Από την
παρουσίαση των Πεζών του, στην Εθνική Βιβλιοθήκη
ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ
ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ
ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ
ΜΠΟΡΧΕΣ, Άπαντα τα πεζά, τόμος Ι,
σελ. 600, τόμος ΙΙ, σελ. 488, εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις Αχιλλέας
Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη
Η σημερινή
έκδοση «Απάντων των Πεζών» (και, οσονούπω, των «Δοκιμίων») παρουσιάζει μία
τεχνική και μία ουσιαστική διαφορά από τις προηγούμενες. Η τεχνική έγκειται στο
ότι ο ογκώδης τόμος των «Πεζών», και ο ακόμα ογκωδέστερος των «Δοκιμίων»,
χωρίστηκαν στα δύο ώστε να είναι πιο εύχρηστοι και πιο ευανάγνωστοι. Η
ουσιαστική έχει να κάνει με το ίδιο το μετάφρασμα. Αφού κάθε κείμενο επιδέχεται
επιμέλεια, διόρθωση, βελτίωση, ακόμα και την επομένη της παράδοσής του στο
τυπογραφείο, πόσο μάλλον μια μετάφραση που εκδόθηκε πριν από 8 χρόνια, μέσα στα
οποία τα πρωτότυπα κείμενα άλλαξαν, γιατί άλλαξε και εμπλουτίστηκε η εμπειρία
τού πιο δημιουργικού αναγνώστη τους, δηλαδή του μεταφραστή τους. Σ’ αυτή τη
βελτίωση συνέβαλαν τα μέγιστα η άψογη συνεργασία και οι γόνιμες διαφωνίες μου
με την επιμελήτρια, κυρία Αρετή Μπουκάλα, για το μόχθο, την επαγγελματικότητα,
το ταλέντο και τη στοργή της οποίας δεν έχω παρά την πιο βαθιά ευχαριστήρια
υπόκλιση.
«Ένας
άνθρωπος», γράφει ο Μπόρχες στον Επίλογο του Ποιητή, «βάζει σκοπό της ζωής του να
ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από
επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία,
άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο
υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του.»
Να που μια τόση δα παράγραφος συνιστά τη φαεινότερη αλληγορία για την ουσία
της καλλιτεχνικής δημιουργίας: κάθε δημιουργός προσπαθεί με το έργο του να
εξορκίσει τα ιδιωτικά του δαιμόνια· ή, κάθε δημιουργός (δεν μπορεί παρά να)
κατατρύχεται από μια ιδέα που (δεν μπορεί παρά να) είναι έμμονη· ή, κάθε
καλλιτεχνική δημιουργία προϋποθέτει, εκπορεύεται από, εκφράζει και επιστρέφει
σαν πειθήνιο μπούμερανγκ στους κόλπους της –έμμονης– ιδέας ως ακατάλυτου ποιού τού τρόπου
αντίληψης του κόσμου.
Η
θεματολογία του Μπόρχες εκτείνεται καθέτως, όχι οριζοντίως. Η τεχνοτροπία είναι
δαιδαλική: μικροί ή μεγάλοι επάλληλοι λαβύρινθοι που διαφέρουν μεν στις
διακλαδώσεις, στις παγίδες, αλλά είναι ομόκεντροι. Οι εμπνεύσεις του δημιουργού
μπορούν να γεννήσουν, αναπτυσσόμενες εις βάθος, έναν άπειρο αριθμό ιστοριών,
ακριβώς όπως ο λαβύρινθος, για τον παγιδευμένο στα έγκατά του, δείχνει να
παραλλάσσει επ’ άπειρον το ίδιο στην ουσία θέμα, την ίδια αίθουσα. Μα τι άλλο
είναι ο λαβύρινθος αν όχι ένα σύστημα λίγο-πολύ αυθαίρετων παραλλαγών πάνω σ’
ένα θέμα-κέντρο που ο εμπνευστής του το γνωρίζει πεπερασμένο κι ο ναυαγός στους
άπειρους διαδρόμους του το θεωρεί άπειρο;
Μέσα σ’
αυτόν τον μπορχικό λαβύρινθο τριγυρίζουν σαν στοιχειωμένα τα δευτερογενή
Θέματα-Μινώταυροι: η ζωή και ο θάνατος, ο μύθος και η πραγματικότητα, η μνήμη
και η λήθη, ο χρόνος. Ώσπου, σαν τον «ζωγράφο» στην πιο πάνω καταπληκτική
αλληγορία, συνειδητοποιούμε σε ποιον κοινό παρονομαστή ανάγονται και ποιο
είναι το μικρό και μέγα μήνυμα που σχηματίζουν όλοι αυτοί οι αποσπασματικοί
χρησμοί: το σύμπαν είναι μέσα στον καθένα μας· το κουβαλάμε σαν τον
αναμενόμενο επίγονο που δεν τον γνωρίζουμε αλλά τον αγαπάμε και τον τρέφουμε
με το αίμα μας. Μέσα μας, λοιπόν, ο λαβύρινθος, το μείζον και το έλασσον, το
μέρος και το όλον, ο καθρέφτης των αινιγμάτων, το Άλεφ και το βιβλίο από άμμο,
η λύση του μυστικού που, σαν την Ιθάκη, και μόνο η συνείδηση της ύπαρξής της
αρκεί για να δικαιώσει όσους την αναζητούν.
Ποια θέματα
ενοικούν αυτόν τον θαυμαστό λαβύρινθο του Μπόρχες που, σε κάθε επίσκεψή μας,
δείχνει σαν να ’χει ανανεώσει τις φενάκες του; Ο ψευδαισθητικός χαρακτήρας της
ανθρώπινης ύπαρξης· το απατηλόν του φυσικού κόσμου· η σχεδόν αναπόφευκτη
αυθαιρεσία κάθε ορθολογιστικής σκέψης· το άπειρο και οι άπειρες δυνατότητες· η
ιδέα πως ακόμα και το απειροελάχιστο πράγμα ή γεγονός περιλαμβάνει όλο το
σύμπαν· πως ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, ή έχει ήδη συμβεί ή επίκειται να
συμβεί· πως κάθε άνθρωπος είναι ταυτόχρονα κι ένας άλλος, αν όχι και όλοι οι
άλλοι άνθρωποι∙ η ιδέα του κόσμου ως προσωπικής προβολής της
βούλησης, εξ ου και, συχνά, στο έργο του Μπόρχες, θύμα και θύτης ταυτίζονται·
η ιδέα του ανθρώπου ως πλάσματος του ονείρου κάποιου άλλου· η ιδέα μιας θείας
χρονικής στιγμής όπου συμπυκνώνεται ή/και δικαιώνεται μια ολόκληρη ζωή· η ιδέα
του κόσμου ως βιβλιοθήκης όπου παραδέρνουμε όλοι αναζητώντας ένα αδιανόητο
ευρετήριο των ευρετηρίων στο οποίο μπορεί και να έχει αποδελτιωθεί το
νόημα-σχεδία· η ιδέα ότι τα πάντα έχουν γραφεί κι ότι εμείς δεν κάνουμε άλλο
απ’ το να μηρυκάζουμε τα γεγραμμένα – άποψη που, με την αιρετική απαισιοδοξία
της, οδήγησε αρκετούς στο να θεωρήσουν πως ο Μπόρχες, στην ουσία, με τον
πληθωρικό εναγκαλισμό της παγκόσμιας λογοτεχνίας την οδηγεί στην ασφυξία· η –συγγενής– ιδέα ότι μια λογοτεχνία διαφέρει από την άλλη ως προς τον
τρόπο με τον οποίο διαβάζεται, εξ ου και το σκανδαλώδες «Κάθε συγγραφέας
δημιουργεί τους προδρόμους του»· η
–επίσης συγγενής– ιδέα ότι ο συγγραφέας δεν εκφράζει την πραγματικότητα στην
οποία γράφει, αλλά επινοεί την πραγματικότητα στην οποία εκφράζεται· η ιδέα ότι η λογοτεχνία είναι
ένα παιχνίδι με αντιμέτωπους καθρέφτες όπου οι μυθοπλασίες αντικρίζονται σε μια
ιλιγγιώδη επανάληψη, κι ότι αυτό το παιχνίδι επιδέχεται (αν δεν απαιτεί ή επιβάλλει)
εμπνευσμένες παραλλαγές, όπως, π.χ., την παρείσφρηση της ίδιας της μυθοπλασίας
στον εαυτό της, σαν να της μεταγγίζεται το ίδιο της το αίμα: οι ήρωες του
Δον Κιχώτη διαβάζουν
Δον Κιχώτη, οι του Άμλετ βλέπουν Άμλετ, η
Σεχραζάτ σώζει το κεφάλι της επινοώντας το λαβύρινθο της ατέρμονης κυκλικής
αφήγησης όταν πιάνει να εξιστορήσει την πρώτη νύχτα που πυροδότησε τις άλλες
χίλιες, ο τελευταίος των Μπουενδία (Εκατό
χρόνια μοναξιά του Μάρκες) και ο ήρωας της
«Αλληλουχίας των κήπων» του Κορτάσαρ διαβάζουν τον επικείμενο θάνατό τους – ή,
σε μια μεγαλοφυή παραλλαγή της παραλλαγής, στον πίνακα Las Meninas
του Βελάσκεθ, όπου το δημιούργημα περιλαμβάνει τον
δημιουργό δημιουργούντα, όπου ο πίνακας εικονίζει και εικονίζεται, αντανακλά
και αντανακλάται, αναπαριστά αναπαριστώμενος· τέλος(;), η σύγχυση των ορίων
και το θολό μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, σε διηγήματα όπου ο ήρωας
είναι νεκρός και δεν το ξέρει, ή ξαναγεννιέται για να πεθάνει «όπως πρέπει».
Ώστε όλα έχουν ειπωθεί πια; Όταν,
αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Πιερ Μενάρ του Μπόρχες γράφει (δεν ξαναγράφει, ούτε αντιγράφει) τον Δον Κιχώτη, στην ουσία διαπιστώνει αυτό
που, μια εικοσαετία αργότερα, ο Ρολάν Μπαρτ θα επικυρώσει πανηγυρικά,
εκδίδοντας μάλιστα και το πιστοποιητικό του: το θάνατο του συγγραφέα. «Στο διήγημά
μου», γράφει ο Μπόρχες, «εξωπραγματική είναι η μοίρα που επιφυλάσσει ο ήρωάς
μου στον ίδιο του τον εαυτό». Ώστε η απάντηση στο συνήθως σκωπτικό ερώτημα: «Τι
θέλει να πει ο ποιητής;», είναι: «Τίποτα». Το ρήμα έχει γίνει απρόσωπο, δεν
επιδέχεται υποκείμενο. Το μόνο που υπάρχει είναι η γραφή, το
αισθητικό-λογοτεχνικό γεγονός που, εκ μόνης της υπάρξεώς του, ακυρώνει κάθε
βούληση και νομιμοποιεί κάθε ερμηνεία. Μ’ άλλα λόγια, όλα τα νοούμενα,
συν-νοούμενα και υπο-νοούμενα του κειμένου συγκλίνουν, συντρέχουν και
συγκροτούνται σε έναν γεωμετρικό τόπο: τον αναγνώστη. «Το αντίτιμο της γέννησης
του αναγνώστη», λέει ο Μπαρτ, «είναι ο θάνατος του συγγραφέα». (Λιγότερο
«μακάβριος», αλλά εξίσου καίριος, ο Κρίστιαν Γκρέινβιλ έχει γράψει: «Όταν ο
αναγνώστης δημιουργεί, ο συγγραφέας σωπαίνει».) Αφού, λοιπόν, δεν «υπάρχει»
συγγραφέας, μπορούμε κάλλιστα να αγνοήσουμε ή να παρακάμψουμε τη βιογραφία του.
Κάθε μυθοπλασία συναρθρώνει έναν αυτοβιογραφικό λόγο, με τη διαφορά ότι αυτό
το curriculum vitae αφορά το ίδιο το κείμενο ή, μάλλον,
καθεμία από τις –ισάριθμες με τους αναγνώστες του– εκδοχές του κειμένου. Ο
συγγραφέας «πεθαίνει» κάθε φορά που διαβάζεται το κείμενό του· δηλαδή, κάθε
φορά που, σαν τη μέλισσα, κεντρίζει τον αναγνώστη. Με αυτήν την έννοια, κάθε
κείμενο είναι μεταθανάτιο. Ο Πολ Ρικέρ, σε μια γλαφυρή διατύπωση του
παραδόξου(;) πάνω στο οποίο ανεγέρθηκε το ζιγκουράτ του μεταμοντέρνου, έγραψε
ότι, κάθε φορά που διάβαζε ένα βιβλίο, προτιμούσε να φαντάζεται ότι ο
συγγραφέας του είχε πεθάνει.
Αν ο Χέγκελ
διακήρυσσε κάποτε το τέλος της τέχνης ως τρίτου από της αληθείας κόσμου, το
έκανε ακριβώς γιατί πίστευε ότι η προμηθεϊκή βλασφημία είχε ήδη συντελεστεί κι
ότι η ποσότητα της ήδη παραχθείσας τέχνης ήταν αρκετή για να
οδηγήσει –έστω, ιχνηλατικά– στην αλήθεια. Ο Μπόρχες, όμως, δεν είναι
φιλόσοφος, αλλά ποιητής· δεν επιζητεί την αλήθεια, αλλά την αληθοφάνεια που ανταμείβει τη μίμηση.
Και βέβαια, μια τέτοια μίμηση, πολύ πριν μπει πανηγυρικά και
ελληνοπρεπώς (mimesis) στο λεξιλόγιο του μεταμοντέρνου και αμνηστεύσει (ακόμα και με
αναδρομική ισχύ) ουκ ολίγες λαθροχειρίες, υπήρξε ανέκαθεν η μνήμη (η μη-λήθη, η
α-λήθεια...). Είναι
φανερό ότι
σ’ έναν τέτοιο κόσμο
όπου όλα είναι (ή καταλήγουν σε) ένα μεγάλο βιβλίο, όπου η ζωή ενός ανθρώπου
μπορεί και να ’ναι το όνειρο κάποιου άλλου, είναι φανερό ότι σ’ έναν τέτοιο
ιδεαλιστικό κόσμο η μνήμη παίζει ενεργό ρόλο, σαν ριπλέι του βιωμένου χρόνου
σε ιδιωτική προβολή, αν και, στην αριστουργηματικά ακραία εκδοχή του («Φούνες,
ο μνήμων»), ο Ιρενέο Φούνες συντρίβεται κάτω από μια κυριολεκτικά αφόρητη μνήμη
με διαστάσεις οικουμενικές.
Το 1988,
έπεσε στα χέρια μου ένα μυθιστόρημα, που έφερε τον άκρως γοητευτικό και
προκλητικό τίτλο: Ζωή Οδηγίες χρήσεως.
Συγγραφέας του, ένας από τους τελευταίους «αναγεννησιακούς» διανοουμένους του
20ού αιώνα, ο Γάλλος Ζορζ Περέκ. Καθώς ακόμα διάβαζα το βιβλίο, στοιχειοθετούσα
μέσα μου το πείσμα να το μεταφράσω. Και καθώς το μετέφραζα, ένιωθα να σκοντάφτω
όλο και πιο συχνά σε φράσεις, στίχους, ακόμα και σε –παραλλαγμένα ή αυτούσια–
ονόματα από αυτή την εντελή μπορχική οικουμένη. Τότε κατάλαβα ότι, εκείνη τη
στιγμή, απλώς τεκμηρίωνα μιαν εξ αίματος συγγένεια που την είχα αισθανθεί ή
διαισθανθεί, πολύ πριν τη διακριβώσω. Υπάρχει δηλαδή στο Ζωή Οδηγίες χρήσεως μια υπόγεια αρτηρία που συνέχει τα όνειρα των
δύο συγγραφέων μ’ έναν τρόπο μαγικό, περίβλεπτο και μυστικό ταυτόχρονα,
αποκαλυπτικό και απόκρυφο: ο πυρήνας τού –κυριολεκτικά– ανεξάντλητου
πολυμυθιστορήματος του Περέκ είναι μια τυπική παρισινή πολυκατοικία, στα
διαμερίσματα, τα υπόγεια, τις σοφίτες, τα μηχανοστάσια και τις σκάλες τής
οποίας ζουν, συμβαίνουν, ανακαλούνται στη μνήμη, σχεδιάζονται, διασταυρώνονται,
συνυπάρχουν, διακλαδώνονται, αποχωρίζονται και πεθαίνουν τα πάντα: άνθρωποι
όλων των φυλών, όλες οι γλώσσες της Βαβέλ, πάθη και μικρότητες, ευτέλειες και
μεγαλουργίες, θαύματα και περιπέτειες, σκουπίδια και έργα τέχνης.
Τι άλλο
είναι, λοιπόν, αυτό το multum in parvo από το Άλεφ, εκείνη την εγκόλπια σφαίρα στο ομότιτλο διήγημα του Μπόρχες,
εντός της οποίας, έκθαμβος, ο ήρωας-αφηγητής της ιστορίας βλέπει σε μικρογραφία
τη λεπτομερή ιστορία του σύμπαντος, μέσα σε μιαν απειροελάχιστη, ιλιγγιώδη
στιγμή που είναι η Αιωνιότητα;
Ώστε,
λοιπόν, δεν είναι μόνο οι μυθολογίες που επικοινωνούν υπογείως, αλλά και οι
μυθοπλασίες· που διασταυρώνονται σε κάτι μυστικά μεταίχμια και ερωτεύονται, και
μεταγγίζει η μία στην άλλη αυτό που μένει όταν αποσυρθούν οι λέξεις.
Να γιατί η
συμπαγής μυθολογία του Μπόρχες είναι και μεταφραστέα
και μεταφράσιμη: γιατί είναι και θεματοφύλαξ της κληρονομιάς και καταπίστευμα· γιατί και είναι εμποτισμένη με ό,τι πέρασε και διαποτίζει ό,τι μέλλεται να ’ρθεί·
γιατί έχει τόσο γερά συγκροτηθεί, ώστε να είναι ευάλωτη· γιατί είναι ένα
αίνιγμα που δε φοβάται τη λύση του· γιατί είναι μια διαρκής παραβολή που
εξασκεί τη φενάκη των λέξεων, που τις ψιμυθιώνει για να τις ακυρώσει και τις
χρησιμοποιεί για ν’ αποδείξει την αχρηστία τους.
Υπάρχει μια
φωτογραφία εκεί, στο τελευταίο βιβλίο του, το Άτλας, που έγραψε για και μαζί με τη Μαρία Κοδάμα. Ο Μπόρχες είναι
πάνω σ’ ένα αερόστατο. Χαμογελά. Η Μαρία είναι δίπλα του. Κάποιοι πίσω τους
μηχανεύονται την απογείωση. Ο ήλιος λάμπει. Γράφει ο Μπόρχες στο αντίστοιχο
κείμενο: «Νιώθαμε μια σχεδόν σωματική ευτυχία. Λέω ‘σχεδόν’, γιατί δεν υπάρχει
ευτυχία ή δυστυχία που να μην είναι σωματική – απλώς, παρεμβάλλονται το παρελθόν,
οι περιστάσεις, η κατάπληξη και τα άλλα δεδομένα της συνείδησης».
Είναι φορές
που νιώθω, όταν διαβάζω Μπόρχες, πως βρίσκομαι μαζί του εκεί ψηλά. Έχω κι εγώ
μονάχα τέσσερις αισθήσεις και λέω: «Καλά είναι». Μας έχει πάρει ο άνεμος και
περιπολούμε πάνω από χωράφια κι από σπίτια. Ο αέρας φέρνει μυρωδιές από το
χώμα, το νερό και τους ανθρώπους. Και μιαν άλλη μυρωδιά, γλυκιά, που δεν ξέρω
τι είναι. Μια φορά, τον ρώτησα. «Δεν είναι τίποτα» μου είπε. «Είναι ο αιθέρας
απ’ τις λέξεις που εξαχνώνονται. Από δω περνάει ο Λόγος που αναθρώσκει.»
Ξαναγυρίζω
στο λαβύρινθο εφ’ ω ετάχθην: αν κάτι μου δίδαξε ο Μπόρχες, δεν είναι πώς να βγω
από το λαβύρινθο, αλλά πότε (και, κυρίως, πώς) να παραδεχτώ ότι χάθηκα.
Τελειώνω,
αλλά συναισθάνομαι ότι η παρουσίαση της έκδοσης μιας τόσο πληθωρικής κατάθεσης
στο ταμείο του δυτικού πολιτισμού όσο είναι η πεζογραφία του Μπόρχες,
δικαιούται να κορυφωθεί με μιαν απολύτως ενσυνείδητη υπερβολή: Ένας ένθερμος
θιασώτης αυτής της κοσμοθεωρητικής λογοτεχνίας, όπως ο ομιλών, δε θα μιλούσε για
Άπαντα τα Πεζά του Μπόρχες, αλλά για Άπαντα τα Πεζά.
***
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο Άτλας (1986), Χόρχε Λουίς Μπόρχες σε
συνεργασία με τη Μαρία Κοδάμα
Η αρχή
Δύο Έλληνες συζητούν: ο Σωκράτης,
ίσως, και ο Παρμενίδης.
Καλύτερα να μη μάθουμε ποτέ τα
ονόματά τους· έτσι η ιστορία θα ’ναι πιο μυστηριώδης και πιο ήρεμη.
Το θέμα του διαλόγου τους είναι
αφηρημένο. Καμιά φορά μνημονεύουν μύθους, στους οποίους κανείς από τους δύο δεν
πιστεύει.
Τα επιχειρήματά τους μπορεί καμιά
φορά να είναι απατηλά, και δεν τους οδηγούν πουθενά.
Δε λογομαχούν. Δε θέλουν ούτε να
πείσουν ούτε να πειστούν, δεν τους απασχολεί αν θα κερδίσουν ή θα χάσουν.
Σε ένα μόνο πράγμα συμφωνούν·
γνωρίζουν πως η συζήτηση είναι ο μη αδιάβατος δρόμος για να φτάσεις σε μια
αλήθεια.
Απελευθερωμένοι από το μύθο και τη
μεταφορά, σκέπτονται ή προσπαθούν να σκεφτούν.
Δε θα μάθουμε ποτέ τα ονόματά τους.
Αυτή η συζήτηση δύο αγνώστων σ’ έναν
τόπο της Ελλάδας είναι το κεφαλαιώδες γεγονός της Ιστορίας.
Έχουν λησμονήσει την προσευχή και τη
μαγεία.
Αθήνα
Το πρώτο χάραμα της πρώτης μου μέρας
στην Αθήνα, μου δόθηκε αυτό το όνειρο. Μπροστά μου, πάνω σ’ ένα μεγάλο ράφι,
υπήρχαν μια σειρά τόμοι. Ήταν η Εncyclopaedia Britannica, ένας από τους απολεσθέντες
παραδείσους μου. Πήρα έναν τόμο στην τύχη. Έψαξα το όνομα Coleridge· το λήμμα είχε τέλος αλλά όχι αρχή.
Μετά, έψαξα το άρθρο Crete, το οποίο επίσης τελείωνε αλλά δεν άρχιζε. Ύστερα
έψαξα το άρθρο chess. Εκείνη τη στιγμή, το όνειρο άλλαξε. Στο ψηλό προσκήνιο ενός
αμφιθεάτρου, κατάμεστου από προσηλωμένους θεατές, έπαιζα σκάκι με τον πατέρα
μου, που ήταν επίσης ο Ψευδο-Αρταξέρξης, αυτός που του ’χε κόψει τ’ αφτιά μία
απ’ τις πολλές γυναίκες του, περνώντας απαλά το χέρι της πάνω απ’ το πρόσωπό
του να μην τον ξυπνήσει, και που αργότερα σκοτώθηκε. Κίνησα ένα πιόνι· ο
αντίπαλός μου δεν κίνησε κανένα, αλλά με μια πράξη μαγείας εξαφάνισε ένα απ’ τα
δικά μου. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές.
Ξύπνησα και σκέφτηκα: Βρίσκομαι στην Ελλάδα όπου άρχισαν όλα, αν
δεχτούμε ότι τα πράγματα, αντίθετα απ’ τα λήμματα της εγκυκλοπαίδειας που
ονειρεύτηκα, έχουν αρχή.
Ο λαβύρινθος
Αυτός είναι ο λαβύρινθος της Κρήτης.
Αυτός είναι ο λαβύρινθος της Κρήτης που κέντρο του ήταν ο Μινώταυρος τον οποίο
ο Δάντης είχε φανταστεί ως ταύρο με κεφάλι ανθρώπου και στου οποίου τον πέτρινο
ιστό χάθηκαν γενεές και γενεές. Αυτός
είναι ο λαβύρινθος της Κρήτης που κέντρο του ήταν ο Μινώταυρος τον οποίο ο
Δάντης είχε φανταστεί ως ταύρο με κεφάλι ανθρώπου και στου οποίου τον πέτρινο
ιστό χάθηκαν γενεές και γενεές, όπως χαθήκαμε η Μαρία Κοδάμα κι εγώ. Αυτός είναι
ο λαβύρινθος της Κρήτης που κέντρο του ήταν ο Μινώταυρος τον οποίο ο Δάντης
είχε φανταστεί ως ταύρο με κεφάλι ανθρώπου και στου οποίου τον πέτρινο ιστό
χάθηκαν γενεές και γενεές, όπως χαθήκαμε η Μαρία Κοδάμα κι εγώ εκείνο το πρωί
και θα εξακολουθούμε να χανόμαστε στο χρόνο, αυτόν τον άλλο λαβύρινθο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου