ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Έργο του Γιάννη Κολιού
|
95 χρόνια από την άγρια δολοφονίας της
Ας αναστοχαστούμε το σήμερα με βάση το έργο και τη
στάση ζωής της
ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
Ένα αφιέρωμα όχι τόσο και όχι μόνο γι’ αυτήν, αλλά
κυρίως για μας και την ιστορική πρόκληση μπροστά στην οποία βρισκόμαστε ως
Αριστερά, ως χώρος, ως κόμμα, μα κυρίως ως ενεργοί πολίτες, που μας έλαχε μέσα
στην επελαύνουσα καθημερινά βαρβαρότητα να εκφράζουμε, με όρους κοινωνικής και
πολιτικής πλειοψηφίας, την ελπίδα αντιστροφής της βίαιης νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής
πραγματικότητας στη χώρα μας, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως ευρύτερος καταλύτης ανθρωποκεντρικής
αντιστροφής σε όλη την Ευρώπη.
Ένα αφιέρωμα
κριτικού προσωπικού και συλλογικού αναστοχασμού, όχι τόσο για το προς τα πού
πάμε όσο για το πώς πάμε και πώς στεκόμαστε απέναντι στην ιστορική πρόκληση που
γέννησε η πολύπλευρη κρίση την οποία βιώνουμε σε όλα τα πεδία, οικονομικό-κοινωνικό,
πολιτισμικό-πολιτικό, αξιακό-ηθικό, ατομικό-συλλογικό.
Και σ’ αυτό
το δρόμο το εντυπωσιακό είναι, ότι ενώ όλο το έργο και η οργανικά δεμένη με αυτό
δράση της –η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν ήταν ποτέ θεωρητικός του γραφείου-, ενώ
είναι χρονικά προσδιορισμένο στην εποχή της και εμπνέονταν απ’ αυτήν και τις
αντιφάσεις της, έχει τη δύναμη να παραμένει επίκαιρο στο σήμερα. Δίνει ερεθίσματα
για την εσωκομματική μας πραγματικότητα και πορεία προς τον αδιαπραγμάτευτο στρατηγικό
τελικό στόχο μας για μια σοσιαλιστική κοινωνία, με Ελευθερία και Δημοκρατία, χωρίς
εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και χωρίς κανενός είδους αλλοτριώσεις. Για «ανατροπή όλων των συνθηκών μέσα στις οποίες
ο άνθρωπος είναι ένα ταπεινωμένο, σκλαβωμένο, εγκαταλειμμένο και καταφρονεμένο
όν» ( Κ. Μαρξ), όπως έχει μετατρέψει την πλειονότητα των συμπολιτών η ανθρωπιστική
κρίση που ζούμε ως κοινωνικός σχηματισμός. Μας καλεί σε έναν ανειρήνευτο
καθημερινό αγώνα, μέσα στον οποίο το δίλημμα μεταρρύθμιση ή επανάσταση μετατρέπεται
σε «Μεταρρύθμιση και Επανάσταση»! Όπως
αναλύει στο ομότιτλο βιβλίο της, από το οποίο και τα αποσπάσματα που ακολουθούν.
Αρκεί να μην
λησμονήσουμε ότι: «Μόνο ο τελικός σοσιαλιστικός
σκοπός δίνει στην πάλη ... για τη βελτίωση της κατάστασης των εργαζομένων και
για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως επίσης και στην κοινοβουλευτική πάλη για
δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, έναν χαρακτήρα πραγματικά σοσιαλιστικό... [Ότι]
όλο το μυστικό των ιστορικών ανατροπών
μέσω της πολιτικής εξουσίας, έγκειται ακριβώς στη μετατροπή των απλών ποσοτικών
μεταβολών σε μια καινούργια ποιότητα, συγκεκριμένα στη μεταβολή από μια
ιστορική περίοδο, από μια κοινωνική μορφή, σε μια άλλη». Αν αυτό το
ιστορικό δίδαγμα το κατανοήσουμε, δεν θα οδηγηθούμε στην τόσες φορές
επαναλαμβανόμενη από πολλά αμφισβητησιακά ριζοσπαστικά κινήματα, ρεφορμιστική
πορεία ενσωμάτωσης...
Να
κατανοήσουμε δηλαδή και να επιχειρούμε, συνέχεια, να εκφράζουμε με την πολιτική
μας πράξη, το ιστορικά αποδεδειγμένο εξεγερσιακό «αυθόρμητο» «μέσα στο
τρικυμιώδες πέλαγος της πολιτικής ζωής». «Να καταλάβουμε επιτέλους ότι ο ρόλος
του κόμματος βασίζεται στη συνειδητή διεύθυνση της μαζικής πάλης, εναντίον της
σημερινής κοινωνίας, μια πάλη που πρέπει να υπολογίζει τις ζωτικές ανάγκες στο
εσωτερικό τής καπιταλιστικής κοινωνίας. Να καταλάβουμε ότι οι οικονομικοί
αγώνες για τα καθημερινά συμφέροντα της εργατικής τάξης, ότι η πάλη για την
δημοκρατική μορφή κυβέρνησης, είναι μια σχολή» ουσιαστικής δημοκρατικής
προσωπικής συλλογικής και πολιτικής βίωσης.
Και είναι από
αυτή τη θέση που μας προτρέπει να μη βασιζόμαστε σε «ένα τέλειο σχήμα εγγεγραμμένο σε ένα βιβλίο, σε μια θεωρία» μια που
αντιπαλεύει την κυρίαρχη στην εποχή της αντίληψη, της αέναης προόδου και την α-μαρξική
ντετερμινιστική αντίληψη εξέλιξης στην πολιτική. Γιατί «η πραγματική ιστορία είναι όπως και η φύση, πολύ πιο ιδιότροπη και
εφευρετική από τη λογική που ταξινομεί και συστηματοποιεί». Η
συνθηματοποίηση της ανάλυσης του Έγκελς στην ιστορική της φράση «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», όπως ορθά
παρατηρεί και ο Μικαέλ Λεβί, αναδεικνύει, με αυτό το διαζευχτικό «ή», το
ανοιχτό διακύβευμα μιας Διαλεκτικής της Ιστορίας, όπου όλα εξαρτώνται από τους
υποκειμενικούς παράγοντες, τη συνείδηση, τη θέληση, την πρωτοβουλία, την πράξη των
ατόμων. Γεγονός το οποίο απαιτεί να έχουμε συνείδηση ότι μόνο «μέσα στην Ιστορία, μέσα στην πάλη μαθαίνουμε
πώς πρέπει να αγωνιζόμαστε... [Ότι] ο
πρώτος κανόνας των πολιτικών μαχητών είναι να βαδίζουν με την εξέλιξη της
εποχής τους και αδιάκοπα να παρακολουθούν τις αλλαγές στον κόσμο για να
αλλάζουν την στρατηγική μας». Η αντίληψη αυτή προϋποθέτει -όπως έκανε κι
εκείνη σε όλη της τη ζωή- ανοιχτές κεραίες καρδιάς και μυαλού, ανιδιοτέλεια
προσφοράς, συνεχή ασυμβίβαστη κριτική των επιλογών μας, πέρα από προσωπικές φιλοδοξίες,
παραγοντισμούς και εσωκομματικούς μηχανισμούς... Δηλαδή εσωτερική επαναστατική
υπέρβαση της κυρίαρχης περί πολιτικής αστικής αντίληψης, καθώς και των
καουτσικο-λενινιστικών αντιλήψεων περί πρωτοπόρων μαχητών, κόμματος Νέου Τύπου
και των διαφόρων επιπέδων «κομματοπατέρων»,
όπως, ειρωνικά, ονομάτιζε εκείνη την κομματική γραφειοκρατία, όσο επίπονο
προσωπικά και συλλογικά και αν είναι!
Πρόκειται για
την ιστορική ανάγκη να διεκδικούμε, ως ενεργά ισότιμα και συνυπεύθυνα μέλη,
αυτού του ελπιδοφόρου ενωτικού εγχειρήματος, την ουσιαστική εσωκομματική
δημοκρατία, και τους απλούς νόμους της πολιτικής ηθικής, της δικαιοσύνης, της
αλληλεγγύης, της «εσωτερικής ευγένειας
και αξιοπρέπειας», της πραγματικής συντροφικότητας, του πολιτισμού και του
σοσιαλισμού ως πράγματα συνώνυμα. Ταυτόχρονα με τον σεβασμό της «ελευθερίας εκείνου που σκέφτεται διαφορετικά
... γιατί η ελευθερία χάνει την αποτελεσματικότητά της όταν καταντάει προνόμιο»,
όπως μας θυμίζει, εκείνη η ιστορική της φράση, στην προφητική κριτική της για
την Ρώσικη Επανάσταση και η οποία, σύμφωνα με τον Π. Σαμούελσον, «αποτελεί την διαθήκη που κληροδότησε μέσα
από την φυλακή στην ανθρωπότητα».
Και όλα αυτά,
παρά της καθημερινές αντιξοότητες και απογοητεύσεις, «να τα κάνεις με ζέση και με χαρά και όχι σαν ένα δυσάρεστο ιντερμέτζο.
Το κοινό εκτιμά πάντα το μαχητικό πνεύμα και η χαρά της πάλης εξασφαλίζει στην
πολεμική μια διάχυτη απήχηση, όπως επίσης και μια ηθική ανωτερότητα» (γράμμα
από τη φυλακή στον Κάουτσκι). Μια που για αυτήν: «Η επαναστατική δραστηριότητα και ο βαθύς ανθρωπισμός είναι από μόνα
τους η αληθινή πνοή του σοσιαλισμού. Έναν κόσμο πρέπει να ανατρέψουμε. Αλλά
κάθε δάκρυ που κυλάει, ενώ θα μπορούσε να αποφευχθεί, είναι μια κατηγορία και
διαπράττει έγκλημα όποιος στη βιάση πραγμάτωσης ενός αγνού σκοπού, από κτηνώδη
αβλεψία, λιώνει ένα κακόμοιρο σκουλήκι» (από άρθρο της για την κατάργηση της
θανατικής ποινής, στην Κόκκινη Σημαία,
18 Νοεμβρίου 1918, την ώρα δηλαδή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών)!
Αυτή τη στάση
ζωής και αγώνα μας δίνει με το παράδειγμά της, τόσο σε πολιτικό όσο και σε
προσωπικό επίπεδο. Όχι ως αμόλυντη ήρωας στο Πάνθεον του εργατικού Κινήματος.
Αλλά ακριβώς ως γυναίκα, γεμάτη εξάρσεις, αντιφάσεις, αγάπη για την ποίηση και
ανεξάντλητη αγωνιστική ενεργητικότητα. Ως γυναίκα που, μέσα στη σκληρότητα του
αγώνα, απολαμβάνει τη χαρά ενός φιλιού με τον αγαπημένο της, την ένταση μιας
ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε δυο φυλακές, την ομορφιά ενός πουλιού μέσα από το
κελί της, και κλαίει με το βλέμμα μιας εξαντλημένης αγελάδας ... την ίδια ώρα που ελπίζει «να πεθάνω στο πόστο μου, στο οδόφραγμα ή στη
φυλακή» (από γράμμα στη Σόνια Λίπκνεχτ, πάλι μέσα από τη φυλακή).
Που αναζητά ως γυναίκα τον ανδρικό θαυμασμό, ενώ
μάχεται, την ίδια ώρα, με το νυστέρι της κριτικής της -«αυτό το ξίφος το πιο
αποτελεσματικό από το ρόπαλο του Λένιν», σύμφωνα με την Κλάρα Τσέτκιν- τα από
τα πάνω θέσφατα της ανδροκρατούμενης κομματικής ηγεσίας. Που αναζητά εναγώνια
την ειλικρίνεια της συντροφικότητας, που κατακτά τη βαθιά φιλία και εκτίμηση
ακόμη και με πρόσωπα που συγκρούονταν οι επιλογές της στα πλαίσια της Διεθνούς,
όπως ο Ζωρές, ο Κάουτσκι ή ο Λένιν.
Όλα αυτά
θαρρώ ότι αποκτούν, ανάμεσά μας, μια εκπλήσσουσα επικαιρότητα και την ανάγκη ενός
αναστοχασμού των προσωπικών μας στάσεων και πολιτικών δράσεων! Αν πράγματι
θέλουμε ως Αριστερά και αριστεροί τού σήμερα, να ξαναδέσουμε τη σπασμένη
κόκκινη κλωστή της μεγάλης ελπίδας, που γέννησαν οι αγώνες των εργαζομένων τους
δυο προηγούμενους αιώνες.
Για να ανοιχτούν
οι δρόμοι τού αύριο, προς την κατεύθυνση που μας υποδεικνύει ο σ. Νίκος Πουλαντζάς
-δένοντας τις αναλύσεις του για το κράτος και τον Σοσιαλισμό με εκείνες της
Ρόζας-, μιας πορείας «ριζικού
μετασχηματισμού του κράτους, συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των
θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών (όλων των
ελευθεριών χωρίς ιεραρχήσεις και εξαιρέσεις) με την ανάπτυξη μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά
αυτοδιαχειριστικών εστιών», καθώς και των αυτόνομων νέων κοινωνικών
κινημάτων, όπως συμπλήρωνε ο άλλος υπερασπιστής των αντιλήψεων εκείνης, αείμνηστος
δάσκαλος Αριστόβουλος Μάνεσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου