30/11/13

Το ΠΑΣΟΚ

Από δίαυλος ριζοσπαστικοποίησης σε κόμμα του κράτους, ...και από εκεί σε «εχθρό της κοινωνίας»;

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ

ΚΩΣΤΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ – ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΤΑΤΣΗΣ, ΠΑΣΟΚ: Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος, εκδόσεις Σαββάλας, σελ. 229

Γιώργος Διβάρης- Υπεροψία 2, 2009
Εγκατάσταση στο πλαίσιο της Biennale:2 της Θεσσαλονίκης 

Αν υπάρχει ένα κόμμα το οποίο σφράγισε με τον πιο βαθύ και καθοριστικό τρόπο την Μεταπολίτευση, τότε αυτό είναι το ΠΑΣΟΚ. Υπ’ αυτή την έννοια, ακόμα και αν δύσει οριστικά ο πράσινος ήλιος στις επόμενες εκλογές, φαίνεται πως ούτε μπορούμε ούτε και πρέπει να σταματήσουμε να ασχολούμαστε μαζί του. Σε τούτο το πλαίσιο, μια φρέσκια ματιά στο «φαινόμενο ΠΑΣΟΚ» έρχεται να τη δώσει η σύντομη, πλην εξαιρετική, μελέτη των Κ. Ελευθερίου και Χ. Τάση. Οι δύο πολιτικοί επιστήμονες, εκπρόσωποι μιας νεότερης γενιάς, αντλούν από τη σύγχρονη θεωρία των κομμάτων για να προσφέρουν μια συνολική θεώρηση των οργανωτικών χαρακτηριστικών και μετασχηματισμών του ΠΑΣΟΚ, από την ίδρυσή του μέχρι και σήμερα. Κινούμενοι με άνεση και σε διάλογο με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, και αντλώντας προσεκτικά από μια πληθώρα πρωτογενών πηγών, μας προσφέρουν ένα ενιαίο αφηγηματικό σχήμα, το οποίο μας επιτρέπει να αναζητήσουμε τις σημερινές παθογένειες, όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ αλλά και του πολιτικού συστήματος εν γένει, αρκετά πίσω στο χρόνο. Ανασυνθέτουν, με άλλα λόγια, με τρόπο ευσύνοπτο και τεκμηριωμένο, την πορεία του ΠΑΣΟΚ από εκφραστή ενός αιτήματος ρήξης/αλλαγής σε ένα «κόμμα του κράτους» (cartel party), εκφραστή των οικονομικών του «αναγκαιοτήτων».

Ένα από τα βασικά εννοιολογικά εργαλεία που επιστρατεύουν οι δύο συγγραφείς είναι η έννοια του «ηγεμονικού κόμματος», αντλώντας από τις γνωστές επεξεργασίες του Γκράμσι και του Πέρυ Άντερσον. Με τούτη την έννοια, οι συγγραφείς σκιαγραφούν το ρόλο του ΠΑΣΟΚ ως εκείνου του κόμματος που λειτούργησε ως οργανωτικό πρότυπο για τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, που κατάφερε να επιβάλλει την ατζέντα του στο πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού και που εδραίωσε την εικόνα του ως «κατάλληλου διαχειριστή» των κρατικών υποθέσεων, στο βαθμό μάλιστα που βασικές του θέσεις εδραιώθηκαν ως υπερκομματικά «αυτονόητα» στη δημόσια σφαίρα (σ. 27-28). Οι συγγραφείς παρακολουθούν βήμα-βήμα την εξέλιξη και εδραίωση του ΠΑΣΟΚ, διακρίνοντας τρεις διαδοχικές περιόδους: (α) Μεταξύ 1974-1981, οπότε το ΠΑΣΟΚ λειτουργεί ως βασικός δίαυλος για την πολιτική έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών, εκφράζει «το διάχυτο αίτημα για μαζική συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική» και ενσαρκώνει την προοπτική της «Αλλαγής» (σ. 47). (β) Μεταξύ 1981-1989, οπότε το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να ανταποκριθεί στα κοινωνικά αιτήματα που τροφοδοτούν τη δυναμική του, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται από αυτά, εποικίζοντας το κράτος και επιδεικνύοντας τα πρώτα σημάδια «τεχνοκρατισμού». Ο κοινωνικός ριζοσπαστιμός απορροφάται στις «κυβερνητικές ανάγκες», «ο ‘έλλογος δημοκρατικός πολίτης’ της δεκαετίας του 1970 εξελίσσεται σε ‘κομματικό οπαδό’ και με τη σειρά της η κομματική οργάνωση […] ‘μετεξελίσσεται από οργάνωση αντιπολιτευόμενου κόμματος σε οργάνωση εξουσίας’» (σ. 72). (γ) Τέλος, μεταξύ 1990-2004, οπότε το ΠΑΣΟΚ ανασυγκροτεί την ταυτότητά του, σε ρήξη με το παρελθόν του, υιοθετώντας το πρόταγμα του «εκσυγχρονισμού» και δένοντας σχεδόν μονοσήμαντα τη μοίρα της χώρας με την περίφημη «σύγκλιση» και έπειτα την είσοδο στην ΟΝΕ. Έχοντας εγκαταλείψει κάθε αναφορά στο «πρόταγμα της κοινωνικής αλλαγής» (σ. 97) και με το κόμμα απορροφημένο πρακτικά στο κράτος (σ. 89), ύψιστος σκοπός της «εκσυγχρονιστικής» ηγεσίας καθίσταται η ανάδειξη του «ΠΑΣΟΚ σε κατεξοχήν διαχειριστή της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας» (σ. 88).
Η παραπάνω νοερή χορογραφία δεν ήταν ούτε γραμμική ούτε χωρίς αναταράξεις και αντιφάσεις. Η εμπέδωση ωστόσο της μακράς ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ μέσω της ικανότητάς του να ξεπερνά ακριβώς τις αντιφάσεις και ανακολουθίες του, πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο με τον οποίο επιτύγχανε κάθε φορά να αναπροσανατολίζει τις κοινωνικές του εγκλήσεις, ανάλογα με τις τακτικές ή στρατηγικές του στοχεύσεις, ανανεώνοντας το ακροατήριό του. Έτσι, μέσω του αρχικού καλέσματος της 3ης Σεπτεμβρίου ο Ανδρέας Παπανδρέου θα εγκαλέσει στο λόγο του μια ευρεία διαταξική κοινωνική συμμαχία, υπό το όνομα των «μη προνομιούχων Ελλήνων», ενώ η συνάρθρωση της «Εθνικής Λαϊκής Ενότητας» θα πατήσει γερά πάνω στα αντιεξαρτησιακά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας και θα επιτελέσει ταυτόχρονα μια κρίσιμη λειτουργία συμπερίληψης στην πολιτική σφαίρα μέχρι τότε μη εκπροσωπούμενων μαζών (σ. 124-126). Η εικόνα αυτή αργότερα θα ανατραπεί, όταν κατά την «εκσυγχρονιστική» οχταετία η προηγούμενη περίοδος (1981-1989) θα αποκηρυχτεί και θα στιγματιστεί από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ως «λαϊκιστική» και «πελατειοκρατική». Ο ιδιότυπος αντιλαϊκισμός του εκσυγχρονισμού θα μετατρέπει πλέον «στη δημόσια συζήτηση κάθε λαϊκό-κοινωνικό αίτημα, στο βαθμό που αυτό δε συμβαδίζει με τις ανάγκες της ευρωπαϊκής σύγκλισης, σε συντεχνιακό», απονομιμοποιώντας το με συνοπτικό τρόπο (σ. 128). Το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ, έχοντας αλλάξει πολιτικές στοχεύσεις, και κινούμενο όλο και πιο κοντά στη νεο-φιλελεύθερη ορθοδοξία των καιρών, θα μεταβάλει την απεύθυνσή του και θα εγκαλέσει τώρα τα «δυναμικά στρώματα της κοινωνίας», αναγνωρίζοντας «την αξία της οικονομίας της αγοράς, την ιδιωτικής πρωτοβουλίας και δημιουργικότητας», κατά την τριτοδρομική πεπατημένη (σ. 132). Έτσι, θα σπάσει σταδιακά τους δεσμούς εμπιστοσύνης με τα κοινωνικά στρώματα που τροφοδότησαν κάποτε την καλπάζουσα δυναμική του και θα υιοθετήσει μια όλο και πιο κεντρώα θέση, όλο και πιο κοντά στα «αυτονόητα» της αγοράς και τις «νομοτέλειες» της οικονομίας· με τις αντιδεξιές κορώνες να επανέρχονται ανά διαστήματα, με έναν τρόπο πλέον καθαρά εργαλειακό (σ. 144).
Ακολουθώντας τούτη τη σχηματική αφήγηση, είναι πιο εύκολο να κατανοήσουμε και την πορεία του ΠΑΣΟΚ επί Γιώργου Παπανδρέου και τη μετέπειτα διαχείριση της κρίσης από μέρους του. Η οργανωτική αποδιοργάνωση του ΠΑΣΟΚ μεταξύ 2004-2009, η περαιτέρω ενίσχυση του προέδρου, η επίταση του τεχνοκρατισμού και η ακόμα μεγαλύτερη απομάκρυνση από την κοινωνία θα εκφραστούν με τον πιο δραματικό τρόπο και στη διαχείριση της κρίσης μετά τις εκλογές του 2009. Οι πρωτοβουλίες «εικονικής» (όπως αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος) συμμετοχής, «ανοιχτότητας» και «αξιοκρατίας» μέσω διαύλων συμμετοχής των πολιτών, όπως το opengov ή η πλήρωση θέσεων σε δημόσιους οργανισμούς μέσω ανοιχτής αποστολής βιογραφικών, αποδείχτηκαν κενές περιεχομένου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση οδήγησαν σε μια παραλυτική ακινησία του κρατικού μηχανισμού στη χειρότερη δυνατή συγκυρία (σ. 169-171). Επιπλέον, μετά το 2010, η επίταση της κρίσης δεν θα αφήσει κανένα περιθώριο έκφρασης στο ΠΑΣΟΚ ως κόμμα και ειδικά στους βουλευτές του, αφού πλέον «κάθε ψηφοφορία σε νομοσχέδιο αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση» και η κάθε διαφωνία τιμωρείται με διαγραφή (σ. 174). Το κόμμα, σε συνθήκες «έκτακτης ανάγκης», υποβιβάζεται σε επικυρωτικό μηχανισμό ήδη ειλημμένων αποφάσεων της κυβέρνησης, χωρίς κανένα περιθώριο διαλόγου, διαφωνίας ή κριτικής (σ. 195).
Όπως και με την οργανωτική ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ, έτσι και με τη διαχείριση της κρίσης, η ηγετική ομάδα Παπανδρέου φαίνεται πως προχώρησε χωρίς «κοινωνικό έρμα». Με τον κομματικό μηχανισμό παροπλισμένο και με πολιτικές βάναυσα αντικοινωνικές, οι δεσμοί εμπιστοσύνης με το ακροατήριό του ήταν μοιραίο να διαρραγούν οριστικά· πόσω μάλλον που η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 2009 είχε επιτευχθεί μέσω της σύναψης ενός οιονεί νέου «συμβολαίου με το λαό», με την προώθηση μιας φιλολαϊκής ατζέντας και την επίδειξη μιας νέας αναδιανεμητικής μέριμνας. Ενός «συμβολαίου» που έσπασε με παταγώδη τρόπο. Στρεφόμενο ενάντια στην κοινωνία και, ακόμα περισσότερο, ενάντια στην ίδια του την ιστορική κοινωνική βάση, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε να «αναπαράγει πρότερες και πλέον κενές νοήματος κοινωνικές εγκλήσεις, οι οποίες απευθύνονται σε ένα χαμένο για το Κίνημα κοινωνικό ακροατήριο» (σ. 198).
Σημαίνουν άραγε όλα αυτά ότι το ΠΑΣΟΚ «έχει τελειώσει»; Στην πολιτική είναι ιδιαίτερα παρακινδυνευμένο να βγάζουμε τελικά πορίσματα, ωστόσο στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε μια δυναμική επάνοδο. Πόσω μάλλον που η σημερινή του ηγεσία επιλέγει την όλο και πιο στενή πρόσδεση στην πιο δεξιά και συντηρητική ΝΔ της μεταπολίτευσης, και μάλιστα σε ένα πλαίσιο που δεν θυμίζει καθόλου σχέση αμοιβαίου σεβασμού, αλλά μάλλον σχέση υποταγής (η στάση μπροστά στην κατάργηση του νόμου περί ιθαγένειας από τη ΝΔ, αλλά και η υποχώρηση απέναντι στο κλείσιμο της ΕΡΤ, είναι ενδεικτικά τούτης της σχέσης). Από την άλλη, η διαφαινόμενη περιθωριοποίηση του ΠΑΣΟΚ δεν δικαιολογεί μια υπέρμετρη αισιοδοξία και εφησυχασμό από μέρους της Αριστεράς. Είτε μας αρέσει είτε όχι, ένα σημαντικότατο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας κινείται σταθερά προς την ακροδεξιά και σε στάσεις φοβικού συντηρητισμού. Η πολιτική ως ιδεολογικο-πολιτική σύγκρουση γύρω από εναλλακτικά προτάγματα έχει σίγουρα επιστρέψει, όπως και η διαίρεση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς· έστω με τρόπο άγαρμπο και συχνά βίαιο. Το διακύβευμα μιας «νέας Μεταπολίτευσης», της αναζωογόνησης της δημοκρατίας και μιας δεύτερης «εισόδου των μαζών» στην πολιτική διαδικασία –αποφεύγοντας τις παθογένειες του παρελθόντος– παραμένει μείζον. Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη της πορείας του ΠΑΣΟΚ, από την ηγεμονία στην παρακμή, μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο οδηγό για εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που φιλοδοξούν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπό διαμόρφωση νέα κοινωνικο-πολιτική διευθέτηση, ειδικά μάλιστα για την Αριστερά.


Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: