείες. Παρεμπιπτόντως, δεν θα
μπορούσε να αναγνωριστεί ούτε στον αναρχισμό του Colombo). Συνεπώς και για να
καταλήξουμε, δε χρειάζεται να σπάσουμε το αβγό του αναρχισμού για να το κάνουμε
να σταθεί όρθιο, μπορούμε ακόμη καλύτερα να επιλέξουμε τη κατάλληλη γι αυτό
αβγοθήκη, τη θέση δηλαδή που του αναλογεί στην
πολιτική θεωρία και φιλοσοφία και την κατανόηση και αξιολόγησή του ως
τέτοιας.
Κώστας
Γαλανόπουλος, υπ. δρ. Πολιτικής θεωρίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
[1] Eduardo Colombo, Η βούληση του λαού.
Δημοκρατία και αναρχία, μετ. Ν. Γιαννίκας, Γ. Καράμπελας, Θ. Σκορδαρά, Φ.
Τσαλούχου, Νι. Χριστόπουλος, Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα 2013, σ. 17. (Τα
παραθέματα χωρίς παραπομπή είναι από το κείμενο του κ. Μερτίκα.)
[2] Ο. π., σ. 21.
[3] Ο. π., σ. 151.
[4] Paul
McLaughlin, Mikhail Bakunin:The Philosophical Basis of His Anarchism,
Algora Publishing, N. Y. 2002, σελ. 168 και184. Η
θέση περί αγαθής ανθρώπινης φύσης στον αναρχισμό έχει πλέον απολέσει κάθε
εγκυρότητα. Χαρακτηριστικά, ο David Morland υποστηρίζει πως, αντίθετα ακριβώς, ο αναρχισμός υποθέτει μια
ανθρώπινη φύση δόλια, με αποτέλεσμα το χειραφετικό του πρόταγμα να καταρρέει,
βλ. David Morland, Demanding
the Impossible? Human Nature and Politics in Nineteenth-Century Social
Anarchism, Cassell, London 1997.
[5] Βλ. Andrea Breda, Andrea Staid, Tomas
Ibanez, Eduardo Colombo, Επανάσταση;, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου