29/12/13

Η εξανάσταση των λαϊκών ανθρώπων

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Narrenumzug, 2013, 140 x 190 cm
ΠΑΝΟΣ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΣ, Ξύλινα Χάλκινα Κρουστά, διηγήματα, Εκδόσεις του Αυγούστου, σελ. 86
Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Ο Πάνος Σκουρολιάκος συγκέντρωσε κάτω από αυτό τον καινούργιο τίτλο τις δυο λιγοσέλιδες συλλογές πεζών του που πρωτοδημοσιεύτηκαν στη δεκαετία του ‘80, την Αγκούσα (1981) και την Άδεια Πλατεία (1986). Ομοθεματικές, ομόγλωσσες και γραμμένες με την ίδια περίπου συνειρμική τεχνική (εκτός από το τελευταίο πεζό, το «Αερόστατο», όπου το ρεαλιστικό πλαίσιο μιας συνάντησης φίλων ισοζυγίζεται προβληματικά με τις διαδοχικές ανυψώσεις της φαντασίας τους) οι συλλογές αυτές, ανατυπωμένες με τη μορφή που είχαν, μας λένε εμμέσως ότι αποτελούν μια σταθερή βάση στο έργο του Σκουρολιάκου. Μπορεί τα πολύ σύντομα πεζά, όπως αυτά των Ξύλινων Χάλκινων Κρουστών, να είναι ένα είδος περιφρονημένο από εμπορικής απόψεως, αποδιωγμένο από την κεντρική σκηνή της ελληνικής λογοτεχνίας όπου κυριαρχεί εδώ και χρόνια ο πληθωρισμός του μυθιστορήματος, όμως η μικρή φόρμα που έχει δυναμική εκπροσώπηση σε άλλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες, όπως η ιταλική, η ισπανική και η τσέχικη, είναι ένα είδος αφήγησης στο οποίο αναδεικνύεται αμέσως το ύφος και η ταυτότητα του συγγραφέα. Μινιμαλιστικές οι ιστορίες της Αγκούσας και της Άδειας Πλατείας, ολοκληρώνονται σε δυο ή τρεις το πολύ σελίδες, αλλά έχουν τη χαρακτηριστική δομική πυκνότητα και την έντονη ρευστότητα, ως προς τη σύνθεση και τον ελεύθερο χειρισμό της έννοιας του χρόνου και του τόπου, που συναντούμε επίσης στο υβριδικό είδος του πεζού ποιήματος.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί φαίνεται αμέσως η σημασία που δίνει ο Σκουρολιάκος στην υποβολή μέσω των μυθικών στοιχείων:
«Η αρχή έγινε σ’ ένα χωριό ελληνικό με κάστρο και πέντε μαχαλάδες, με εφτά βρύσες κι ένα πανηγύρι στη μέση του καλοκαιριού. Με τα παιδιά που παίζανε ξυπόλητα και κουρελιάρικα κι είχανε όπως όλα τα παιδιά κουρεμένα κεφάλια κι ό,τι είχε τελειώσει ο ένας κι ο άλλος πόλεμος.» (σ.43)
Τα θέματα στα πεζά αυτά που όπως είπαμε είναι συνάλληλα και ομότροπα, αφορούν στην πόλη ή στην επαρχία της ελληνικής δεκαετίας του ‘60 και του ‘70, αν και ο χρονικός τους καθορισμός δεν δηλώνεται πουθενά ρητά αλλά βγαίνει από νύξεις και πλάγιες αναφορές στα ήθη και στις συνθήκες μιας εποχής «λυπημένης», γκρίζας και εσωστρεφούς. Τουλάχιστον έτσι όπως η εποχή αυτή αντανακλάται και επιστρέφει στο βλέμμα, στη μνήμη και στα ακούσματα του συγγραφέα, ως παιδιού ή ως ενήλικου. Παντού άνθρωποι λαϊκοί, χαμηλής φωνής, μοναχικοί, ξεριζωμένοι, πλάνητες, σαλεμένοι από αδιέξοδα ερωτικά και άλλα πάθη, κλεισμένοι σε σκοτεινά επαρχιακά καφενεία και σε δωμάτια με διαπεραστική υγρασία ή περιφερόμενοι σε σταθμούς τραίνων και λεωφορείων. Όλα είναι βυθισμένα στο χρώμα μιας ψυχικής σέπιας, ακόμα και οι ιστορίες τη; Άδειας Πλατείας που αντιστοιχούν σε βιώματα όψιμα, της θεατρικής ζωής του συγγραφέα. Λείπει από παντού η φωτεινότητα ως κατάσταση συναισθηματική, ακόμα και σε ιστορίες όπως «Η φρουρά» όπου οι φασματικοί στρατιώτες ανυψώνονται στον ουρανό σαν ένα είδος μαρτύρων, μια φρουρά που «δεν την είδε, κανείς δεν την μαρτύρησε ποτέ», γιατί «όποιος τη δει, μέσα της μπαίνει, αλλοπαρμένος γίνεται, γυρνάει σαν τρελός και υποφέρει» (σ. 54). Αλλά το ίδιο υπόρρητο και βουβό παράπονο συνοδεύει και την πολιτική στάση κάποιων άλλων, έτσι ώστε να περνάει ως βιωματικό στίγμα εκείνων των χρόνων. Λ.χ., στο «Σαν μια αγκούσα», ένα από τα πιο αριστοτεχνικά στο θέμα της συναίρεσης φαντασίας και πραγματικότητας, η συμφωνία για την υποχρεωτική παράδοση του οπλισμού του σφραγίζει σαν δια βίου μέσα θρήνος, σαν αναστολή ενός οράματος και σαν ένα ανεξόφλητο χρέος, τη ζωή ενός χωρικού, παλιού αντάρτη που γράφει στο γιο του: "Τον γκρα τονε βαστάνε ακόμα κι εγώ μια ψυχή θα παραδώσω"
Αυτό που δημιουργείται ως άμεση, πρώτη εντύπωση στον αναγνώστη των πεζών του Σκουρολιάκου είναι το αυθόρμητο, το ενδιάθετο της αφήγησης. Και αυτό οφείλεται προπάντων, για όποιον μπορεί να δει μέσα από τη γραφή το ψυχικό αποτύπωμα (εφ’ όσον βέβαια υπάρχει) του συγγραφέα, στη σωματική συμμετοχή του. Πολλές φορές η φράση του Σκουρολιάκου μοιάζει σαν να μοιράζει στο κείμενο το ρυθμό της αναπνοής ενός αφηγητή που δυσκολεύεται να μιλήσει με τετράγωνες κουβέντες, σαν να τυραννιέται ο ίδιος, συμμετέχοντας στην εξιστόρηση, από τον εφιάλτη ή την παρατεταμένη θλίψη των προσώπων του. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ή υπάρχουν ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας ανάμεσα σ’ εκείνον και στον κόσμο του. Αυθόρμητος λοιπόν, αλλά με την έννοια της αυθορμησίας που συναντούμε σε μερικά διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά, όπως στο αρχετυπικό «Παραρλάρμα», ή σε σύγχρονούς μας, όπως στον Σωτήρη Δημητρίου, στον Ηλία Παπαμόσχο, στον Κώστα Καβανόζη. Σ’ αυτούς δηλαδή που ξεπερνούν τη μίμηση της πραγματικότητας με την ποιητική της. Άλλωστε, η αυθορμησία του Σκουρολιάκου είναι που τον ωθεί σε όλα του τα πεζά σε ένα είδος παιχνιδιού με τη γλώσσα, τις μεταφορικές της δυνατότητες. Μόνο έτσι, ας πούμε, με τη συνειρμική λειτουργία τους, μπορούν να σταθούν ορισμένες φράσεις που μοιάζουν σε μια πρώτη ματιά να χωλαίνουν νοηματικά. Στα Ξύλινα Χάλκινα Κρουστά, η «Ιερουσαλήμ» αρχίζει ως εξής: «Χωρίς αιδώ, άρχισε να ετοιμάζεται όλο το ασκέρι για τη λαμπρή αναχώρηση» (σ. 13), όμως η αιδώς δεν σημαίνει στο σημείο αυτό την ντροπή, την αιδημοσύνη, αλλά το αντίθετό τους: την προκλητικότητα, τον κυνισμό των νικητών. Υπάρχει λοιπόν σ’ αυτές τις μικρές ιστορίες μια εμπνευσμένη χρησιμοποίηση των συνειρμών που συναντούμε ενίοτε και στην ίδια την ποίηση, κάτι που δείχνει επίσης ότι ο Σκουρολιάκος, ενστικτωδώς ή όχι, θέλησε να αφηγηθεί με έναν τρόπο που δεν μιμείται αλλά αναδημιουργεί τον κόσμο. Με τη δική του ματιά, την προσωπική, ιδιότυπη, ενδεχομένως και λοξή σε σχέση με τη ρεαλιστική, συμβατική αναγωγή των πραγμάτων στην οποία έχουμε μάθει∙ αλλά σ’ αυτή τη λοξή ματιά δεν βρίσκεται πολλές φορές η αξία της τέχνης;
Τα πεζά της Αγκούσας και της Άδειας Πλατείας βγήκαν από την ίδια μήτρα της ανοικειότητας, από την αίσθηση της αποξένωσης και της ερημίας, μα και της ανάγκης του άλλου, και είναι γεμάτα με παντοειδείς ανατροπές. Εκεί που ακολουθείς το μίτο της αφήγησης, ο συγγραφέας λοξοδρομεί και ανοίγει ξαφνικά μια άλλη πόρτα και σε καλεί να περάσεις σ’ έναν άλλο κόσμο, παραπλήσιο με τον προηγούμενο. Αυτό βέβαια που αλλάζει στην ουσία είναι το βλέμμα του αφηγητή: αεικίνητο, κάνει άλματα από το ένα στο άλλο σημείο, αδιαφορώντας για τα χάσματα που δημιουργούνται, ακολουθώντας μάλλον από μνήμης τους ανιστορητές, δηλαδή τους παραμυθάδες των αρχαιότερων ηλικιών στις επαρχίες. Στις «Μεταστάσεις», αυτός ο τρόπος της αφήγησης με κινήσεις πίσω μπρος στο χρόνο, με περάσματα απότομα από τη ρεαλιστική αναπαράσταση στη φαντασία και αντίστροφα, είναι πολύ χαρακτηριστικός, δημιουργώντας μια αινιγματική ατμόσφαιρα: «Ένα τέτοιο Σάββατο. Τα συνεργεία από νωρίς κλειστά, τα καφενεία κλειστά, είχαν αδειάσει τα σπίτια, είχανε στοιβαχτεί όλοι μαζί σε συγκεκριμένους τόπους, όπου γινότανε φασαρία. Την είχαν ανάγκη. Πέρναγαν έτσι οι νυχτερινές ώρες ώσπου γύρναγαν ένας-ένας και μέχρι το πρωί γέμισε πάλι ο τόπος» (σ. 40) Αλλά οι ανατροπές στις ιστορίες του Σκουρολιάκου δεν βρίσκονται μόνο στη ροή τους, βρίσκονται και στη γλώσσα τους την ίδια, στις εικόνες, στις έννοιες : ο εφημεριδοπώλης («Πο»), που ξαφνικά γίνεται ποδηλάτης και διασχίζει τοπία ονειρικά σ’ έναν άχρονο χρόνο της ιστορίας, όπου, όπως στα ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου, συνυπάρχουν αδελφωμένοι ληστές, επαναστάτες και ποιητές, ο Νταβέλης, ο Πάντσο Βίλλα και ο Καρυωτάκης.
Με τέτοιες αλλόκοτες συναιρέσεις διαφορετικών μορφών και στιγμών της ιστορίας είναι γεμάτα τα πεζά των Ξύλινων Χάλκινων Κρουστών. Το αλλόκοτο όμως της συνύφανσης δεν σημαίνει παράλογο. Όταν στα «Αιματώματα» ακούγεται κάποιος περιπλανώμενος να «μουρμουρίζει κάτι πωγωνήσια τραγούδια, κάτι σκοπούς από τον Πόντο» (σ. 22) αυτό που μας μένει είναι ότι τα τραγούδια από το Πωγώνι όπως και τα ποντιακά είναι τραγούδια λύπης και καημού. Και δεν θα μπορούσε να σημαίνει κάτι άλλο, αφού η λύπη και ο καημός είναι το ψυχικό στίγμα αυτού του λαϊκού κόσμου, του ‘60 και του ‘70, ενός κόσμου σπρωγμένου στο περιθώριο, είτε στα χωριά είτε στις περιφερειακές γειτονιές της Αθήνας. Και πότε γίνεται η εξανάσταση αυτών των ανθρώπων; Πότε ανθίζουν και βρίσκουν ένα μέρος του αρχέγονου εαυτού τους; Όταν δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, ανάμεσα στη ψυχή τους και στο περιβάλλον τους. Όχι απλώς όταν ζουν στη φύση, αλλά όταν η ανοιχτωσιά της φύσης μεταβάλλεται και σε δική τους εσωτερική ανοιχτωσιά. Στα «Ψάρια του Ερμόλαου» λ.χ. που ο έρωτάς του για τη θάλασσα και το νερό ήταν τόσο σφοδρός, ώστε μεταμόρφωσε ο ίδιος με τη φαντασία του τον κάμπο, την κατοικία και τα σπαρτά του σε θάλασσα, πλεούμενο και κύματα, η λύπη έγινε χαρά όταν «ένας αγέρας με χρώματα άρχισε να φυσάει μέσα του με μουσικές, παράξενος αγέρας» (σ. 28) Για να συμβεί όμως αυτό, για να ενωθεί η πραγματικότητα με τη φαντασία σε ένα και αδιαίρετο, θα πρέπει τα πρόσωπα που ανοίγονται με εμπιστοσύνη σ’ αυτό το αδιαίρετο να είναι έτοιμα να αγκαλιάσουν το αιφνίδιο και ενδεχομένως ανατρεπτικό. Να αφεθούν σ’ αυτό όπως στα χέρια ενός δημιουργού που τον εμπιστεύονται.
Και όντως αυτό γίνεται σε όλα σχεδόν τα πεζά του Σκουρολιάκου. Οι μοναχικοί και στερημένοι από τον άλλο ή από το άλλο άνθρωποί του, ενδίδουν στο μαγικό, στο υπερφυσικό. Στους «Βλάμηδες», ας πούμε, αυτή η αίσθηση του παραμυθένιου (όπου όλα είναι δυνατά) ενσωματώνει όλα τα αποδιωγμένα, παράταιρα και σκόρπια της κάθε μέρας και φτιάχνει έτσι μιάν άλλη πραγματικότητα ευθυμίας, χαράς, φάρσας, παιχνιδιού, αλλά και πόνου - καθώς όλα αυτά πάνε μαζί. Σαν λαϊκός θίασος ξωμάχων, βγαλμένος από τις ταινίες και τις βαλκάνιες μουσικές του Εμίρ Κουστουρίτσα, σαν κομπανία μουσική αλλά και θεατρική ομάδα και γαμήλια ονειρική πομπή και γιορτινή πορεία μιας μαθητικής μπάντας, όπως στο ωραίο, ομότιτλο ποίημα του Γιώργου Μαρκόπουλου. Απ’ όπου και να περάσει αυτή η μισοονειρική μισοαληθινή παρέλαση νεκρών και ζωντανών, μας δημιουργείται συνεχώς η αίσθηση ότι ο κόσμος του Πάνου Σκουρολιάκου είναι ένας κόσμος που τον αγκαλιάζει η ποιητική φαντασία για να συναιρέσει μέσα του το ιστορημένο και το ανιστόρητο, το υπαρκτό και το αδύνατο ως τώρα να υπάρξει. Δηλαδή, να δώσει με τα πεζά του ένα άλλο, καινούργιο νόημα σε εικόνες, χρώματα, ήχους που συμφύρονται στη μνήμη όλων μας και ζητούν ένα χώρο να φιλοξενηθούν.


Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: