ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ
ΝΟΥΛΑ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ΡΑΣΙΔΑΚΗ, Περί μελαγχολίας, εκδόσεις
Κίχλη, σελ. 299
![]() |
Έργο του David Korty |
Σε μια
εποχή όπου η χρήση του όρου «κατάθλιψη» εξαπλώνεται και γενικεύεται από τον
δημοσιογραφικό αλλά και τον καθημερινό λόγο, η εκ νέου διεκδίκηση της
«μελαγχολίας», η επαναφορά της στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, θα
μπορούσε να βοηθήσει σε μια εννοιολογική μετατόπιση με σημαντικά θεωρητικά
οφέλη αλλά και με θεραπευτική –ή έστω παραμυθητική- διάσταση. Διότι, η
κατάθλιψη παραπέμπει σε μια μονοσήμαντα αρνητική ψυχοσωματική κατάσταση που
χρήζει –σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- ιατροφαρμακευτικής αντιμετώπισης και που
τείνει να καθιστά το άτομο στόχο περιθωριοποιήσεων από τη μεριά του εργασιακού
και κοινωνικού περίγυρου. Αντίθετα, η μελαγχολία είναι έννοια αμφίσημη, ρευστή
και δυναμική: φέρει εντός της πλούτο αιώνων δυτικής παράδοσης και έχει
«δουλευτεί» σε ποικίλα και αντικρουόμενα μεταξύ τους πεδία, όπως αυτό της
φιλοσοφίας, της ιατρικής, της θρησκείας, της αισθητικής, της φυσιογνωμικής, της
τέχνης κλπ. Η μελαγχολία ανοίγει τους ορίζοντες των σημασιών εκεί που η
κατάθλιψη μοιάζει να κλείνει, να περιορίζει την οπτική μας. Η κατάθλιψη είναι
ένα πρόβλημα που οφείλει κανείς, αν όχι να ξεπεράσει, πάντως να αντιμετωπίσει,
ενώ η μελαγχολία είναι (ή θα μπορούσε να είναι) κοσμοαντίληψη.
Συμβαίνει
συχνά, η μελαγχολία –μαζί με τον πόνο, και την απελπισία- να αποτελεί,
ταυτόχρονα, το όπλο για την αμφισβήτηση των στερεοτύπων και των λόγων εξουσίας,
και για τη δημιουργική άσκηση κριτικής σκέψης και αντίστασης. Με λίγα λόγια, η
μελαγχολία είναι σαν ένα δίκοπο μαχαίρι που πρέπει κανείς να μάθει να το χρησιμοποιεί,
αιχμηρό προς τα μέσα, αλλά κι αιχμηρό προς τα έξω, ικανό για το χειρότερο ή το
καλύτερο.
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgzHqFl_07UD7Z0nG3tQ_EbvGLFTTHMUxAXzlO1gZ6Zey4uBXGUI9d-PcbikAj_lxzMTF1lBz4v-aFscmH3_sGXn2cKFeNpixhPkbIK62xxpFWtdjCJdj_9Fmm5B5Jn6A46_r1oZUxLN_Pl/s200/%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%B4%CE%B1%CE%BA%CE%B7.jpg)
Σημαντικό
προσόν του βιβλίου είναι και ο πλούτος του σε παραθέματα από κείμενα που
δύσκολα είναι προσιτά στον Έλληνα αναγνώστη (όπως τα απολαυστικά σονέτα του Andreas Gryphius σε μετάφραση της συγγραφέως) αλλά και οι αναφορές στα
εικαστικά, από την τέχνη της Αναγέννησης και το εμβληματικό χαρακτικό «Melencolia I»
του Dürer
έως την παράδοση των νεκρών φύσεων του Μπαρόκ. Καταδεικνύεται έτσι η ποικιλία
των πολιτιστικών φαινομένων γύρω από τη μελαγχολία αλλά και η αποκαλυπτική -ως
προς την πολυπλοκότητα της έννοιας- αλληλοδιαπλοκή των επιμέρους πεδίων. Εξάλλου
το βιβλίο της Ρασιδάκη Περί μελαγχολίας
φέρει ως υπότιτλο Στη θεωρία, τη
λογοτεχνία, την τέχνη. Κάτι που δικαιώνεται ακόμη περισσότερο στο δεύτερο
μέρος, το οποίο επιγράφεται «Ποιητική της μελαγχολίας». Εκεί, η ερευνήτρια
προσεγγίζει έργα της δυτικής λογοτεχνίας που απλώνονται σε ένα φάσμα χρόνου από
το τέλος του 19ου αιώνα (Γεώργιος Βιζυηνός) έως το τέλος του 20ου
(Friedrich Christian Delius), και έχουν γραφτεί από συγγραφείς διαφορετικών παραδόσεων,
όπως ο Gabriel
García Márquez, o Πάνος
Καρνέζης, η Anna Seghers, ο Gottfried Benn ή ο Heinrich Böll. Η Ρασιδάκη χρησιμοποιεί την μελαγχολία ως εργαλείο
κριτικής ανάλυσης των κειμένων, αναδεικνύοντας σε κάθε περίπτωση ή ζεύγος
περιπτώσεων μια διαφορετική ποιητική της μελαγχολίας (που πάντοτε βρίσκεται σε
συνάφεια με επί μέρους στοιχεία και χαρακτηριστικά από την ευρεία περί
μελαγχολίας παράδοση που είδαμε στο πρώτο μέρος του βιβλίου). Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον έχει η ανάδειξη –μέσω λογοτεχνικών παραδειγμάτων- της μελαγχολίας ως
μέσον υπονόμευσης και κριτικής του κυρίαρχου λόγου της εξουσίας ή της εθνικής
αφήγησης. Γίνεται εδώ φανερό ότι η μελαγχολία μπορεί να αποτελέσει μια πρώτης
τάξης στρατηγική αμφισβήτησης κυρίαρχων σχημάτων, εκ νέου πραγμάτευσης των
βεβαιοτήτων, συνεχούς αναζήτησης και κριτικής σκέψης.
Η Ρασιδάκη είναι
πολύ πειστική ως προς την αποτελεσματικότητα της προσέγγισης έργων της τέχνης
και της λογοτεχνίας μέσω της έννοιας της μελαγχολίας. Τα παραδείγματά της είναι
ενδεικτικά μιας ευρύτερης «ποιητικής της μελαγχολίας» που φαίνεται να έχει
καίρια σημασία για τον εικοστό αιώνα και για μας που είμαστε κληρονόμοι του. Διότι,
εκεί που υπάρχουν ολοκληρωτικοί λόγοι, η μελαγχολία παρουσιάζεται ως μορφή
αντίστασης. Η μελαγχολία προτάσσει ξανά το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στον
αυτοπροσδιορισμό, στη μοναδικότητα και στην άρνηση. Ταιριάζει εδώ η αναφορά στο
δοκίμιο του Παναγιώτη Κονδύλη «Μελαγχολία και πολεμική» όπου ακριβώς
επιχειρείται (ή αναζητείται) η προσέγγιση των δύο αυτών τόπων – τρόπων ύπαρξης.
Τέλος, σε σχέση με τα εικαστικά, εύκολα κανείς θα μπορούσε να φανταστεί ποικίλες
προεκτάσεις της μελέτης αισθητικών ή στρατηγικών της μελαγχολίας στην τέχνη του
Ρομαντισμού, του Συμβολισμού, της μεταφυσικής ζωγραφικής, του μεσοπολέμου, κλπ.
Όμως, ακόμη πιο αποκαλυπτική θα ήταν μια μελέτη -υπό το μελαγχολικό πρίσμα- εκφάνσεων
της σύγχρονης τέχνης. Προς αυτή την κατεύθυνση, ενδεικτικά αναφέρω τη μελέτη,
στα γαλλικά, της Catherine
Grenier Κατάθλιψη και ανατροπή. Οι ρίζες της avant-garde. Αλλά, και στα πεδία των
παραστατικών τεχνών και της περφόρμανς, όπως και του κινηματογράφου, παρόμοιες
απόπειρες θα είχαν οπωσδήποτε να μας πουν πολλά.
Στο
οπισθόφυλλο του βιβλίου Περί μελαγχολίας,
βιβλίο που έλειπε από την ελληνική βιβλιογραφία και που ελπίζω να αποδειχτεί
εξαιρετικά γόνιμο και χρήσιμο για τη συνέχιση της έρευνας, αναγράφονται τα
λόγια του Romano
Guarini: «Η μελαγχολία είναι τόσο
σημαντική, και τόσο βαθιά απλώνεται στη ρίζα της ανθρώπινης ύπαρξης, που δεν
είναι σκόπιμο να την παραχωρήσουμε στους ψυχιάτρους».
Ο Βασίλης
Νούλας είναι σκηνοθέτης, μέλος της ομάδας Nova Melancholia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου