Μια δύσκολη σχέση∙ μια
σχέση απαραίτητη;
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ
CAS MUDDE και CRISTOBAL ROVIRA KALTWASSER (επιμ.), Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική:
Απειλή ή διόρθωση για τη δημοκρατία;, μτφρ. Π. Ασλανίδης, εκδόσεις Επίκεντρο,
σελ. 416
Ομολογώ πως ήμουν από αυτούς που εξεπλάγησαν ευχάριστα όταν έμαθα για την
μετάφραση και κυκλοφορία στα ελληνικά του τελευταίου συλλογικού τόμου των Κας
Μούντε και Κριστόμπαλ Ροβίρα Καλτβάσσερ γύρω από το φαινόμενο του λαϊκισμού,
μερικούς μόνο μήνες μάλιστα μετά από την κυκλοφορία του στα αγγλικά από τον
κορυφαίο εκδοτικό οίκο του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Από σύμπτωση, μόλις είχα
διαβάσει το πρωτότυπο και είχα μείνει με τις καλύτερες εντυπώσεις, καθώς η
συγκεκριμένη εργώδης συλλογική προσπάθεια –είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί κανείς
με τις βασικές θέσεις των συντελεστών της– συνιστά πρωτότυπη και ουσιαστική συμβολή
στο συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, ενώ ανοίγει και νέες δημιουργικές οδούς προβληματισμού
και ερευνητικής αναζήτησης. Τον αρχικό μου ενθουσιασμό όμως διαδέχτηκε ο
έντονος προβληματισμός (αν όχι απογοήτευση), καθώς διάβαζα τις πρώτες σελίδες
του προλόγου του μεταφραστή, ο οποίος, εκτός του ότι παρακάμπτει τα βασικά
πορίσματα του ίδιου του τόμου που μεταφράζει, μοιάζει να αγνοεί γενικότερες παραδοχές
της πολύ πλούσιας περί λαϊκισμού βιβλιογραφίας. Προχωρά μάλιστα και σε μια
σειρά αστήρικτων αφορισμών και αξιωματικών παραδοχών που μάλλον μπερδεύουν, παρά
βοηθούν τον αναγνώστη να εξοικειωθεί με την προβληματική του απαιτητικού τούτου
τόμου. Για να μην αναφέρουμε εδώ και ορισμένα μεταφραστικά προβλήματα
(ασυνταξίες, τυπογραφικά, κλπ.) στον κυρίως τόμο, τα οποία ευτυχώς δεν είναι
τόσο σοβαρά ώστε να αλλοιώνουν το νόημα του κειμένου.[1]
Ας δούμε όμως καλύτερα τι συμβαίνει στον κυρίως τόμο, ξεκινώντας από τις
αρετές του, και συνεχίζοντας στα πιο αμφιλεγόμενα σημεία του.
Λαϊκισμός: και απειλή και διόρθωση
Έργο του Δημήτρη Τάταρη |
Καταρχήν, ήδη από τον τίτλο, διαφαίνεται η πρόθεση των επιμελητών να
συνδιαλλαγούν κριτικά με το εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο του λαϊκισμού χωρίς τις
συνήθεις προκαταλήψεις που κατατρέχουν τη μελέτη του στη διεθνή και εγχώρια συζήτηση.
Ρωτούν λοιπόν στον τίτλο τους: τελικά ο λαϊκισμός συνιστά «απειλή ή διόρθωση για τη δημοκρατία;». Μετά από μια αναλυτική και
κατατοπιστική εισαγωγή (σ. 33-70), όπου επισκοπούνται από τους επιμελητές οι
μέχρι σήμερα προταθείσες θεωρίες και μέθοδοι ανάλυσης του φαινομένου και
προτείνεται ένα συγκεκριμένο θεωρητικό/μεθοδολογικό μοντέλο, μετά από οκτώ επιμέρους
μελέτες περιπτώσεων που εστιάζουν σε συγκεκριμένες χώρες και παραδείγματα
λαϊκισμών αξιοποιώντας ακριβώς αυτό το μοντέλο, οι Μούντε και Καλτβάσερ επανέρχονται
στο καταληκτικό κεφάλαιο του τόμου (σ. 335-360) με την απάντηση ότι ο λαϊκισμός μπορεί να συνιστά και απειλή και
διόρθωση για τη δημοκρατία. Κανείς δε μπορεί, με άλλα λόγια, να προδικάσει
τον θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο ενός λαϊκιστικού φαινομένου στους δημοκρατικούς
θεσμούς, τις λειτουργίες ή τα ήθη, τη συλλογική δημοκρατική κουλτούρα. Ο
λαϊκισμός, όπως προκύπτει από τα πειστικά πορίσματα του τόμου, μπορεί να είναι
άλλοτε «υπεύθυνος» και άλλοτε «ανεύθυνος», άλλοτε στα δεξιά και άλλοτε στα
αριστερά του πολιτικού φάσματος, να προωθεί νεοφιλελεύθερες πολιτικές απορρύθμισης
ή αριστερές πολιτικές κρατικού παρεμβατισμού, να προάγει την δημοκρατική
συμπερίληψη ή να προωθεί ποικιλόμορφους αποκλεισμούς, να συνεργάζεται με τις
κατεστημένες ελίτ ή να έρχεται σε ριζική ρήξη με αυτές. Με άλλα λόγια, ο
λαϊκισμός, ανάλογα με το περιβάλλον εντός του οποίου αναδύεται, ανάλογα με το
κοινωνικο-πολιτικό συγκείμενο, μπορεί να λάβει εντελώς διαφορετικά περιεχόμενα
και να οδηγήσει σε ποικίλα πολιτικά αποτελέσματα.
Τίποτα το καινούριο εδώ· τουλάχιστον όσον αφορά τον πυρήνα της πρότασης/υπόθεσης.
Παρόμοια επιχειρήματα έχουν προσφέρει στο παρελθόν γνωστοί πολιτικοί θεωρητικοί
όπως ο Ερνέστο Λακλάου, η Σαντάλ Μουφ, η Μάργκαρετ Κάνοβαν, ή, ακόμα πιο
πρόσφατα, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ. Το πραγματικά καινούριο όμως που προσφέρει ο εν
λόγω τόμος έγκειται στην απόδειξη τούτης της υπόθεσης μέσω τις εξονυχιστικής
εμπειρικής μελέτης οκτώ διαφορετικών περιπτώσεων σε οκτώ διαφορετικά μέρη του
κόσμου (από το Βέλγιο ως τη Βενεζουέλα και από τον Καναδά ως το Περού). Η
φρέσκια διαπεριφερειακή και συγκριτική προοπτική που αξιοποιεί και αναδεικνύει
με δημιουργικό τρόπο είναι κάτι το οποίο πραγματικά έλλειπε από τη μελέτη του
λαϊκισμού, η οποία συχνά περιορίζεται σε συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες, οι
οποίες συνήθως τίθενται πιο εύκολα υπό μία κοινή κατηγοριοποιητική ομπρέλα
(π.χ. Λατινοαμερικανικός λαϊκισμός, Ευρωπαϊκός δεξιός λαϊκισμός, ιστορικοί
λαϊκισμοί, κλπ.).
Η ποικιλομορφία των λαϊκιστικών υβριδίων
Επιμένοντας στην ποικιλομορφία των λαϊκιστικών υβριδίων, μπορούμε να
διακρίνουμε στο πλαίσιο του λατινοαμερικάνικου λαϊκισμού περιπτώσεις τόσο
αντιφατικές όσο αυτή του Αλμπέρτο Φουτζιμόρι στο Περού και εκείνη του Ούγκο
Τσάβες στη Βενεζουέλα. Στην πρώτη περίπτωση, μόλις ο Φουτζιμόρι βρέθηκε στην
κυβέρνηση «έκανε προγραμματική στροφή στα δεξιά» (σ. 283), και αμέσως αναζήτησε
και συνέπηξε συμμαχίες με τις οικονομικές και τεχνοκρατικές ελίτ (σ. 284), στο
βαθμό που έφτασε να ηγείται ενός κόμματος που έμοιαζε με «“κλειστό κλαμπ”
κυρίως τεχνοκρατών προερχόμενων από την ελίτ της Λίμα» (σ. 297). Ενώ οι
πολιτικές που ακολούθησε βασίστηκαν σε ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα
«οικονομικής αναδόμησης», που αξιοποίησε πόρους από ιδιωτικοποιήσεις, επένδυσε
στις πελατειακές σχέσεις, ενώ «έπραξε ελάχιστα προς την κατεύθυνση της
αναδιανομής του πλούτου, της δημιουργίας θέσεων εργασίας ή της δημιουργίας
μακροπρόθεσμων πολιτικών κοινωνικής πρόνοιας» (σ. 296). Στην δεύτερη περίπτωση,
ο Τσάβες θα ερχόταν σε ευθεία ρήξη με την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ελίτ «με
ένα αυξανόμενο πλήθος εθνικοποιήσεων, μια διεύρυνση των κοινωνικών προγραμμάτων
ή misiones, και με τη δημιουργία
κοινοτικών αυτοδιαχειριζόμενων δομών […]» (σ. 248). Τα άμεσα αποτελέσματα αυτών
των πολιτικών (μεταξύ άλλων) ήταν η εξάλειψη σχεδόν του αναλφαβητισμού, η
παροχή δωρεάν υπηρεσιών υγείας σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, που ίσως δεν
είχαν δει στη ζωή τους γιατρό, η επισιτιστική κάλυψη του 72% περίπου του
πληθυσμού (σ. 255), και μια γενικότερη αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος
των φτωχών. Οι παρεμβάσεις μάλιστα στο επίπεδο της κοινωνικής πολιτικής είχαν
«ισχυρό συμμετοχικό χαρακτήρα» (σ. 255) αποδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις
τοπικές επιτροπές και τα κοινοτικά συμβούλια, με πρωτοφανή επίπεδα συμμετοχής
σε σχέση με αντίστοιχες πρωτοβουλίες στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική (σ. 256).
Έργο του Δημήτρη Τάταρη |
Ο πλούτος των εμπειρικών μελετών του τόμου οδηγεί λοιπόν σε ενδιαφέροντα
και κάποτε απροσδόκητα ευρήματα, ενώ δε λείπουν ορισμένες «τολμηρές» διατυπώσεις
από τους συντελεστές. Έτσι, σε άλλο κεφάλαιο, ο αναγνώστης θα διαβάσει για τον
θετικό αντίκτυπο του Μεξικάνου λαϊκιστή Λόπεζ Ομπραντόρ, ως δημάρχου της Πόλης
του Μεξικό (σ. 179-184), όπου «εφάρμοσε μια σειρά πολιτικών υπέρ των φτωχών και
των περιθωριοποιημένων», ενώ άσκησε και υπεύθυνη
οικονομική διαχείριση (σ. 345). Μια διαπίστωση που ίσως σκανδαλίσει και τους
εγχώριους «αντιλαϊκιστές» που πεισματικά ταυτίζουν τον λαϊκισμό με την ανεύθυνη
οικονομική διαχείριση. Ενώ αλλού ο αναγνώστης θα εκπλαγεί ίσως διαβάζοντας πως
ο γνωστός Αυστριακός ακροδεξιός Χάιντερ, ως κυβερνήτης της επαρχίας της
Καρίνθια, είχε σε ορισμένο βαθμό θετικές επιπτώσεις στην τοπική πολιτική σκηνή,
«[ε]πιδοτώντας άμεσα τα άτομα χαμηλού εισοδήματος και παρέχοντας φθηνότερο
πετρέλαιο και δωρεάν παιδικούς σταθμούς» (σ. 228-229). Κάτι το οποίο ωστόσο δεν
αναιρεί καθόλου την επίμονη προσπάθειά του να παρακάμψει τα δικαιώματα των
μειονοτήτων της επαρχίας του (σ. 229-230), θυμίζοντάς μας πως οι
αναδιανεμητικές και συμπεριληπτικές πολιτικές δε συμβαδίζουν απαραίτητα με
δημοκρατικότερες ή πιο φιλελεύθερες κατευθύνσεις (ειδικά βεβαίως όταν η
συμπερίληψη αφορά τους «δικούς μας» μόνο). Στην περίπτωση του Χάιντερ
αναδεικνύεται και ο κρίσιμος ρόλος των θεσμών ως εγγυητών των δικαιωμάτων και
των ελευθεριών στο πλαίσιο των σύγχρονων δημοκρατικών συστημάτων. Οι Χάιντερ
και Ομπραντόρ κατηγοριοποιούνται μάλιστα ως ανήκοντες σε δύο ευρύτερα
παραδείγματα, με τον πρώτο να τοποθετείται στους λαϊκιστές που «τείνουν να
ορίζουν τον “λαό” με εθνοτικούς όρους», αποκλείοντας τον εθνοπολιτισμικό άλλο,
ενώ ο δεύτερος κατατάσσεται στους λαϊκιστές που «συνήθως ορίζουν τον “λαό” ως
τον κοινωνικοοικονομικά κατατρεγμένο», επιδιώκοντας την ενσωμάτωση και τη
συμπερίληψη (σ. 338). Αν και ο παραπάνω διαχωρισμός γίνεται μεταξύ Δύσης/Ευρώπης
(αποκλεισμός) και Λατινικής Αμερικής (συμπερίληψη), θα είχε ενδιαφέρον η
επέκτασή του για να συμπεριλάβει τους νέους αριστερούς ευρωπαϊκούς λαϊκισμούς
που κινούνται προς τη δημοκρατική συμπερίληψη, με βασικά σημεία αναφοράς το
Γαλλικό Μέτωπο της Αριστεράς και τον ΣΥΡΙΖΑ.[2]
Ένας ενδιαφέρων, αλλά εν τέλει προβληματικός ορισμός
Πώς όμως καταφέρνουν οι συντελεστές του τόμου να χωρέσουν τούτη την αχανή ποικιλομορφία
φαινομένων, που εδώ μόνο ενδεικτικά ψηλαφούμε, σε ένα κοινό θεωρητικό και
μεθοδολογικό πλαίσιο; Δεν διαθέτουμε τον χώρο να αποτιμήσουμε κριτικά το
πλαίσιο που προτείνουν οι επιμελητές όπως θα του άξιζε. Θα εστιάσουμε ωστόσο εν
τάχει στον «ελάχιστο ορισμό» που προτείνουν (στα χνάρια του Σαρτόρι). Ο
λαϊκισμός ορίζεται «ως μια ιδεολογία ισχνού
πυρήνα που θεωρεί την κοινωνία ως την ουσία διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και
ανταγωνιστικές ομάδες, τον “αγνό λαό” ενάντια στις “διεφθαρμένες ελίτ”, και που
υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να αποτελεί έκφραση της volonté
générale (γενικής βούλησης) του λαού»
(σ. 44).
Είναι πιθανό πως οι περισσότεροι θα συνυπέγραφαν αμέσως τον παραπάνω
ορισμό, αλλά μία δεύτερη ανάγνωσή του αναδεικνύει νομίζω μερικά ουσιαστικά προβλήματα.
Το βασικό πρόβλημα μάλιστα του εν λόγω ορισμού το αναδεικνύουν, μάλλον άθελά
τους, οι ίδιοι οι επιμελητές, όταν λίγο παρακάτω μας καλούν να σκεφτούμε τη
δημοκρατία «δίχως επίθετα» (sans
adjectives) (σ. 47). Αν λοιπόν οφείλουμε να δούμε τη δημοκρατία δίχως επίθετα, προς τι η τόσο επίμονη
χρήση των επιθέτων στον ορισμό του λαϊκισμού;[3]
Γιατί να μιλάμε για «αγνό» λαό, και «διεφθαρμένες» ελίτ και δύο «ομοιογενείς» ανταγωνιστικές ομάδες; Τι
προδικάζει μια τέτοια ηθικολογική ανάγνωση του ανταγωνισμού και ποιος είναι
αυτός που θα καθορίσει το αν έχουμε να κάνουμε με μια έγκληση του λαού στη βάση
της «αγνότητάς» του, πέρα από την υποκειμενική κρίση του εκάστοτε ερευνητή;
Μήπως η προσθήκη των επιθέτων εδώ προκαλεί περισσότερα προβλήματα αυτά που
λύνει και αφήνει ορθάνοιχτο το πεδίο για την έκφραση των επιμέρους πολιτικών
προκαταλήψεων ως επιστημονικών πορισμάτων; Τέλος, σε τι συνίσταται και πως
μπορεί να αποτιμηθεί η «ομειογένεια» των αντιτιθέμενων πόλων –ειδικά μάλιστα
μετά την εμπειρία πρόσφατων λαϊκιστικών κοινωνικών κινημάτων (όπως του «Occupy Wall Street» ή των «Αγανακτισμένων»)
που επέμεναν με τον πιο εμφατικό τρόπο στην ετερογένεια και την ποικιλομορφία τους
ως συλλογικών υποκειμένων;
Η λύση στις παραπάνω επιπλοκές έρχεται κατά τη γνώμη μου αν, παραμένοντας
πιστοί στις παραινέσεις των Μούντε και Καλτβάσερ, γδύσουμε τον ορισμό τους περί
λαϊκισμού από τα περιττά επίθετα, ώστε να καταλήξουμε σε έναν πραγματικά «ελάχιστο
ορισμό», άξιο του ονόματος. Αν το κάνουμε αυτό, θα βρεθούμε πολύ κοντά σε έναν
ορισμό που θυμίζει τις επεξεργασίες του Λακλάου και της Κάνοβαν[4]
(από όπου έλκει άλλωστε τις ρίζες της και η αρχική σύλληψη των Μούντε και Καλτβάσερ).
Ακολουθώντας μια τέτοια πορεία, καταλήγουμε στην προσέγγιση του λαϊκισμού ως
μιας ιδιαίτερης μορφής πολιτικού λόγου
που αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως αρθρωμένη γύρω από έναν θεμελιώδη
ανταγωνισμό μεταξύ «λαού» και «ελίτ» και που υποστηρίζει πως η πολιτική πρέπει
να αντανακλά τη βούληση του λαού. Αν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε θα
έπρεπε μάλλον να μετατοπίσουμε το βάρος των ερευνών μας στους ποικίλους τρόπους
με τους οποίους νοηματοδοτείται αυτός ο θεμελιώδης ανταγωνισμός και τα ποικίλα
σημαίνονται που κρύβονται κάθε φορά πίσω από το κενό σημαίνον του «λαού». Και πράγματι,
οι συντελεστές του τόμου συνεισφέρουν ακριβώς σε μια τέτοια προσέγγιση, αναγνωρίζοντας
μάλιστα την κρισιμότητα των σχετικών παρατηρήσεων της Μουφ (σ. 337-338).
Τα «επίθετα της δημοκρατίας» και η «λαϊκή αυτοκυβέρνηση»
Αξίζει ίσως να επιμείνουμε λίγο παραπάνω στα «επίθετα της δημοκρατίας». Ενώ
λοιπόν οι Μούντε και Καλτβάσερ σπεύδουν να μιλήσουν για τη δημοκρατία «δίχως
επίθετα», όταν περνούν στην αποτίμηση των θετικών ή αρνητικών συνεπειών του
λαϊκισμού, μιλούν για «επιτυχίες ή αποτυχίες σχετικά με το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας» (σ. 338). Η φιλελεύθερη δημοκρατία ταυτίζεται έτσι
με τη δημοκρατία, και ανάγεται τελικά σε περιοριστικό ορίζοντα του διανοητού,
απόλυτο μέτρο κάθε συζήτησης περί ανανέωσης, εμβάθυνσης ή ριζοσπαστικοποίησης
της δημοκρατίας. Ίσως να φταίει εδώ το γεγονός ότι προσπερνάνε συνοπτικά (και
μάλλον πρόχειρα) την σχετική κριτική που ασκούν οι Λακλάου και Μουφ στην
ιστορική –δηλαδή ενδεχομενική–
συνάρθρωση φιλελεύθερης και δημοκρατικής παράδοσης (σ. 52-54). Ακόμα όμως και
σε αυτό το πλαίσιο, η ελάχιστη εννοιολόγηση ξεκινά από τον «συνδυασμό της λαϊκής κυριαρχίας και της
αρχής της πλειοψηφίας» (σ. 47). Η ιδέα της «λαϊκής αυτοκυβέρνησης», με άλλα
λόγια, συνιστά αφετηριακή συνθήκη κάθε συζήτησης για τη δημοκρατία. Και εφόσον
το δυνάμει «αυτοκυβερνώμενο» λαϊκό υποκείμενο δεν υφίσταται ως ουσιακή
υπόσταση, αλλά διά μέσω των ποικίλων εγκλήσεων που διεκδικούν την εκπροσώπησή
του, οι εκδηλώσεις του λαϊκισμού ως διαδικασίας κατασκευής/αντιπροσώπευσης του
λαού καθίστανται αναπόφευκτες· αν όχι απαραίτητες. Για να το πούμε αλλιώς, η
μάχη για τη δημοκρατία είναι πάντα και μια μάχη για την επαν-επινόηση του λαού
και της πολιτικής του έκφρασης σε συνθήκες ισότητας και ελευθερίας.
Στις σημερινές όμως μεταδημοκρατίες της βιοπολιτικής πειθάρχησης και της
αγιοποιημένης συναίνεσης ο παράγοντας της «λαϊκής κυριαρχίας» δέχεται σφοδρή
επίθεση, από την οποία πλήττεται τελικά και η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα το γεγονός ότι
επικεφαλής τούτης της μεταδημοκρατικής ηγεμονίας τοποθετούνται πρωτίστως οι
(αυτοαποκαλούμενοι) φιλελεύθεροι, οι οποίοι δεν πλήττουν μόνο τη λαϊκή
κυριαρχία, αλλά και βασικούς πυλώνες του φιλελευθερισμού: βασικά δικαιώματα και
ελευθερίες, η ιδέα του κράτους δικαίου, οι λεγόμενες «θεσμικές εγγυήσεις» (σ.
51), όλα αυτά πάνε συχνά περίπατο μπροστά στις επιταγές της «αγοράς», τις
άτεγκτες «οικονομικές αναγκαιότητες», ή την ίδια την «εθνική σωτηρία». Έτσι,
στην ιδιόλεκτο των φιλελεύθερων «αντιλαϊκιστών» οι επικλήσεις της «αγοράς»
παραπέμπουν σε στάση «υπευθυνότητας», «πραγματιστικής ευελιξίας» και
«ορθολογισμού», ενώ η παραμικρή αναφορά στον «λαό» ξορκίζεται αμέσως ως
«ανευθυνότητα», «συντεχνιασμός» και «λαϊκισμός».
Για μια δημοκρατική/συμπεριληπτική επαν-οικειοποίηση του «λαού»
Όσο όμως η σημερινή κρίση οξύνει τούτο τον αναβαπτισμένο «φόβο των μαζών»,
δηλαδή τον «φόβο του λαού», από μέρους των (φιλελεύθερων) ελίτ, που
συμπυκνώνεται στον ιδιότυπο «αντιλαϊκισμό» τους, τόσο θα συνεχίσουν να προβάλλουν εκκλήσεις υπεράσπισης του λαού ενάντια
στην ασυδοσία των «από πάνω». Και εφόσον οι ποικίλες μορφές
επαν-οικειοποίησης του «λαού» και του «λαϊκού» θα παραμένουν αναπόσπαστο
κομμάτι κάθε εγχειρήματος δημοκρατικής ανανέωσης –καθώς είναι και θεμιτές και αναπόφευκτες–, καθίσταται απαραίτητο να συνδιαλλαγούμε (και ως
επιστήμονες και ως δημοκρατικοί πολίτες) κριτικά με τις πιο θετικές/δημοκρατικές
πτυχές του λαϊκισμού, αλλά και να αποκρούσουμε τις αντίστοιχες αρνητικές.[5]
Σε κάθε περίπτωση, η συνοπτική δαιμονοποίηση του λαϊκισμού «απ’ όπου κι αν
προέρχεται» (δεξιά ή αριστερά), μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει στην
ποιότητα του δημοκρατικού διαλόγου, αφού από τη μία μας καθιστά μύωπες μπροστά
στις σημερινές πηγές δημοκρατικής δυσφορίας που τροφοδοτούν τις ποικίλες λαϊκιστικές
αναδύσεις, από την άλλη απο-δαιμονοποιούν
μια ακροδεξιά που είναι πρωτίστως εθνικιστική και συχνά νεοφασιστική, και όχι απαραίτητα «λαϊκιστική».
[1] Ένα από τα πιο περίεργα λάθη του μεταφραστή είναι η επιλεκτική μεταγραφή
των ξένων ονομάτων στα ελληνικά και η ανεξήγητη μεταγραφή ορισμένων ελληνικών
ονομάτων στα αγγλικά. Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να βρει στην ίδια πρόταση τους «ελληνοποιημένους»
Έβο Μοράλες, Θακσίν Τσιναβάτ και Ούγκο Τσάβες με τον Vladimir Meciar (σ. 11), ενώ παρακάτω
θα βρει τον Takis Pappas (σ. 13) και τον Yannis Stavrakakis (σ. 41). Τα περισσότερα πάντως ξένα ονόματα παραμένουν στην πρωτότυπη
μορφή τους.
[2] Για μερικές πρώτες παρατηρήσεις επ’ αυτού βλ. Σαντάλ Μουφ, «Κλειδί για την
Ευρώπη μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ», συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών, 28-19.9.2013, σ. 10-11· Σαντάλ Μουφ, «Ήττα
του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ», συνέντευξη στην Αυγή, 26.5.2013.
[3] Χρωστώ αυτή την παρατήρηση στον Γιάννη Σταυρακάκη.
[4] Βλ. και τον σχετικό θεματικό φάκελο στα Σύγχρονα
Θέματα, τχ. 110, 2010.
[5] Βλ. και Νικόλας Σεβαστάκης & Γιάννης Σταυρακάκης, Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση, Νεφέλη, Αθήνα 2012· Giorgos
Katsambekis & Yannis Stavrakakis, «Populism, anti-populism and European democracy: A view from the South», openDemocracy, 23.7.2013, http://goo.gl/TOKJEy.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου