ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ Δ. ΣΧΟΙΝΑ
Exit, 2012, 230 x 280 cm |
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες, επιμέλεια Νίκος Σαραντάκος,
εκδόσεις Ερατώ, σελ. 411
Οι αληθινοί φίλοι είναι πάντα πολύτιμοι, κι
ακόμη περισσότερο σε δύσκολους καιρούς. Όταν ο εκδοτικός χώρος δοκιμάζεται
καθημερινά, με λουκέτα σε ιστορικούς εκδοτικούς οίκους, με εκχωρήσεις προς την
πλευρά του «ευπώλητου» ή με τη μεταλλαγή της βιβλιοπαρουσίασης σε απελπισμένη
αναζήτηση αναγνωστικής πελατείας, υπάρχουν ακόμα φίλοι που κομίζουν τα
εξαιρετικά τους δώρα με διακριτικότητα και με τους αβρούς τρόπους μιας
ευγένειας που πιστεύαμε πως έχει πια απολεσθεί. Η κλασικής κομψότητας και
εντυπωσιακής πληρότητας έκδοση με τη συλλογή διηγημάτων υπό τον τίτλο «Ο
μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες» είναι ένα τέτοιο δώρο για τον απαιτητικό
βιβλιόφιλο. Ο μυστηριώδης φίλος «έρχεται από τα παλιά»[1] και
ονομάζεται Ναπολέων Λαπαθιώτης.
Ενδιαφέρει το σύγχρονο αναγνώστη ο ηδυπαθής εστέτ
Λαπαθιώτης, ο λυρικός της χαμηλής φωνής
και της εξαίτησης οίκτου[2];
Ενδιαφέρει το πεζογραφικό έργο ενός συγγραφέα καταχωρημένου ως ποιητή; Ενδιαφέρει, ακριβώς για να
καταρρίψει τέτοιους μύθους και προκαταλήψεις που συνδέονται με το όνομά του,
και για να αποδείξει, μέσω και των διηγημάτων αυτού του τόμου, τη δύναμη της χαμηλόφωνης
γραφής και της άρνησης για περιχαρακώσεις. Ζώντας σε μια εποχή ρευστότητας,
πολιτικής, ιδεολογικής, κοινωνικής και καλλιτεχνικής, ο Λαπαθιώτης (1888-1944),
γνήσιο τέκνο του καιρού του, κινείται σε ένα πεδίο που αμφισβητεί τις
οριοθετήσεις. Μεταξύ ρομαντισμού, αισθητισμού και συμβολισμού και ειδολογικά πολυσχιδές,
το έργο του Λαπαθιώτη δεν μπορεί να περιχαρακωθεί σε ταυτότητες. Είτε γράφοντας
ποίηση είτε μετερχόμενος τον πεζό λόγο είτε ισορροπώντας στο αντινομικό πεζό
ποίημα, ο Λαπαθιώτης επιχειρούσε να βρει εκείνη την έκφραση που θα απέδιδε το
χάος και την αταξία του περιβάλλοντος κόσμου, όπως λίγο πολύ συνέβαινε με όλους
τους συγγραφείς της γενιάς του. Ωστόσο, ακολουθώντας την κυρίαρχη τάση της
εποχής, ο Λαπαθιώτης λίγο ασχολείται με το ιστορικοκοινωνικό παρόν, προτιμώντας
συνήθως την ατομική περιπέτεια και τον ευαίσθητο ψυχισμό του μοναχικού
ανθρώπου.
Προσωπογραφίες
και αστικά τοπία
Τα 31 διηγήματα του τόμου αυτού χρονολογούνται,
στην πλειονότητά τους, μεταξύ 1923 και 1929. Στην πραγματικότητα αποτελούν το
δεύτερο μέρος[3]
μιας τετράτομης συλλογής (οι δύο τόμοι έπονται) των εκατό ευρισκομένων από τον
επιμελητή λαπαθιωτικών διηγημάτων, που ο συγγραφέας τους διέσπειρε σε ποικίλα
έντυπα της εποχής του, χωρίς να τα έχει ποτέ συγκεντρώσει σε ενιαία έκδοση. Οι
χρήσιμες πληροφορίες του προσεκτικού επιμελητή για τις πρώτες δημοσιεύσεις των
διηγημάτων βοηθούν τον αναγνώστη του Λαπαθιώτη να παρακολουθήσει την εξέλιξη
ενός συγγραφέα, το έργου του οποίου έχει περιοδολογηθεί από διάφορους μελετητές.
Όποιες χρονικές διαιρέσεις του κι αν έχουν επιχειρηθεί συμπίπτουν, τουλάχιστον,
ως προς την εκτίμηση μιας εμφανούς μετάβασης, από την περίοδο της μαθητείας
στον αισθητισμό σε εκείνην της καλλιτεχνικής διαμόρφωσης.
Δημοσιευμένα κυρίως στο δημοφιλές λαϊκό
περιοδικό Μπουκέτο, το περιοδικό
«ποικίλης ύλης» που, ωστόσο, δημοσίευσε πολλούς αξιόλογους Έλληνες και ξένους
λογοτέχνες (π.χ. Τσέχωφ, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Πούσκιν, Πιραντέλλο, Νιρβάνα,
Ξενόπουλο, Ουράνη, Παπαδιαμάντη, Ροδοκανάκη κ.ά), τα διηγήματα που συγκεντρώνονται
στον τόμο «Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες» κινούνται στο μεταίχμιο
μαθητείας και διαμόρφωσης λογοτεχνικής ταυτότητας, ενώ προσπαθούν να
ανταποκριθούν στις ποικίλες αναγνωστικές προσδοκίες ενός μεγάλου και ετερόκλιτου
κοινού. Ο υποκειμενισμός κι η δεινή περιπέτεια
της ανθρώπινης ψυχής συνιστούν προσφιλές τους θέμα και συχνά η επιστολική γραφή
κι ο εξομολογητικός λόγος απηχούν μάταιες εκκλήσεις για βοήθεια. Ματαιωμένες μοναχικές ζωές, αδιέξοδοι
έρωτες, γενναίες αυτογνωστικές απόπειρες ή σπαρακτικές παραδοχές (στα διηγήματα
«Η καρδιά της Δώρας», «Μια φιλική κουβέντα το φθινόπωρο»), αλλά και κουβέντες
που έμειναν ανείπωτες και πνίγηκαν στις τύψεις («Το συναπάντημα»), χαρακτηρίζουν
τους περισσότερους ήρωες των διηγημάτων, οι οποίοι είναι συνήθως «δειλοί σε τιποτένια πράματα, όσο θαρραλέοι
στα μεγάλα» («Τα περασμένα»). Φερέοικοι κι ανέστιοι άνθρωποι αναζητούν εμμονικά
τη χίμαιρα («Το Διαμάντι»), συναντώντας στο δρόμο τους συνοικιακούς
μικρολωποδύτες («Το καντηλάκι μέσ’ στο ‘Φτωχικό’»), αλλά και ηλικιωμένες
γυναίκες που εξομολογούνται ματαιωμένους έρωτες («Ο πιερότος»). Οι ήρωες του
Λαπαθιώτη είναι συχνά άνθρωποι που ζουν φειδωλά με την προσδοκία ενός σπάταλου
μέλλοντος («Η προσδοκία»).
Η ατμοσφαιρική σκηνογραφία, τυπικά
λαπαθιωτική, παραπέμπει σε γνώριμους λογοτεχνικούς τόπους του συγγραφέα: η
αποκριάτικη μεταμφίεση, οι λαϊκές συνοικίες της Χριστουγεννιάτικης Αθήνας, η
ατμόσφαιρα των λαϊκών σινεμά, η συνοικιακή ταβέρνα-άσυλο για κάθε μικροαπατεώνα
αναδίδονται σχεδόν από σελίδες του υπόλοιπου ποιητικού και πεζού του έργου. Αλλού,
ο αναγνώστης ανακαλύπτει την Αθήνα του μεσοπολέμου με τα μάτια ενός
φυλακισμένου που έχει εκτίσει την ποινή του, σε μια διαδρομή που ξεκινά από τις
λαϊκές συνοικίες της αυθεντικής ζωής και καταλήγει στην αποξένωση της σύγχρονης
πόλης («Ο κατάδικος»). Κοντά στην αστική εικονογραφία, η ατμόσφαιρα τσίρκου, με
ηχοτοπία αρένας και ήρωες-ακροβάτες συναισθημάτων, συνομιλεί εντυπωσιακά με το
γκροτέσκο («Για τα μάτια της Γιολάντας»). Οι αισθητιστικές απηχήσεις είναι γενικώς
εμφανείς, όπως συμβαίνει με την παραληρηματική ξενάγηση του αναγνώστη στη ζοφερή ατμόσφαιρα φρενοκομείου και στον
εφιαλτικό κόσμο των παραισθήσεων και των αναμνήσεων ενός έγκλειστου ήρωα («Η
γάτα»). Απόηχοι των διηγημάτων του Πόε επιτρέπουν την είσοδο του ανοίκειου, του
νοσηρού και του ανίερου («Το κρανίο»), ενώ η παγερή παρουσία του θανάτου εναλλάσσει
προσωπεία και νεκρανασταίνει βέβηλα («Ο πεθαμένος», «Τα δύο αδέρφια», «Ο
βρικόλακας», «Ο θάνατος»). Αλλά και τα «αιρετικά» αισθητιστικά παραμύθια του
Όσκαρ Ουάιλντ, της πεζής κυρίως ποίησης, ανιχνεύονται με ευκολία στη γραφή του
έλληνα θαυμαστή του («Το κρίμα ή τα μάτια του Χριστού», «Η θυσία»).
Αυτοπροσωπογραφία
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του
τόμου είναι τα κείμενα-εικόνες εαυτού, οι αυτοαναφορικές καταγραφές της
λογοτεχνικής διαδικασίας, οι επισκέψεις του αναγνώστη στο λαπαθιωτικό
λογοτεχνικό εργαστήριο. Κατά τις επιταγές του αισθητισμού, ο Λαπαθιώτης διήγε
έναν βίο «εν πνεύματι τέχνης», υιοθετώντας την αισθητιστική εξίσωση ζωής και
τέχνης. Ενθρόνισε την τέχνη στην κορυφή της μέριμνάς του, προτιμώντας το
καλλιτεχνικό ψεύδος από την ενεργό δράση, κατά τις ουαϊλδικές διδαχές. Προσπαθώντας
να βρει τον βηματισμό του, όταν ήταν ακόμη νεαρός κοσμοπολίτης, ο ποιητής βάδιζε
στα μονοπάτια των ευρωπαίων εστέτ και του αμερικανού δασκάλου τους Έντγκαρ
Άλλαν Πόε. Έτσι, η καλλιέργεια του ύφους και της μορφής έγινε σημαντικό μέλημά
του, ώστε κάποιες φορές τα (νεανικά κυρίως) κείμενά του να μοιάζουν με ασκήσεις
ύφους και να συνιστούν ενδείξεις τεχνοπάθειας.
Ευλόγως το διήγημα «Ο μυστηριώδης φίλος»
ανασύρεται από το σύνολο των «άλλων ιστοριών» και αποκτά την τιμητική του στον
τίτλο του βιβλίου. Πρόκειται για ένα αυτοαναφορικό κείμενο, που παρακολουθεί
έναν συγγραφέα (τον ίδιο;) εν ώρα δημιουργίας. Τελειομανής δημιουργός, ο
ήρωας-συγγραφέας επεξεργάζεται ένα κείμενο περισσότερο από μία πενταετία. Σε
συνθήκες πλήρους απομόνωσης, ολοκληρώνει ένα έργο ζωής, «το άπαντον σχεδόν» των
συγγραφικών του κόπων. Αυτό συνοδεύεται από την πλήρη αποπνευμάτωση της
ύπαρξης, την εξάχνωση κάθε ανθρώπινης συγκίνησης, τη διατύπωση μιας «προσωπικής
κι αλλόκοτης» φιλοσοφικής θεωρίας, που δικαιώνει την ύπαρξη του συγγραφέα. Το
τέλος της ζωής συμπίπτει με το τέλος του έργου.
Αλλά και ο καλλιτέχνης ήρωας στο «Δυο καρδιές
- η μια πιο λυπημένη» εκτιμά τη ζωή ως πεδίο διεκδίκησης υψηλών προορισμών και
τις ανθρώπινες εμπειρίες ως μέσα «για την εξυπηρέτηση ορισμένων καλλιτεχνικών
σκοπιμοτήτων», συντασσόμενος έτσι με τις βασικές αρχές του αισθητισμού. Ο
ζωγράφος του διηγήματος «Ο καλλιτέχνης» παραπέμπει επίσης στις αισθητιστικές
απόψεις του δημιουργού του: τελειομανής, όπως και ο Λαπαθιώτης, ο καλλιτέχνης
αυτός φοβάται πως οι αλλεπάλληλες εξαντλητικές επανεπεξεργασίες του έργου του
θα το απομακρύνουν οριστικά από τις αρχικές φιλοδοξίες και προσδοκίες του
δημιουργού του. Έτσι, παρά την πάνδημη αποδοχή του έργου του, ο ίδιος χάνει την
πίστη του στην τέχνη του και διαδηλώνει την καλλιτεχνική του αδυναμία.
Η παραπάνω προσήλωση στην τέχνη καθιστά υποχρεωτικά
το δρόμο του καλλιτέχνη μοναχικό, ενώ, κατά τον Λαπαθιώτη, η υπερευαίσθητη
ιδιοσυγκρασία του μολύνει με την εγγενή λύπη της κάθε άνθρωπο που τον πλησιάζει.
Η ζωή ενός ευαίσθητου δημιουργού περνά από προκαθορισμένα στάδια: προηγείται η νεανική
αυταπάτη της ευτυχίας, ακολουθεί η εκμετάλλευση της ευαισθησίας του από τους άλλους,
ενώ η συνακόλουθη απογοήτευσή του καταλήγει σταδιακά στην ακηδία κι από κει στο
θάνατο («Το κορόιδο»).
Έτσι, ο Λαπαθιώτης των διηγημάτων του τόμου
ανατέμνει την ψυχή τού ευαίσθητου ανθρώπου και βρίσκει ως μόνη υπαρξιακή
δικαίωση την καλλιτεχνική δημιουργία. Το πλούσιο χρονολόγιο που βιογραφεί
λεπτομερώς το συγγραφέα στο τέλος του τόμου αναπόφευκτα καλεί σε αναλογίες. Ο
συγγραφέας μοιάζει τόσο πολύ με τον
καλλιτέχνη του διηγήματος «Ο μυστηριώδης φίλος»: πάλαι ποτέ σχεδόν υστερικό και
κακομαθημένο παιδί, αργότερα νοσηρά αισθαντικός νέος, βοηθούσης της πλούσιας
παιδείας του μετεξελίσσεται σε ένα φωτεινό πνεύμα που βρίσκεται σε διαρκή
εγρήγορση και ακοίμητη δημιουργικότητα. Μόνο που η αληθινή ζωή δεν είναι εν
τέλει τέχνη και το πέρας της δεν συμπίπτει συνήθως με το ολοκληρωμένο έργο· οι
επόμενοι λαπαθιωτικοί τόμοι που υπόσχονται ο εκδότης Μανώλης Μανουσάκης κι ο
επιμελητής Νίκος Σαραντάκος θα αποδείξουν, με τα πιο όψιμα διηγήματα του
συγγραφέα, αν τελικώς «ο μυστηριώδης φίλος» κατέκτησε την υπαρξιακή του δικαίωση
μέσω της γραφής. Ως τότε, παρακολουθούμε ευγνώμονες τις προσπάθειές του.
Η Κατερίνα Δ. Σχοινά
είναι φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου