8/2/14

Ηγεμονία και αυτονομία

Ριζοσπαστική δημοκρατία και συλλογικά κινήματα σήμερα

Προδημοσίευση από τον τόμο που θα εκδοθεί τον Ιούνιο του 2014 από τις εκδόσεις Ashgate, στα αγγλικά, με την επιμέλεια των Αλ. Κιουπκιολή και Γ. Κατσαμπέκη. Κάθε Κυριακή δημοσιεύουμε ένα μεταφρασμένο απόσπασμα από κείμενο του τόμου.

ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΠΡΕΝΤΟΥΛΗ ΚΑΙ ΤΟΥ LASSE THOMASSEN

Το κίνημα των πλατειών του 2011, οι «αγανακτισμένοι» και οι «indignados», όπως έγιναν γνωστοί σε Ελλάδα και Ισπανία, επανάφεραν στο προσκήνιο παλιά και δυσεπίλυτα ζητήματα για την Αριστερά. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, έγινε σαφές πως η τελευταία αδυνατούσε να συντονιστεί με την λαϊκή φαντασία. Ως κομμάτι της κοινοβουλευτικής πολιτικής ζωής, και μαζί με το υπόλοιπο πολιτικό κατεστημένο, η ίδια η αριστερά είχε απονομιμοποιηθεί, τουλάχιστον όσον αφορά μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας, και έτσι μη-αντιπροσωπευτικές εναλλακτικές ξεκίνησαν να τίθενται στο τραπέζι.
Οι συζητήσεις που αναδείκνυαν τα κινήματα αυτά, συνιστούσαν μια απάντηση στις αποτυχίες του υπάρχοντος οικονομικού παραδείγματος, και έτσι ένα ενδεχόμενο εναλλακτικό οικονομικό όραμα που αμφισβητούσε τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό ήρθε στο προσκήνιο. Ωστόσο, στην καρδιά των κινημάτων εντοπιζόταν και η συνειδητοποίηση ότι χωρίς μια εναλλακτική στο πολιτικό πεδίο, η οποία θα αντιστάθμιζε το δημοκρατικό έλλειμα σε χώρες με αντιπροσωπευτικά συστήματα, μια τέτοια κοινωνική εναλλακτική θα ήταν αδύνατη. Η αντίσταση απέναντι στα οικονομικά προγράμματα της τρόικας έπρεπε να έλθει από τον «λαό», τον πολιτικό εκείνο δρώντα ο οποίος είχε αποκλειστεί από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Και ενώ η κρίση αναγνωριζόταν ως οικονομική, υπήρχε η αίσθηση πως αφορούσε εξίσου και το πεδίο της πολιτικής – πράγματι, η κρίση ήταν τόσο γενικευμένη που θα ήταν αδύνατο να περιοριστεί σε ένα μόνο πεδίο της κοινωνίας.
Παρόλο που η αμφισβήτηση του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου συνιστά θεμέλιο λίθο του αριστερού λόγου, τα κινήματα των πλατειών απέρριπταν τα κόμματα της Αριστεράς και τα συνδικάτα, ως κομμάτια του ευρισκόμενου σε κρίση συστήματος, ή έστω ως μη αντιπροσωπευτικά. Οι μάζες που διαδήλωναν στις πλατείες απαιτούσαν ωστόσο να ακουστεί η «φωνή» τους, και έτσι άρχισε να τους απασχολεί η ιδέα μιας διαφορετικής μορφής πολιτικής οργάνωσης, έξω από τους τυπικούς πολιτικούς θεσμούς. Στο πλαίσιο του λόγου που ανέπτυσσαν, η «αυτονομία» και η «άμεση δημοκρατία» χρησιμοποιούνταν αντιπαραθετικά ως προς την κοινοβουλευτική πολιτική όπως την γνωρίζουμε. Είναι ενδεικτικό επίσης το γεγονός ότι η παραδοσιακή αριστερά αποτέλεσε τον πιο δριμύ επικριτή τούτου του κινήματος. Η εφημερίδα του ΚΚΕ, π.χ., [ο Ριζοσπάστης] υποστήριζε πως το κίνημα δεν πρόβαλλε κανέναν κίνδυνο για το κατεστημένο, δεν είχε καμιά εναλλακτική πολιτική πρόταση πέρα από την άμεση απόρριψη της κυβέρνησης και της λιτότητας, και γι’ αυτό το λόγο το κίνημα γινόταν μέχρι και «ανεκτό» από μια μερίδα των μεγάλων ΜΜΕ και ορισμένα πολιτικά κέντρα.[1] Έτσι, παρουσίαζε τους διαδηλωτές ως χρήζοντες «διαφωτισμού» και καθοδήγησης.
Η αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στο ΚΚΕ και το κίνημα των πλατειών ανοίγει μια παλιά διαμάχη, θέτοντάς την τώρα σε ένα νέο, σύγχρονο πλαίσιο: Πώς μπορούμε να φτάσουμε στη χειραφέτηση; Πώς θα αναδυθεί μια νέα οικονομική και πολιτική τάξη (order); Θα προκύψει μόνο μέσα από έναν ηγεμονικό δρώντα/παράγοντα;  Αν ναι, ποιος θα είναι αυτός ο δρών: το Κόμμα, μια συγκεκριμένη τάξη, ή ο λαός; Και αντίστροφα, μήπως η χειραφέτηση είναι εφικτή μόνο μέσω περισσότερο αυτόνομων μορφών οργάνωσης – αποκεντρωμένων, αυθόρμητων και χωρίς αντιπροσωπευτικές ιεραρχίες;
Πιστεύουμε πως ένας διάλογος μεταξύ ηγεμονίας και αυτονομίας είναι απαραίτητος, ούτως ώστε να κατανοήσουμε επαρκώς τα κινήματα των πλατειών και να στοχαστούμε πάνω σε μια ριζοσπαστική πολιτική του μέλλοντος. Αρνούμαστε να θεωρήσουμε την αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στις δύο κατευθύνσεις υπό τη μορφή ενός είτε/είτε (either/or). Αυτή η αμοιβαία καχυποψία έχει μακρά ιστορία, και είχε εκδηλωθεί με παραδειγματικό τρόπο στα γεγονότα του Μάη του ’68. Όταν τα κινήματα των εργατών και των μαθητών υπερέβησαν κάθε αυστηρή ταξική τοποθέτηση, απέρριψαν κάθε μορφή αυταρχισμού και ανέπτυξαν μια πολιτική ατζέντα πολύ πιο πολιτικοποιημένη και ριζοσπαστική από εκείνη που πρότειναν τα συνδικάτα και το Κομμουνιστικό Κόμμα, το τελευταίο αντιμετώπισε την εξέγερση είτε ως παραστρατημένη είτε ως έχουσα ανάγκη την κομμουνιστική ηγεσία, που θα περιόριζε και θα καθοδηγούσε τα γεγονότα. Από τον Μάη του ’68 και έπειτα, έχουν ανακύψει νέοι προσανατολισμοί, που δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ευρέως διαδεδομένη κριτική στην ανικανότητα της Αριστεράς να γίνει κομμάτι πιο ετερόκλητων και αυθόρμητων κινημάτων στην πράξη, αλλά, επίσης, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κριτική της ανικανότητας της μαρξιστικής θεωρίας να εξηγήσει πολιτικές που θέτουν την πολιτική από τα κάτω στο επίκεντρο κάθε μελλοντικής πρωτοβουλίας.
Αν και ο Μάης του ’68 κατέστησε πιο εμφανές το χάσμα που χωρίζει τις θέσεις της ηγεμονίας και της αυτονομίας, πολύ νωρίτερα ο λενινισμός ήταν ήδη αρκετά ξεκάθαρος σχετικά με τη θεωρητική ασυμβατότητα των δύο θέσεων. Για τον Λένιν, η αυθόρμητη δράση των εργατών και η θεωρητική συνείδηση του κινήματος δεν ήταν δυνατό να συμπίπτουν. Χωρίς την ηγεσία/καθοδήγηση του κόμματος, το εργατικό κίνημα παραμένει υποδουλωμένο στην αστική ιδεολογία, όσο δεν υπάγεται στο σοσιαλιστικό κόμμα: «έχουμε υποστηρίξει πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει σοσιαλδημοκρατική συνείδηση μεταξύ των εργατών. Θα έπρεπε να τους έχει έρθει από τα έξω».[2]
Τούτη η σαφής διάκριση ανάμεσα στις μάζες και το κόμμα, ανάμεσα σε αυτούς που δρουν και αυτούς που σκέφτονται, παραμένει προβληματική σε όλη την ιστορία του μαρξισμού, ακόμα κι όταν πιο πρόσφατες θεωρητικές αναλύσεις επιχείρησαν να κρατήσουν μια ισορροπία, εστιάζοντας στην οργανωμένη ηγεσία του «λαού». Για παράδειγμα, ο Γκράμσι απέδιδε κεντρική σημασία στο ρόλο των εργατικών συμβουλίων, αμφισβητώντας έτσι το Κόμμα ως την αληθινή αντιπροσώπευση και ενσάρκωση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Γκράμσι ωστόσο δεν προσέφερε μια πλήρως αναπτυγμένη θεωρία για τη σχέση του αυθόρμητου από τα κάτω κινήματος με το Κόμμα.
Η αναρχική θεωρητική παράδοση έχει σταθεί ενάντια στην ιεραρχία και την συγκεντρωτική εξουσία που ενδημούν στον μαρξισμό. Ο Μπακούνιν δεν βλέπει στους επαγγελματίες επαναστάτες του κόμματος παρά μια ακόμα δικτατορία, και προτιμά την αυθόρμητη δράση από τα κάτω.[3] Σύμφωνα με τον Τοντ Μέι (Todd May) τούτη η αναρχική θέση εδράζεται σε δύο ακόμα επιχειρήματα: πρώτα, στο γεγονός ότι εφόσον τους δοθεί η επιλογή, οι άνθρωποι με φυσικό και αυθόρμητο τρόπο θα συμπεριφερθούν με δίκαιο τρόπο· και, δεύτερο, ότι η επίτευξη της ισότητας μπορεί να ευοδωθεί μόνο όταν δρούμε υπό την προϋπόθεση της ισότητας.[4] Σε αυτή τη λογική, μόνο με οργάνωση από τα κάτω μπορούμε να φτάσουμε στη χειραφέτηση.
Αυτή η εν τάχει αναδρομή καταδεικνύει μια θεμελιακή διαμάχη στο επίπεδο της πολιτικής θεωρίας και δράσης σήμερα. Για ένα κομμάτι της Αριστεράς, η πολιτική δράση, η επανάσταση ή η αντίσταση θα προκύψει όταν το «πλήθος» ή ο «λαός» υπαχθούν σε μια ηγεμονική δύναμη. Η αντιδιαμετρικά αντίθετη θέση είναι ότι το «πλήθος» ή ο «λαός» θα αυτο-συγκροτηθούν ως δύναμη και θα δράσουν αυθόρμητα επιδιώκοντας τη χειραφέτηση. Ανάμεσα στις δύο αυτές ακραίες θέσεις η ερώτηση-κλειδί για το σήμερα έγκειται στην δυνατότητα μιας ηγεμονίας χωρίς πρωτοπορία αφ’ ενός, και μιας μορφής αυτοοργάνωσης που δεν είναι άμεση/αδιαμεσολάβητη και αυθόρμητη, από την άλλη. Για να το θέσουμε με άλλους όρους, το ερώτημα είναι ποια μορφή θα λάβει η ηγεμονία μετά τον Γκράμσι και ποια η πολλαπλότητα μετά τον αναρχισμό.

Η Μαρίνα Πρεντούλη διδάσκει ΜΜΕ και Πολιτική στο University of East Anglia
Ο Lasse Thomassen Διδάσκει Πολιτική Θεωρία στο Queen Mary, University of London


[1] Ριζοσπάστης, 31.5.2011, σ. 7-8.
[2] Lenin, παρατίθεται στο Leszek Kolakowski, Main Currents of Marxism: Vol. 3, Oxford University Press, 1978, σ. 386.
[3] Todd May, The Political Thought of Jacques Rancière: Creating Equality, Pennsylvania State University Press, 2008, σ. 87.
[4] Αυτ., σ. 90. Βλ. επίσης Richard J.F. Day, Gramsci is Dead: Anarchist Currents in the Newest Social Movements, Pluto Press, 2005, κεφ. 4.

Άτιτλο, 1976, μελάνι σε εφημερίδα (Le Monde, 10/2/1976), 50 x 67 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: