30/11/13

Η εικόνα στις “ειδήσεις”

του Γιώργου Διβάρη

ΤΗΣ ΛΙΑΣ ΓΥΙΟΚΑ

Γιώργος Διβάρης- Living Room 1, 2012,
λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, 70Χ30εκ. 

Εδώ και κάποια χρόνια, στα έργα του Γιώργου Διβάρη επιστρέφει η εικόνα. Επιστρέφει ως ευδιάκριτο Gestalt μετά από μια μακρά απουσία: Ο καλλιτέχνης διένυσε ως εδώ μια πορεία μελέτης της σχέσης του με τα υλικά, προσπαθώντας να μείνει πιστός στην παράδοση της ζωγραφικής ως σύνθεσης και ανάμειξης οργανικών και ανόργανων στερεών, υγρών και παχύρρευστων, με στόχο μια αυτόνομη και ιδανική υπόθεση εργασίας που να ιστορεί αλλά και να υπερβαίνει την προέλευσή της. Κατέληξε πριν από περίπου μια δεκαετία στα κομμάτια βιομηχανικών παραπροϊόντων, σε διάφορα σχήματα και χρώματα, για να μιλήσει μια γλώσσα που πάντοτε αναφερόταν σε κινήματα όπως η arte povera της δεκαετίας του ’60 από τη μια, η art sociologique της δεκαετίας του ’70 από την άλλη, δηλαδή σε καλλιτέχνες και ομάδες που συνειδητά αρνούνταν το άμεσα ελκυστικό αισθητικό αποτέλεσμα και την εύκολα ευανάγνωστη πρόταση, από δικαιολογημένο τρόμο μην τους καταπιεί η νοσηρή σαγήνη της διαφήμισης.

Πολλά προηγούμενα έργα του ήγειραν την αξίωση να ερμηνευθούν με βιβλιογραφία: Η κρυπτικότητα, η αναφορά σε προηγούμενα έργα, η καταφυγή στους κώδικες του επαγγέλματος, ήταν άλλωστε από τα λίγα αμυντικά όπλα της “καλλιτεχνικής κατηγορίας” ενάντια στην άνευρη και άτακτη νοητική καταβρόχθιση των σημείων που προσφέρει ο πολιτισμός της δοξολόγησης των εμπορευμάτων. Έως τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, η δουλειά του έφτανε στους θεατές με τη μορφή μιας περίτεχνης υποσημείωσης στην ιστορία των σύγχρονων καλλιτεχνικών πρακτικών και κατάφερνε ό,τι μπορούσε να καταφέρει μια ενδιαφέρουσα ατομική έκθεση: Βουβές, επιβλητικές παρουσίες, άβολες μέσα στις γκαλερί, ενίοτε δύσκολες στο μάτι, μαρτυρούσαν μία συγκεκριμένη νεοελληνική αμηχανία, γνώριμη σε πολλούς:
Αμηχανία γιατί ο δημιουργός αναφέρεται σε συλλογικότητες (σε όλα τα μεταπολεμικά μανιφέστα και από κοινού εγχειρήματα) αλλά είναι μόνος. Αμηχανία γιατί πορεύεται ανάμεσα σε μεταφρασμένα τεχνοκριτικά κείμενα και μικρές ασπρόμαυρες αναπαραγωγές. Αμηχανία γιατί από την Καλών Τεχνών έως τον εκθεσιακό θεσμό είναι ανιαρός ο επαρχιακός μονόδρομος.
Είναι ειρωνεία της ιστορίας ότι την ίδια αμηχανία νιώθει κάθε ευαίσθητος κάτοικος του μητροπολιτικού δικτύου, αφού το “επίκεντρο” των γεγονότων είναι πάντα φαντασιακό και ειδικά οι θεσμοί της τέχνης (οι πιο ακραία και αυθαίρετα εμπορευματικοί, με την έννοια ότι οφείλουν να παραγάγουν συνεχώς νέα και ολοένα ανανεούμενη αξία, αλλά και οι πιο έντονα φορτισμένοι με την ελπίδα να υπερβούν το εμπόρευμα) είναι πάντοτε θεσμοί που θα αντλούν τη ζωτικότητά τους από ένα λαμπρότερο πριν, ένα λαμπρότερο μετά, πάντως ένα λαμπρότερο αλλού.
Ο ίδιος εγγράφει ανέκαθεν τη δουλειά του σε μία παράδοση αναμέτρησης με το readymade, ένα είδος αντικειμένου που γεννήθηκε μαζί με έναν στοχασμό σχετικά με τον βραχύ κύκλο της ζωής του ευτελούς εμπορεύματος: Ένα βιομηχανικό προϊόν καθημερινής χρήσης, τη στιγμή που έχει πλέον καταστεί άχρηστο, δεν έχει κάποια επιπλέον αρχαιολογική, αισθητική, θρησκευτική αξία, οπότε η καλλιτεχνική του εμβάπτιση καλείται να καταδείξει την αντίφαση της λατρευτικής αξίας της τέχνης στον καπιταλισμό. Μια κοινωνία που λατρεύει θρησκευτικά τα εμπορεύματα, τα αντικαθιστά βιαστικά και ανέμελα για να λατρέψει τα επόμενα. Το readymade φέρει επίσης εντός του και τη συναίσθηση του μαζικού αποβλήτου – όλων των παραπροϊόντων και των μετα-προϊόντων της βιομηχανικής παραγωγής με βαρέα μέταλλα, τεράστιες μηχανές που καταβροχθίζουν νερό, γη, φωτιά και αέρα, ζωντανή εργασία που απονεκρώνεται μόλις κρυσταλλωθεί σε ένα αντικείμενο με ημερομηνία λήξεως. Η διπλή αυτή αρχαιολογία του βιομηχανικού αποβλήτου και του ακυρωμένου εμπορεύματος, κυριαρχούσε στα μέχρι τώρα έργα του Διβάρη.
Στη σημερινή του δουλειά (που φαίνεται να ξεκινά από το 2002 ή σίγουρα από το 2006, χρονιές προηγούμενων ατομικών του εκθέσεων) έχει φύγει μεγάλο μέρος από αυτό το βάρος. Η πραγμάτευση του μέσου και η ιστορική σκιά του readymade έχουν μεταβολιστεί, δεν αποτελούν πια εμπόδια στην αναπαράσταση. Η εικόνα ξανάρχεται, τυπωμένη πάνω στις λαμαρίνες για να θυμίσει την εξάρτηση της οθόνης από την εξόρυξη και τη σχέση της μεταλλείας με τον μαζικό πόλεμο που εμφανίζεται στην εικόνα ως το “περιεχόμενό” της. Το design για το καθιστικό της καθημερινής εργονομίας προέρχεται απευθείας από τα γραφεία σχεδιασμού των πολεμικών αεροπλάνων και της επίπλωσης των πυραύλων.
Φαίνεται πως ο Διβάρης όλ’ αυτά τα χρόνια έκανε τις δοκιμές του για να μπορεί πλέον να μιλά ενδοαφηγηματικά: Οι λευκές σκιές στην επιφάνεια του αλουμινόφυλλου μπλέκονται με την αναπαράσταση του τοξικού νέφους. Πρόκειται για άλμα στην εύρεση της δικής του γλώσσας: Η εκφραστική όσμωση του θέματος της εικόνας από τη μια με την επιτυχημένη λειτουργία ενός φέροντος υλικού ως οθόνης από την άλλη, προβάλλει πλεονεκτικά και ενισχύει το νόημα της εικόνας: Ο καναπές του νέου διαδραστικού τηλεθεατή εμφανίζεται πιο στιλπνός και η πρώτη στιγμή της πυρηνικής έκρηξης φωτίζεται με το καλύτερο μεταλλικό φόντο.


Η Λία Γυιόκα είναι ιστορικός τέχνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: