8/2/14

Στην άβυσσο της πολιτικής...

JOHANNES AGNOLI, Ο μετασχηματισμός της δημοκρατίας και παρεμφερή κείμενα (1967-1998), μτφρ.-επιμ.-επίμετρο Θανάσης Γκιούρας, εκδ. κψμ, σελ. 301


Το υλικό με το οποίο πλάθεται η δημόσια, πολιτική, προσωπικότητά μας -οι εμπειρίες και οι επιρροές- γίνεται σε τέτοιο βαθμό μέρος της ώστε να λησμονούνται οφειλές και καταβολές. Αξίες και δόγματα, κατάλοιπα και παράγωγα για να μιλήσουμε στη γλώσσα του Παρέτο, είναι τόσο στενά συνδεδεμένα με τον χαρακτήρα μας, που ακόμη κι όταν η πολιτική μας συνείδηση έχει διαστραφεί από την τριβή της με την πραγματικότητα, δεν χρειάζονται παρά μια σπίθα για να έρθουν ξανά στην επιφάνεια.
Ο Johannes Agnoli (1925-2003) είναι ένας πολιτικός φίλος των χρόνων της μεταπολίτευσης και άφησε βαθύ αποτύπωμα (για καλό και για κακό) με τον Μετασχηματισμό της Δημοκρατίας στην κριτική ικανότητά μας. Πολιτικές αξίες και πεποιθήσεις που αποτελούν το υπόβαθρο μιας ριζικής κριτικής των θεσμών βρήκαν μια σύγχρονη ενδυμασία στα επιχειρήματα του μικρού αυτού βιβλίου. Στα ταραγμένα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν κράτος, θεσμοί και κοινωνία ήσαν ρευστά, ο Μετασχηματισμός της Δημοκρατίας του Agnoli, μεταφρασμένος τότε από τις εκδόσεις «Επίκουρος» (1972), επικαιροποιούσε την κλασική αριστερή τοποθέτηση έναντι του κοινοβουλευτικού ολιγαρχισμού.

Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στα ελληνικά, το 1992 αν η μνήμη μου δεν με απατά, ο Agnoli βρέθηκε στην Αθήνα προσκεκλημένος του ινστιτούτου Γκαίτε για να δώσει μια διάλεξη σχετικά με τη δημοκρατία. Ήταν μια εποχή που τα πράγματα είχαν πλέον κριθεί, κι ένα μεγάλο μέρος των αριστερών διανοουμένων είχε στραφεί είτε στον συνταγματικό πατριωτισμό του Χάμπερμας είτε σε μια πολιτισμική κριτική. Παρά τις διακριτικές προσπάθειες μαθητών του, και τότε ακαδημαϊκών διδασκάλων, να περάσει απαρατήρητη η παρουσία του στην Ελλάδα, όσοι παρακολουθήσαμε τη διάλεξή του χαρήκαμε τη μαχητικότητα και την ειλικρίνεια του ασυμφιλίωτου πνεύματός του. Στις συζητήσεις που είχαμε μαζί του τις επόμενες μέρες, κι ένα μέρος τους δημοσιεύτηκε ως συνέντευξη στο περιοδικό Λεβιάθαν, επανήλθαμε στα ζητήματα της δημοκρατίας, για να ακούσουμε την κριτική του στην τότε δεσπόζουσα σοσιαλδημοκρατική παραμυθία.
Μισό αιώνα από την πρώτη γερμανική έκδοσή του, το 1967, και με το πέρασμα άλλης μιας εικοσαετίας, οι «εκδόσεις κψμ» και ο Θανάσης Γκιούρας έφεραν στην επιφάνεια τον Μετασχηματισμό… σε συνδυασμό με μια σειρά μεταγενέστερων κειμένων του. Όσοι έχουν την υπομονή να προσπελάσουν το στρυφνό ύφος των μεταφρασμένων κειμένων (και να διαβάσουν το εξαιρετικό επίμετρο του Γκιούρα) θα ανακαλύψουν έναν στιβαρό στοχασμό για μείζονα θέματα της συγκυρίας, που η ενασχόληση με την κρίση στην «οικονομική δομή» αφήνει κατά κάποιον τρόπο στο περιθώριο.
Κι όμως∙ εκεί απ’ όπου η κρίση ξεκινά, εκεί όπου μπορεί και πρέπει να απαντηθεί είναι η σφαίρα της πολιτικής δομής, η «σχετική» αυτονόμηση της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας από την κοινωνία και η καθυπόταξή της στις έμμεσες εξουσίες των οικονομικών συμφερόντων. Γιατί παρά τη διακηρυγμένη νομική ισότητα, στην πολιτική σφαίρα κυριαρχεί η σφαίρα της οικονομίας, κυριαρχεί δηλαδή ο τόπος όπου επικρατεί η ουσιαστική ανισότητα, και η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί απλά και μόνον νομικά. Έχουμε αρκετές φορές τονίσει το κεντρικό δομικό χαρακτηριστικό του μετασχηματισμού στο σύνολο του δυτικού κόσμου, όπως το περιγράφει ο Agnoli, που στην ακραία κατάσταση της κρίσης γίνεται απροκάλυπτο: ο συνταγματικός κανόνας χάνει την ισχύ του με τη μετατόπιση της εξουσίας από το κοινοβούλιο σ’ έναν στενό κυβερνητικό κύκλο, από τη νομοθετική εξουσία στην εκτελεστική τέτοια.  Γι’ αυτό κι ο συνταγματικός πατριωτισμός του Χάμπερμας, στον οποίο αναφέρεται ο Agnoli, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση ελευθερίας, καθώς μετατρέπει τις νομικές διαδικασίες σε ομφαλό της δημοκρατίας.
Ο Agnoli αναλύει τον μετασχηματισμό της δημοκρατίας στην προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης και με βάση την εμπειρία της μεταπολεμικής Γερμανίας. Η (διαρκώς ανευόδωτη) χειραφέτηση είναι ό,τι διαφοροποιεί την ανάλυσή του από το αρχετυπικό, ομότιτλο σύγγραμμα του Παρέτο. Γενικεύοντας την ιταλική εμπειρία, ο Παρέτο μνημονεύει την επανάληψη ενός πλουτοκρατικού κύκλου, στο τέλος του οποίου τα ιδιαίτερα συμφέροντα διαβρώνουν τις δημοκρατικές κυβερνήσεις και τις καθιστούν ανίκανες να πάρουν αποφάσεις για το κοινό καλό. Η δημοκρατική αρχή μετασχηματίζεται σε πλουτοκρατική τέτοια και ασκείται από τους λίγους προς όφελος των λίγων. Μια δημαγωγική πλουτοκρατία εξαπατά τις μάζες χειραγωγώντας τα συναισθήματά τους, μέχρις ότου να χρεοκοπήσει η κυβέρνηση και να καταστραφεί η οικονομία. Μια τέτοιας λογής κρίση, για τον Παρέτο, κινητοποιεί τα συντηρητικά ένστικτα της μάζας, που έχει μάθει να συμπεριφέρεται με πανουργία και ν’ αποφεύγει τη σκληρή δουλειά, και φέρνει στην εξουσία μια στρατιωτική αρχή.  Γραμμένο το 1921, το σύγγραμμα αυτό είναι ένας προάγγελος του φασισμού στην Ιταλία και μια προειδοποίηση για το μέλλον της δημοκρατίας.
Ο Agnoli από την πλευρά του, έχοντας βιώσει τον φασισμό και τον ναζισμό, μελετά τον νέο πλουτοκρατικό κύκλο, ας πούμε, όπως οικοδομείται από τους συμμάχους και τις γερμανικές ελίτ στο μεταπολεμικό σκηνικό. Ο κοινοβουλευτικός ολιγαρχισμός, λέει, κατασκευάζεται με βάση τη «δημοκρατία της αγοράς», δηλαδή τον ανταγωνισμό των ατόμων και τις διεκδικήσεις μεμονωμένων συμφερόντων που εκλαμβάνονται ως δικαιώματα. Έτσι συγκαλύπτεται η σύγκρουση μεταξύ της ολιγαρχίας και των μαζών, και μετατοπίζεται από τη σφαίρα του δεσποτισμού της παραγωγής στη σφαίρα της αναπαραγωγής, δηλαδή στις διεκδικήσεις για την αύξηση μεριδίου στην απόλαυση καταναλωτικών αγαθών. Κοντολογίς, η κοινωνική ειρήνη στη μεταπολεμική Ευρώπη έχει σαν υπόβαθρο τον κοινωνικό ανταγωνισμό μυριάδων συμφερόντων που υπακούουν στη δικτατορία του ευ ζην.
Σ’ αυτήν τη συνάφεια πραγματοποιείται ο μετασχηματισμός των ταξικών κομμάτων σε πολυσυλλεκτικά τέτοια. Με την καθιέρωση του γενικού εκλογικού δικαιώματος τα κόμματα από εκφραστές συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων τείνουν να γίνουν εκφραστές ενός αφηρημένου γενικού συμφέροντος. Απ’ αυτή τη διαδικασία δεν κατόρθωσαν να ξεφύγουν ούτε τα προλεταριακά ούτε βέβαια οι πρόσφατοι πράσινοι-εναλλακτικοί σχηματισμοί, που προσαρμόστηκαν με εκπληκτικά ταχείς ρυθμούς στο αφηρημένα γενικό και μάλιστα εθνικο-κρατικό συμφέρον. Η προσαρμογή των κομμάτων στην άσκηση μιας γενικής κρατικής πολιτικής είναι ο αναγκαίος όρος για την αποκοπή των ηγετικών κλιμακίων από τα μέλη της κομματικής βάσης και την αποδοχή τους από τα ηγεμονικά συμφέροντα και τον μηχανισμό της κυριαρχίας. Σ’ αυτό το σημείο ο Agnoli, ακολουθώντας τον (δυστυχώς αδιάψευστο) σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας του Μίχελς, υποστηρίζει ότι τα μέλη των κομμάτων καθίστανται εργαλεία των σχεδίων και των συμφερόντων των ηγετικών επιτελείων. Μ’ αυτόν τον τρόπο «εξουδετερώνεται η διάθεση για ενεργό πολιτική συμμετοχή».
Το υπόδειγμα το οποίο αναλύεται θεωρητικά στον Μετασχηματισμό… εφαρμόστηκε και συνεχίζει να εφαρμόζεται στην Ευρώπη. Έχει δείξει μια τεράστια αντοχή στο ξεπέρασμα επιμέρους κρίσεων του που ανάγονται σε περιορισμένους κύκλους προσώπων. Διαμέσου της εναλλαγής εντός των αποδεκτών ελίτ ή διαδικασιών κάθαρσης στα πλαίσια του κοινοβουλίου και με παρεμβάσεις της δικαστικής εξουσίας (Ιταλία), επιτυγχάνεται η πρόσδεση των μαζών στην καθεστηκυία τάξη. Γι’ αυτό, παραμένει γεγονός ότι ο κοινοβουλευτικός ολιγαρχισμός είναι ένας από τους πιο στέρεους και αδιαμφισβήτητους θεσμούς του κυρίαρχου συμφύρματος. Το ρήγμα που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα είναι μια ακραία κατάσταση, έκφραση των ορίων αυτού του υποδείγματος (κι όχι μια λανθασμένη εφαρμογή του όπως θα ήθελε μια εκσυγχρονιστική οπτική). Βρίσκεται στο αντίθετο άκρο από την γερμανική του υπόσταση και θέτει το ερώτημα: κατά πόσον η κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη διάσωσή του μπορεί να μεταστραφεί σε κατάσταση εξαίρεσης με την αλλαγή του; Η απάντηση στο ανοικτό αυτό ερώτημα αφορά πρώτα και κύρια την πράξη, αλλά όχι μόνον. Όταν έχεις να τα βάλεις μ’ αλεπούδες και λιοντάρια χρειάζεται να ξέρεις πού πατάς και πού πηγαίνεις, χρειάζεται η ταυτότητα θεωρίας και πράξης…

Ο Agnoli δεν ήταν μόνον ένας ακαδημαϊκός επαγγελματίας. Αντίκρισε την άβυσσο της πολιτικής δράσης στη νεότητά του και στρατεύτηκε κατόπιν ανυποχώρητα στην ουτοπική υπόθεση της αριστεράς. Θυμάμαι ακόμη και σήμερα τον ενθουσιασμό με τον οποίο μίλαγε για την πτώση του τείχους, και τον πύρινο λόγο που έβγαλε σε μια συγκέντρωση εκείνη τη νύχτα στο όνομα της χειραφέτησης του γερμανικού λαού, έστω κι αν ήξερε ότι ερχόταν η διάψευση. Προσωποποίησε με ιδανικό τρόπο το απόφθεγμα του Αντόρνο «απαισιόδοξοι στη θεωρία κι αισιόδοξοι στην πράξη». Κι αυτό σημαίνει ότι δεν στάθηκε στην κριτική πολιτειολογία, δηλαδή στην παραγωγή ιδεολογίας για το πώς πρέπει νάναι η πολιτική, αλλά στην κριτική αυτού που είναι η πολιτική. Χρειάζεται να ’χεις φτερά για να πετάξεις πάνω από την άβυσσο.

Γιώργος Μερτίκας

Δεν υπάρχουν σχόλια: