30/11/13

Ανδρέας Εμπειρίκος

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Γιώργος Διβάρης- Ουρανός, 2013,
λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση,  λιωμένο βιομηχανικό πλαστικό
122Χ94εκ. 

Ακριβέστερον ηθέλομεν εκφράσει την ιδέαν ημών αν ελέγομεν «μεγάλοι ποιηταί», τούτο όμως εφαίνετο είδός τι πλεονασμού, ως ει ελέγομεν «υψηλός γίγας»
Εμμανουήλ Ροΐδης

Η έκδοση σε έναν τόμο της τριλογίας διηγημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου (Τα χαϊμαλιά του έρωτα και των αρμάτων), όπως επίσης του βιβλίου του Δ. Καλοκύρη (Τα σύνεργα της πλοιαρχίας), μαζί με την αλληλογραφία Μάτσης Χατζηλαζάρου και Εμπειρίκου (Γράμματα από το Παρίσι), καθώς και του μελετήματος του ίδιου του Εμπειρίκου για τον Μ. Καραγάτση (Ο Σέργιος και Βάκχος), αποτελούν τη φετινή «σοδειά» κειμένων που έρχονται να προστεθούν στον κατάλογο των βιβλίων που αφορούν τον Ανδρέα Εμπειρίκο, κατάλογος που κάθε χρονιά συνεχώς διευρύνεται, με την αδιάλειπτη φροντίδα και επιμονή των εκδόσεων «Άγρα», υποδειγματική στην υποστήριξη του σημαντικότερου νεοέλληνα συγγραφέα που διαθέτουν στον κατάλογό τους. Μια εκδοτική στάση ιδιαίτερης σημασίας, γιατί αυτή είναι που κρατάει ανοικτό τον «φάκελο» Εμπειρίκος, ως μια σημαντική «εκκρεμότητα» της λογοτεχνίας μας. Ας ευχηθούμε, η φετινή σοδειά να δώσει το έναυσμα για μια πιο αποστασιοποιημένη αποτίμηση του έργου του Εμπειρίκου, όχι μόνο του πεζογραφικού αλλά και του ποιητικού. Τουλάχιστον την ευκαιρία για κάποιες σκέψεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Και πρώτα απ’ όλα, είναι καιρός να αποδεχθούμε και να αντιμετωπίσουμε τις προφανείς διαπιστώσεις. Μονότροπος και μονόχορδος είναι ο ποιητικός και πεζογραφικός λόγος του Εμπειρίκου, το ίδιο και η καθαρεύουσά του. Μονοθεματικά τα ποιήματά του, αλλά και τα πεζά του, απελπιστικά περιοριστικό το λογοτεχνικό του σύμπαν.
Αλλά πόσο εξωφρενικά ποικίλες και ευρηματικές είναι οι εικόνες του, σε κάθε στίχο, σε κάθε φράση των πεζών κειμένων του. Πόσο πλούσιο λεκτικό διαθέτει η γλώσσα του. Πόση ένταση, που μάλιστα διαρκεί αμείωτη σε χιλιάδες σελίδες. Μήπως αυτό ακριβώς είναι το επίτευγμά του;
Με αυτή την αντίφαση καλούμαστε να συμβιώσουμε∙ κατ’ αρχήν να την αποδεχθούμε, αλλά και να κρίνουμε τις προκείμενές της. Να πάμε πέρα από την προφάνειά της.
Ο καθ’ ημάς ποιητικός μοντερνισμός, στην κυρίαρχη αφήγησή του, ορίζεται από τις κορυφές του τριγώνου Σεφέρης–Ελύτης–Εμπειρίκος, με κυρίαρχο στοιχείο του, με ιδιοτυπία του, τον αυτοπεριορισμό του. Απουσιάζουν, π.χ., τα ρεύματα του εξπρεσιονισμού, του ντανταϊσμού ή του φουτουρισμού, καθώς και όλη εκείνη η αχανής περιοχή που ορίζεται από τις πολλαπλές επιδράσεις μοντερνιστικών κινημάτων, περιοχή που παράγει μια ατέλειωτη αλυσίδα εκδοχών και περιπτώσεων. Απουσιάζει επίσης η κινηματική διαδικασία, που αποτέλεσε όχι απλώς το «όχημα» των μοντερνιστικών εκδοχών αλλά προεξάρχον στοιχείο της θορυβώδους εμφάνισής τους. Απουσιάζουν δηλαδή τα βασικά ερείσματα που εμπέδωσαν τη μοντερνιστική πανσπερμία ως κοσμογονία.
Εκτός τριγώνου κινείται η ποίηση του Εγγονόπουλου, αλλά και εκείνη του Ρίτσου, όπου ο πλούτος εκδοχών και προσλήψεων του μοντερνισμού διαπιστώνεται αβίαστα. Αυτοί οι δύο όμως πιστώνονται και προσλαμβάνονται ως «εξαιρετικές περιπτώσεις», και όχι ως τυπικοί εκπρόσωποι του καθ’ ημάς μοντερνισμού. Άλλωστε, φιλολογικά, αμφίβολη παραμένει η συμπερίληψή τους και η θέση τους στην κατασκευή «γενιά του ‘30».
Για τόσες δεκαετίες μετά τη θρυλούμενη «τομή» του ’30, η πορεία τού καθ’ ημάς μοντερνισμού συνιστά μια ακολουθία καθόδου και απίσχνασης, όμως τόσο ισχυρή και κεντρομόλα, που απορροφά και τις όποιες απόπειρες εμβάθυνσης, αλλά όχι ανοίγματος στο μοντερνιστικό σύμπαν, όπως π.χ. συμβαίνει με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη ή με τους πιο ενδιαφέροντες ζωγράφους. Η περιφραγμένη περιοχή που συνιστά το τρίγωνο Σεφέρης–Ελύτης–Εμπειρίκος αναδεικνύεται ως τόπος του δράματος του καθ’ ημάς μοντερνισμού.
Η συνέχεια δεν εγγράφεται σε αυτόν τον «τόπο», ως φυσιολογική, αέναη διαδικασία αναζήτησης και ρήξεων, αλλά στις παρυφές του, ως επιγονική μιζέρια. Συνακόλουθα, η στιγμή του «μετά» δεν φαίνεται να προκύπτει ως αίτημα διερώτησης, αναστοχασμού και υπέρβασης μιας δημιουργικά εξαντλημένης περιοχής, αλλά συνήθως εμφανίζεται με την ίδια περιοριστική αυταρέσκεια, διεκδικώντας, εν τέλει, την απρόσκοπτη μεταβίβαση της σκυτάλης.
Βεβαίως κι έχουν συμβεί τομές κατά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και γόνιμες εκβλαστήσεις, φυσικά και στο έδαφος του έργου του Εμπειρίκου, όμως αδυνατούν να εκβάλουν τη δυναμική τους, να εγγραφούν και να λειτουργήσουν ως συνέχεια, ακριβώς γιατί καλύπτονται από την αχλύ και προσκρούουν στις καθεστωτικές αγκυρώσεις της διαδικασίας που περιέγραψα, εξωθούμενες στην αφάνεια.
Αν θέλουμε λοιπόν να αποδώσουμε στον Εμπειρίκο τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει, πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσοδοφόρα μεν και μικροαστικά ασφαλή, πλην έωλη και εν τέλει καταστροφική για τον ίδιο τον συγγραφέα Εμπειρίκο, καθεστωτική αφήγηση που τον περιέχει. Άλλωστε, η όλο και πιο ισχνή επίδρασή του στο έργο των νεοεμφανιζομένων τα τελευταία χρόνια, νομίζω πως αποδεικνύει του λόγου το αληθές, καθώς και το επείγον του διαβήματος.
Υπάρχει λοιπόν ένα μείζον θέμα ανάγνωσης του Εμπειρίκου, ανάγνωσης κριτικής αλλά και λογοτεχνικής. Και αν η δεύτερη απόκειται στις διεργασίες των λογοτεχνικών αναζητήσεων των νεωτέρων, η πρώτη, η οποία βέβαια ενδεχομένως θα προκαλέσει/προάγει και τη δεύτερη, δείχνει να λιμνάζει και επί δεκαετίες να εκκρεμεί, μέσα σε άπειρες φιλολογικές υπαγωγές και επισημειώσεις. Ο Εμπειρίκος από τη μια κατέστη ένας συγγραφέας «ανακοινώσιμος» σε φιλολογικά συνέδρια, ενώ από την άλλη το διαρκές αναγνωστικό ενδιαφέρον για το έργο του επαφίεται στην αδιαμεσολάβητη αναγνωστική απόλαυση.
Καιρός να θέσουμε το ερώτημα: Τι εκόμισε, και τι κομίζει σήμερα εις τέχνην, το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου; Ας τελειώνουμε κάποτε με τη θαυμαστική επίκληση τής, γιγαντιαίας έκτασης, ερωτικής μυθολογίας του. Όσο εντυπωσιακό κι αν είναι το κειμενικό εύρος αυτής της μυθολογίας, σε τελευταία ανάλυση δεν αποτελεί παρά μια θεματική. Όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έναν ερωτικό Καζαντζάκη, που απλώς αντικατέστησε το παραθετικό παλίμψηστο των ιδεών με ένα ανάλογο παλίμψηστο του ερωτισμού. Ο Εμπειρίκος υπάρχει ως συγγραφέας μέσω της δοκιμασίας στην οποία υπέβαλε τη γλώσσα, εκμαιεύοντας μοναδικούς και ανεπανάληπτους τροπισμούς της. Εκεί κατακτάται και αρθρώνεται το ύφος των κειμένων τού Εμπειρίκου, ποιητικών και πεζογραφικών, ακόμα και των δοκιμιακών. Μέσα βέβαια στην ερωτική θεματική, όχι εν κενώ. Όμως το ύφος του δεν ταυτίζεται με τη συγκεκριμένη θεματική.
Για παράδειγμα, τα τρία διηγήματά του, «Αργώ», «Ζεμφύρα», «Βεατρίκη», που συνεκδίδονται τώρα στον τόμο «Τα χαϊμαλιά...». Το στόρι του καθενός απ’ αυτά δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, αλλά ακριβώς πάνω σε αυτές τις απλές και προβλέψιμες αφηγήσεις είναι που οργανώνει ο Εμπειρίκος το ύφος του, δίνοντάς μας τρία κομψοτεχνήματα.
Παρ’ όλα αυτά, επί δεκαετίες βλέπουμε να εξελίσσεται μια ατελέσφορη προσπάθεια «αναγωγής» της εμπειρίκειας θεματολογίας, είτε με γενικεύσεις που δεν αντέχουν το βάρος μιας κοσμοθεωρίας, είτε με κουτοπόνηρες φιλολογικές υπομνήσεις, που υποδύονται κάποιες υπόρρητες συνάψεις με ευρύτερα «θέματα».
Εν ολίγοις, είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε τον Εμπειρίκο με βάση τα αισθητικά αιτούμενα του σουρεαλισμού, δηλαδή με βάση την καταστροφική μανία του απέναντι στις συμβατικές και φθαρμένες, παραδεδομένες τεχνοτροπίες που συνέθεταν τη λογοτεχνία, και ευρύτερα την τέχνη των αρχών του 20ου αιώνα. Με βάση το αίτημά του για μια νέα τέχνη, η οποία θα αμφισβητούσε και θα καταρράκωνε όλες τις αυτονόητες προϋποθέσεις της συνθήκης «τέχνη».
Κι εδώ είναι που ο συγγραφέας Εμπειρίκος διακρίνεται ουσιωδώς από τον συγγραφέα Σεφέρη και τον συγγραφέα Ελύτη. Επιπλέον, μόνο εδώ μπορεί και πρέπει να κριθεί.
Αν λοιπόν κρίνουμε τον Εμπειρίκο ως αυτό που είναι, δηλαδή ως σουρεαλιστή, θα πρέπει κατ’ αρχήν να απαντήσουμε το ερώτημα της «συνέπειάς» του στην παροιμιώδη, και εξόχως αντιφατική, πειθαρχία του σουρεαλιστικού κινήματος. Πόσο συνεπής υπήρξε στις κατά καιρούς διακηρυσσόμενες, και αλληλοαναιρούμενες, δεσμεύσεις τού κινήματος;
Ποιον αφορά πλέον αυτό το ερώτημα; Μόνο τους ανιστόρητους γραμματολόγους, που επιχειρούν να υποκαταστήσουν την ιστορική αφήγηση της λογοτεχνίας με τα «συνδικαλιστικά» πυροτεχνήματα των εκάστοτε κινημάτων, δηλαδή με την αυτο-σκηνοθεσία τους  ως κινημάτων.
Αυτό ισχύει ακόμα και για τον σουρεαλισμό, ή μάλλον ισχύει πρωτίστως γι’ αυτόν, ακριβώς γιατί προγραμματικά διεκδίκησε, δηλαδή ισχυρίστηκε, πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια τεχνοτροπία. Πως είναι ένα κίνημα που θα άλλαζε τον κόσμο και τη ζωή. Όμως αυτό, ως αίτημα, δεν αφορούσε ένα καλλιτεχνικό κίνημα, αλλά τον αναστοχασμό του όλου μοντερνισμού, την ώρα που γεννιόταν και βρισκόταν στο απόγειό του, αναστοχασμό που ελάχιστοι, μη ταυτισμένοι περιοριστικά με ένα κίνημα, κατάφεραν να τον αποτυπώσουν, όπως ο Νικόλαος Κάλας.
Έτσι, το χρονικό της «σουρεαλιστικής επανάστασης», με όλη τη σχετική ανεκδοτολογία, που απλώνεται αυτάρεσκα σε εκατοντάδες τόμους, δεν αφορά τον σουρεαλισμό ως καλλιτεχνικό ρεύμα, που τελικά ήταν. Δεν αφορά κάποια «δικιά του» ήττα και τη ρομαντική «πτώση» του. Αφορά μόνο τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία της αισθητικής του. Αν θέλετε, αφορά τις προϋποτιθέμενες εμμονές των ίδιων των σουρεαλιστών καλλιτεχνών, μέσα στην αχλύ των οποίων εμμονών δημιούργησαν τη σημαντικότερη ίσως, και σίγουρα την κοινωνικά δραστικότερη στον 20ό αιώνα, αλλαγή του τρόπου που βλέπουμε και ασκούμε την τέχνη.
Αυτό κομίζει στη νεοελληνική τέχνη ο Εμπειρίκος. Όχι τη φαντασίωση μιας παγκόσμιας παρτούζας, όχι κάποιον οργιαστικό ελευθεριακό κοινοτισμό, αλλά, π.χ., την άρση του βλαχοδημαρχικού σχίσματος της γλώσσας μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας, δηλαδή την υπέρβαση του ανεκδιήγητου, και τυπικά βαλκάνιου, κοινωνικού φαντασιακού, που υποδύεται ακόμη και σήμερα τον «συγχρονισμό» του με την εκδημοκρατισμένη (κοινωνικά, πολιτισμικά, βεβαίως και γλωσσικά) συνθήκη της Εσπερίας. Έτσι ο Εμπειρίκος καταφέρνει και οικειοποιείται τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, και πρώτα απ’ όλα τον Ροΐδη, ενώ ταυτόχρονα «στήνει στα πόδια του» τον Παλαμά, αποκαθάροντας την ποιητική του από τις γλωσσικές και εθνικές δεσμεύσεις που την κατάτρεχαν.
Εν ολίγοις, η τόσο επίμονη ερωτική θεματολογία του Εμπειρίκου δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να προβοκάρει τη βαλκάνια μακαριότητά μας, την οποία όμως ο ποιητής επιχείρησε να διεμβολίσει, ουσιωδώς, διά της τέχνης του. Μήπως είναι καιρός να ψαύσουμε αυτές τις χαίνουσες τομές στο σώμα της λογοτεχνίας μας, στο σώμα της ίδιας της νεοελληνικής συνθήκης, τις οποίες επέφερε μέσω της προκλητικά ανοικειωτικής γλώσσας και εικονοποιίας του, ενώ ταυτόχρονα διαύγαζε τις πιο μύχιες, τις πιο κοινότοπες και ποταπές ερωτικές παρορμήσεις, μεταλλάσσοντάς τες από καθημερινά στιγμιότυπα σε καλλιτεχνικά συμβάντα; 
Το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου αξίζει καλύτερης τύχης. Τα κείμενά του είναι εκεί, φροντισμένα εκδοτικά και φιλολογικά, και περιμένουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: