ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Άτιτλο, 1976, μελάνι σε εφημερίδα (Le Monde,
4/2/1976), 50 x 67
εκ.
|
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΚΩΤΙΑΣ, Σημειώσεις ενός
αναγνώστη, για την ιστορία, την ιδεολογία, την αφήγηση, εκδόσεις Πόλις, σελ.
115
Ι. Ο Κώστας Καρακώτιας (γ. 1961) είναι μια ιδιότυπη μορφή κριτικού, από
πολλές πλευρές. Αν και από νεαρή ηλικία, στη δεκαετία του ΄80, άρχισε να γράφει
παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς την εκδοτική εμφάνιση βιβλίων πολιτικής
θεωρίας, ιστοριογραφίας αλλά και πεζογραφίας, τα κριτικά του κείμενα έτσι όπως
μοιράστηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά διαφόρων και ενίοτε διαφορετικών
στιγμάτων, δεν λειτούργησαν συμψηφιστικά για τη σύνθεση ενός κριτικού λόγου,
όπως ο δικός του, που είχε από νωρίς παρουσιάσει ως βασικό του χαρακτηριστικό
την ευκρίνεια τού ιδεολογικού του προσανατολισμού προς τον σοσιαλισμό. Και το
λέω αυτό διότι ένας τέτοιος, με σχετική σαφήνεια προσανατολισμένος κριτικός
λόγος, κερδίζει ή χάνει ως προς την επιτελεστικότητά του ανάλογα με τις
συνάφειες και γειτνιάσεις του. Από τον ρηξικέλευθο Σχολιαστή της δεκαετίας του ΄80 ως την ανόμοια δέσμη των εφημερίδων
Η Αυγή,
Η Καθημερινή, Εξουσία, Ελεύθερος Τύπος,
και ως την ακαδημαϊκότερη Νέα Εστία.
Η άλλη όψη της ιδιοτυπίας της θέσης του Καρακώτια ανάμεσα στις νεώτερες
κριτικές παρουσίες, είναι συναφής με τα προηγούμενα: υπήρξε μια σχεδόν μοναχική
παρουσία στα γράμματα της τελευταίας εικοσιπενταετίας, καθώς έμεινε πιστός στην
υλιστική, αν και χωρίς δογματισμούς και απολυτότητες, θεωρία της
μυθιστορηματικής παραγωγής, έτσι όπως την επεξεργάστηκαν οι Γάλλοι Πιερ Μασερέ
και Πωλ Ρικέρ και οι νέοι Άγγλοι κοινωνιολόγοι. Μπορεί σήμερα, ή εδώ και μερικά
χρόνια, η υλιστική μέθοδος να έχει επανακάμψει στις φιλοσοφικές και στις
ανθρωπολογικές σπουδές, αλλά αυτό δεν αναιρεί τη μοναχικότητα της μεθόδου του
Καρακώτια, γιατί συνέπεσε η παρουσία του στα κριτικά μας πράγματα με μια μάλλον
εκτενή χρονική περίοδο κάμψεως ή εξαφανίσεως εκείνων των αναλύσεων που δεν
ήθελαν να δεχθούν την αφηγηματική σύνθεση, μικρή ή μεγάλη, ως μια κλειστή δομή
αυτόνομου λόγου. Συνέπεσε, ας πούμε, με το μοντερνιστικό δόγμα τού κειμενικά
αυτοτελούς, που υπήρξε η έως υστερίας γραμμή άμυνας της πανεπιστημιακής θεωρίας
για αρκετά χρόνια.
ΙΙ. Στις Σημειώσεις ενός Αναγνώστη,
ο Καρακώτιας συγκέντρωσε βιβλιοκριτικές και άρθρα του μιας εικοσαετίας
(1989-2009), χωρίζοντάς τα σε τέσσερεις κατά κάποιο τρόπο ομόκεντρες ενότητες,
αν και, καθώς ό ίδιος αναφέρει εισαγωγικά (σ. 15), «όλα τους συνδέονται και
διαπερνώνται από την ίδια οπτική, και την ίδια αναγνωστική και κριτική
μεθοδολογία». Πρόκειται λοιπόν για τα αναφερόμενα σε γενικής φύσεως εκδόσεις
που πραγματεύονται ζητήματα της διεθνούς πολιτικής θεωρίας αλλά και της
ελληνικής εθνικής συγκρότησης και των στρεβλώσεών της˙ τα αναφερόμενα σε βιβλία που γράφτηκαν με
άξονά τους την αναπαράσταση ή την αναμνημόνευση της δεκαετίας 1940-1950, μια
δεκαετία ιδιαζόντως κρίσιμη για τον κριτικό ˙ τα αναφερόμενα ευρύτερα σε βιβλία που ανήκουν στο κάπως ρευστό είδος της
μυθοπλασίας όπου η ιστορία έχει έναν ενεργό ρόλο και δεν αποτελεί απλώς
σκηνογραφία, και, τέλος τα αναφερόμενα σε εκδόσεις και πολιτισμικά φαινόμενα
που δίνουν αφορμή στον Καρακώτια να κρίνει και να θίξει τα βιβλία ευρείας
κατανάλωσης. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να παρατηρήσω στο σημείο αυτό πως τα
βιβλία ετούτης της ενότητας, αισθησιακά, αισθηματικά ή περιπετειώδη, όπως Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα ή O Κώδικας Da Vinci και άλλα
συναφή, δεν έχουν μια πάγια θεματική όπως πολλοί νομίζουν. Η θεματική τους πάνω
στον περίπου ίδιο συναισθηματικό καμβά αλλάζει, αναλόγως με το τι επιβάλλει η
κάθε εποχή. Ήδη, ο ακοίμητος μηχανισμός εμπορικής εκμετάλλευσης των τάσεων του
ελληνικού τηλεοπτικού ή του αναγνωστικού κοινού, που πολλές φορές συμπίπτουν,
έχει στραφεί προς την λαϊκίστικη υποβολή και επιβολή θεμάτων «πολιτικών» ή
οικονομικής δυσπραγίας, που η αναπαραγωγή τους στα πεδία του φιλμικού και του
έντυπου λόγου σκοπό έχει να προσελκύσει τη συναισθηματική οικείωση ενός κοινού
το οποίο αρκείται στην πρωτοβάθμια επαφή με την τέχνη.
ΙΙΙ. Ασφαλώς όχι τυχαία έχει προταχθεί σ’ αυτή τη συναγωγή κειμένων του Κ.
Καρακώτια η βιβλιοκριτική του για μια πρόσφατη μετάφραση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου των Μαρξ και
Ένγκελς. Του δίνεται μ’ αυτό τον τρόπο η ευκαιρία όχι μόνο να ξαναδιαβάσει και
να περιγράψει εν συντομία μια ολιστική διακήρυξη αρχών που θέλησε να συλλάβει
σε μια εξελικτική πορεία την κίνηση της παγκόσμιας ιστορίας (τέτοιες
διακηρύξεις δεν ήταν λίγες στον 19ο αιώνα) από τις απαρχές της οργανωμένης σε κοινωνίες ανθρωπότητας ως το
πρόδηλο για τους συντάκτες της μέλλον, αλλά και να πει εμμέσως στους αναγνώστες
των Σημειώσεων ότι ο τρόπος ανάλυσης
που επιχειρεί το Μανιφέστο συνιστά
εξακολουθητικά ένα υπόδειγμα κριτικής ανάλυσης και για τον ίδιο. Προσαρμοσμένο
βέβαια σ’ ένα πεδίο όπου η ιστορία, οι πολιτικές αντιλήψεις και ο τρόπος
αντίληψης του κόσμου από έναν πεζογράφο δεν είναι στοιχεία καθεαυτά αλλά
στοιχεία που έχουν ενσωματωθεί σε μια λογοτεχνική σύνθεση, σε μια μυθοπλασία.
Και τούτο διότι ως μαρξιστής ο Καρακώτιας θα έλεγα πως θεωρεί ότι το Μανιφέστο (και εννοείται, όχι μόνο αυτό)
είναι ένα καταστάλαγμα φιλοσοφικών και πολιτικών αρχών που η ερμηνευτική του
δυναμική διαθλάται όχι μόνο στο πεδίο κατανόησης του μηχανισμού της
κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αλλά και σ’ αυτόν της αναπαράστασης της ιστορίας και
της κοινωνίας σ’ ένα καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργο. Έτσι, στις επιμέρους
βιβλιοκρισίες που ακολουθούν, και στα τέσσερα μέρη της συναγωγής του Καρακώτια,
ο κριτικός δεν μένει στην αξιολόγηση των έργων, στο αν τα μυθιστορηματικά
πρόσωπα αποτελούν οργανικό μέρος της μυθοπλασίας ή όχι, στο αν υπάρχουν
προβλήματα δομής, αναχρονισμών, αν τα αφηγηματικά κείμενα ξεχωρίζουν για τη
λογοτεχνικότητά τους, τη γλωσσική τους ευστοχία ή αστοχία, κλπ., αλλά, εξίσου,
αν αποτελούν αναπαραστάσεις ιδεολογικών και κοινωνικών ταυτοτήτων, πολιτικών θέσεων
και ριζοσπαστικών ή συντηρητικών ηθικών στάσεων απέναντι στην ιστορία. Λ.χ.,
κρίνοντας τη συλλογή πεζών του Μάρκου Μέσκου, Νερό Καρκάγια (2005), τα διαβάζει όχι μόνο γλωσσικά ή μορφολογικά
αλλά και ιδεολογικά:
«Ο Μέσκος αναπλάθει έναν ολόκληρο κόσμο σε μια συγκεκριμένη συγκυρία,
αρνείται τις πολλαπλές αποσιωπήσεις των εθνοτικών και γλωσσικών ετεροτήτων και
κεντρίζει, θεματικά, αφηγηματικά και συναισθηματικά, το αναγνωστικό ενδιαφέρον»
(σ. 124)
ΙV. Από τις τέσσερεις ενότητες των Σημειώσεων
του Καρακώτια νομίζω ότι μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν η δεύτερη και η τρίτη. Στη
δεύτερη έχει συγκεντρωμένες τις βιβλιοκρισίες που αφορούν κατά κύριο λόγο σε
μυθιστορήματα, μαρτυρίες, αλλά και μελέτες με χρονικό τους ορίζοντα τη δεκαετία
1940-1950, δεκαετία εμβληματική για τον κριτικό, αφού θεωρεί ότι στη διάρκειά
της παίχτηκαν, κερδήθηκαν και χάθηκαν διακυβεύματα που οι συνέπειές τους ακόμα
και τώρα σκιάζουν τον δημόσιο και τον ιδιωτικό μας βίο. Το κριτήριο λοιπόν της
επιλογής αυτών των βιβλίων και της συνάθροισής τους στην ίδια ενότητα είναι
πρώτα απ’ όλα η έντονη συνάφειά τους με την ελληνική ιστορία, και έπειτα ο
εστιασμός τους στην εν λόγω δεκαετία, στα κατοχικά και μετακατοχικά και
εμφυλιακά γεγονότα, τα οποία, είναι αλήθεια, ότι η συχνή ανασύσταση τους σε
έργα πολλών πεζογράφων του μεταπολέμου, από τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Νίκο
Κάσδαγλη και τον Άρη Αλεξάνδρου, ως τον Θανάση Βαλτινό, τον Ηλία
Παπαδημητρακόπουλο, τον Πρόδρομο Μάρκογλου, τον Κώστα Βούλγαρη ή, πρόσφατα, τον
Βαγγέλη Ραπτόπουλο, δείχνει σε κάποιον που πιθανόν έχει μια γενική εποπτεία του
πεζού λόγου στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα ότι υπήρξε και υπάρχει μια
αθεράπευτα διασαλευμένη, μια προβληματική σχέση των συγγραφέων (και κατά
προέκταση, της κοινωνίας) με το ιστορικό τους παρελθόν˙ ένα συλλογικό τραύμα που δεν λέει να
κλείσει παρά το ότι πέρασαν έκτοτε εξήντα και πλέον χρόνια. Υποθέτω ότι αυτό το
ημιτελές βήμα του κοινωνικού φαντασιακού που μεταφέρεται ως ενοχή από γενιά σε
γενιά έχει υπ’ όψη του ο Καρακώτιας, όταν επανέρχεται σε κάθε βιβλιοκρισία της
δεύτερης ενότητας με έναν δραματικά τονισμένο, επιγραμματικό ορισμό αυτής της
περιόδου: «Η άγρια και ταραγμένη δεκαετία 1940-1959 δεν καθόρισε μόνο την
κοινωνικοπολιτική διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αλλά σημάδεψε
έντονα και ανεξίτηλα ζωές και συνειδήσεις» (Δημήτρης Πετσετίδης, Λυσσασμένες αλεπούδες, σ.125).
V. Στην τρίτη ενότητα, αν και ο εστιασμός της κριτικής ματιάς παραμένει
προσαρμοσμένος κατ΄ αρχάς στον ορίζοντα της ιστορίας, τα υπό εξέταση βιβλία
διαστέλλουν αυτό τον ορίζοντα σε πολύ μεγαλύτερο χρονικό φάσμα. Αντί της
δεκαετίας έχουμε μυθιστορήματα, μαρτυρίες ή μελέτες που έχουν ως χρονικό τους
πλαίσιο το 300 π.Χ., όπως Το μυθιστόρημα
του Ξενοφώντα (2004) του Τάκη Θεοδωρόπουλου, το τέλος του αρχαίου κόσμου,
όπως Ο θίασος των Αθηναίων (1999) του
Βασίλη Γκουρογιάννη ή η μεγάλη σάγκα του Νίκου Θέμελη που περιλαμβάνεται στα
τρία πρώτα βιβλία του, Η αναζήτηση
(1998), Η ανατροπή (2000), Η αναλαμπή (2003) και καταλαμβάνει μια
εξηκονταετία, από το 1880 ως τον πόλεμο του ’40. Θα έλεγα ότι αν η δεύτερη
ενότητα έχει ένα ειδικό ενδιαφέρον, λόγω του ότι αρκετά από τα βιβλία έχουν ένα
ζωτικό υπόστρωμα από όπου οι συγγραφείς αντλούν στοιχεία για τις προσωπικές,
βιωματικές τους αναπαραστάσεις, η τρίτη, με τις αναγωγές και επαγωγές σε
χρονικά διαστήματα που λίγο πολύ είναι μακριά από τον εμπειρικό κύκλο των
μυθιστοριογράφων (όχι τυχαία εδώ έχουμε σχεδόν αποκλειστικά μυθιστορήματα),
τους δίνει τη δυνατότητα ενός μεγαλύτερου και ίσως γονιμότερου «κριτικού
ελέγχου» της έννοιας της ιστορίας στις μυθοπλασίες τους. Στη δεύτερη ενότητα,
των βιωματικών πεζών, το πρόσωπο, ως άτομο ή ως μέρος μιας κοινότητας ανθρώπων,
είναι εύλογο να σκιάζει το πεδίο της αφηγηματικής αναπαράστασης˙ στην τρίτη τα πρόσωπα αποτελούν μέλη ενός
γενικότερου σύμπαντος, ενός κόσμου και είναι επίσης εύλογο ότι η παρουσία τους
στη μυθιστορηματική σύνθεση είναι εμφανώς πιο περιορισμένη, καθώς η απόστασή
τους από το βλέμμα του συγγραφέα είναι μεγαλύτερη ενώ η σμίκρυνσή τους δίνει
την ευκαιρία σ’ αυτόν να αναπτύξει περισσότερο τα γενικά πλάνα, τις εικόνες
βάθους, να φέρει πιο κοντά τον ορίζοντα της ιστορίας και να αναδείξει τον τρόπο
με τον οποίο αυτή ως έννοια διατομική και συλλογική σχετίζεται με το κάθε
πρόσωπο.
VI. Μια γενική παρατήρηση που θα είχα να κάνω για τις Σημειώσεις ενός αναγνώστη του Κώστα Καρακώτια, είναι ότι ανάμεσα
στους λίγους άλλους, τους περίπου συνομιλήκους με εκείνον, ο κριτικός λόγος του
είναι ο πιο στιβαρός, ο πιο συμπαγής, ευκρινής και μεθοδικά διαρθρωμένος. Σ΄ αυτό
τον έχει βοηθήσει η θετικιστική του προβληματική και βέβαια η μαρξιστική του
προσέγγιση στη λογοτεχνία, μολονότι πολλές φορές διαπίστωσα στα κριτικά του
κείμενα ότι το ενδιαφέρον του για τις ιδέες και το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον
δεν του στερεί την ευαισθησία να διακρίνει την ενίοτε τραγική διάσταση της
ζωής. Σπανιότατα ένα επιχείρημά του είναι στον αέρα, μένοντας εκκρεμές, και
ακόμα πιο σπάνια παρεκκλίνει η οπτική του αναζητώντας θέματα που βρίσκονται έξω
από τον αναγνωστικό και γνωσιακό του προγραμματισμό. Είναι ένας κριτικός
σταθερών θέσεων, κι αυτό πάντα έχει δυο όψεις. Λόγου χάριν, έχει αποφύγει στις Σημειώσεις (ίσως και γενικότερα) να
συνομιλήσει με βιβλία που απιστούν προς την βασική γι’ αυτόν αρχή της
ρεαλιστικής αναπαραγωγής, δείχνοντας μια σχετική, έστω και μικρή, αμηχανία,
όταν μπαίνουν κάτω από τη σκόπευσή του βιβλία πολυμορφικά που συνδυάζουν
ποικίλες αφηγηματικές τεχνικές, όπως Η
ιστορία των μεταμορφώσεων (1998) του Γιάννη Πάνου, ή δείχνοντας ρητά την
αντίθεσή του όταν η αφηγηματική γλώσσα γίνεται ποιητικά αφαιρετική, όπως στο Μονόξυλο στο ποτάμι (2006) του Τάσου
Χατζητάτση. Ωστόσο, ας επαναλάβουμε ότι από την άλλη μεριά είναι ένας
οδηγητικός -ας μου επιτραπεί η έκφραση- κριτικός, ένας κριτικός που
χρειαζόμαστε ως αντίβαρο μέσα στο ολοένα και περισσότερο μεγεθυνόμενο χάος της
διαδικτυακής αμάθειας και του κενόδοξου ερασιτεχνισμού.
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου