Ο Νίκος Ζαχαριάδης, η «τρισχιλιετής συνέχεια του έθνους» και
οι σημερινές ιστορικές αναλογίες
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Μια ολόκληρη δέσμη από ακλόνητες βεβαιότητες που συνέχουν το
φαντασιακό των αριστερών, αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας, περιλαμβάνει τα
στερεότυπα που περιγράφουν το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα του Νίκου
Ζαχαριάδη, καθώς και τα μεγάλα γεγονότα, ιδιαίτερα αυτά της δεκαετίας του 1940,
με τα οποία έχουν συνδεθεί το όνομα, η δράση και οι απόψεις του «αρχηγού του ΚΚΕ».
Σήμερα, που όλοι προσφεύγουμε σε ιστορικές αναλογίες, ώστε να εξηγήσουμε την
κρίση και να οριστούμε μέσα σε αυτήν, τα εν λόγω στερεότυπα αποκτούν τεράστια
σημασία. Είναι ο Μεσοπόλεμος η περίοδος απ’ την οποία θα αντλήσουμε ιστορικές
αναλογίες και συμπεράσματα; Είναι η Κατοχή και το ΕΑΜ; Είναι μήπως ο Εμφύλιος;
Τι έχουν να μας προσφέρουν οι απόψεις και η στρατηγική της αριστεράς σε εκείνες
τις σημαντικές ιστορικές στιγμές; Μόνο αναμνήσεις νοσταλγικές και παραδείγματα
προς αποφυγήν; Το βέβαιο είναι, ότι στη σύγχρονη πολιτική σκέψη ο Ζαχαριάδης
εκφράζει προνομιακά τους συμβολισμούς του απόλυτου «κακού», ή έστω του απόλυτου
«λάθους». Αλλά ακόμα κι έτσι να έχουν τα πράγματα, ποιο είναι το ιδεολογικό/πολιτικό
στίγμα του, αν το μεταφέρουμε στα σημερινά συμφραζόμενα, που τα στοιχειώνει και
πάλι η ανερχόμενη απειλή του φασισμού;
Οι ελάχιστοι που σήμερα επικαλούνται, ή και «διεκδικούν» τον
Ζαχαριάδη, ταυτίζονται με μία από τις εκδοχές τής «εθνικοπατριωτικής»
αριστεράς. Μήπως όμως τα σχετικά στερεότυπα του «αντιεθνικισμού» μας, εμάς των
υπολοίπων, είναι έωλα και μας οδηγούν σε επικίνδυνες παρανοήσεις, ενδεχομένως
και σε λανθασμένες ιστορικές αποτιμήσεις και αναλογίες; Μήπως, ακόμα ακόμα, το
ιστορικό στίγμα που έχει αποδοθεί στον Ζαχαριάδη, γιατί περί «στίγματος»
πρόκειται, είναι, εν πολλοίς, απόρροια της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης, δηλαδή
του αποδοθέντος σε αυτόν «αντεθνικού ρόλου»;
Η «μεγάλη Ιδέα»
διακήρυττε ότι το νεοελληνικό έθνος και κράτος είναι ο κληρονόμος και
συνεχιστής της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου, ότι θείον προορισμό έχει να
ξαναφτιάξει το αρχαίο μεγαλείο και τη βυζαντινή αυτοκρατορία... Φυσικά, από μια
τέτοια «παρά φύση» ένωση δεν μπορούσε να ξεπροβάλει παρά το νεοελληνικό
αστικοτσιφλικάδικο ιδεολογικό και πνευματικό τερατούργημα.
Νίκος Ζαχαριάδης, Ο αληθινός Παλαμάς
Το βιβλίο αυτό του Νίκου Ζαχαριάδη εκδίδεται στο τέλος της
Κατοχής, αλλά έχει γραφεί στις φυλακές της Κέρκυρας το 1937, δηλαδή τη στιγμή
που ο ανερχόμενος ευρωπαϊκός φασισμός στα καθ’ ημάς αποτελεί καθεστώς με
προμετωπίδα του τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό». Παρ’ ότι το βιβλίο επιχειρεί, με
τετριμμένα και υποτυπώδη εργαλεία της κομματικής αργκό, να προσεγγίσει ένα
λογοτεχνικό έργο, ακόμα δε και να ανατάμει ολόκληρη τη νεοελληνική λογοτεχνία, παρουσιάζει
ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον, αν παρακολουθήσουμε, μέσα στη βίαιη και αυθαίρετη
οικειοποίηση ενός και μόνο ποιήματος του Παλαμά, το πώς αντιμετωπίζει το «ιστορικό
σχήμα», με βάση το οποίο οργανώθηκε η νεοελληνική ιδεολογία, δηλαδή αυτό της «τρισχιλιετούς
συνέχειας του έθνους».
Πόσω μάλλον, που η αμφισβήτηση της «συνέχειας» είναι μία από
τις βασικές σταθερές του σχήματος που εκμαιεύει ο Ζαχαριάδης από την «ερμηνεία»
του Δωδεκάλογου του Γύφτου.
Αποφεύγοντας, βέβαια, να αναφερθεί στο όλο έργο του Παλαμά, ο οποίος, στα τριάντα
χρόνια που μεσολαβούν από την αυτοτελή έκδοση του Δωδεκάλογου, έχει αναδειχθεί σε «εθνικό ποιητή», δίνοντας απλόχερα
υλικό και τροφή στην Μεγάλη Ιδέα και σε όλα τα συνακόλουθα εθνικά ιδεολογήματα
[μετά τον Δωδεκάλογο (1907) ακολουθεί
η επίσης μεγάλη ποιητική σύνθεση, Η
φλογέρα του Βασιλιά (1910), με τον πολυσήμαντο εναρκτήριο στίχο, «Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ’
στη Χώρα», αλλά και τον εμβληματικό: «Η
Πόλη, νάτην! Πέρα εκεί στον επικό τον Κάμπο»].
Τάσσος (Αλεβίζος), Μαρία,
1952, Ξυλογραφία |
Εντούτοις, στην περίοδο του εμφυλίου, με τον Ζαχαριάδη
παρόντα, η αριστερά αμφισβητεί και αντιπαλεύει μετωπικά το αστικό μπλοκ
εξουσίας, το οποίο μάλιστα επέσειε ως λάβαρό του την «ελληνικότητα» και την «τρισχιλιετή
συνέχεια του έθνους», ένα μπλοκ που ο λόγος του ήταν κατάφορτος από παράγωγες
σημασίες αυτού του σχήματος. Μια ενδεικτική διαφορά των δύο περιόδων είναι, π.χ.,
πως στην περίοδο της Κατοχής σημειώνεται κι ένα ρήγμα στο σώμα του κλήρου, με
κάποιους μητροπολίτες να μετέχουν στο ΕΑΜ, ενώ στην περίοδο του Εμφυλίου η
Εκκλησία συμπρωταγωνιστεί στην «εθνική πανστρατιά». Έτσι, οι δύο περίοδοι, της
Εθνικής αντίστασης και του Εμφυλίου, διακρίνονται με βάση τα διαφορετικά
ιδεολογικά προτάγματα της αριστεράς, που συνεπάγονται διαφορετικά πολιτικά
διακυβεύματα. Μήπως, λοιπόν, η κορυφαία στιγμή της πολιτικής αμφισβήτησης του κυρίαρχου (μέχρι τις μέρες μας) εθνικού
αφηγήματος, είναι ο εμφύλιος; Και, επιπλέον, μήπως αυτή η προοπτική
προοιωνίζεται ήδη στο βιβλίο του Ζαχαριάδη, Ο
αληθινός Παλαμάς;
Υπάρχει βέβαια κι ο αντίλογος, που μας υποχρεώνει σε μια
παρένθεση. Αφορά το περίφημο γράμμα του Ζαχαριάδη, αμέσως μετά την κήρυξη του
ιταλο-ελλαδικού πολέμου. Μήπως το γράμμα αυτό προδιέγραφε τη στάση τού ΚΚΕ στην
Κατοχή, την «εθνικοπατριωτική» στρατηγική του; Το σωστό είναι πως το γράμμα
ίδρυε μια προνομιακή σχέση της αριστεράς με την κοινωνία που αντιπάλευε την
ιταλική εισβολή, πως έβγαζε ευφυώς την οργανωτικά αποδυναμωμένη αριστερά από το
περιθώριο, πως έδινε αντιφασιστικό περιεχόμενο στον πόλεμο και ταυτόχρονα έθετε
το κοινωνικό/ταξικό ζήτημα: η πρώτη φράση του γράμματος είναι «Ο φασισμός...»,
και η τελευταία «Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας». Η στρατηγική
του ΕΑΜ, δηλαδή ο τρόπος που αυτή εξελίχθηκε, η ιδεολογική φυσιογνωμία της, η
κατάληξή της, δεν θα πρέπει να χρεωθούν αυτόματα στο σχήμα του Ζαχαριάδη, ο
οποίος άλλωστε καθ’ όλη της διάρκεια της αντίστασης βρίσκεται κρατούμενος στο
Νταχάου. Ενδεικτική είναι δε η διαφωνία του με τον Νίκο Σβορώνο, το 1945, για
την «τρισχιλιετή συνέχεια του Ελληνισμού» (δες περιοδικό Σύγχρονα θέματα, τχ. 35-37).
Ας εγκύψουμε όμως στο βιβλίο του Ζαχαριάδη. Η αντίληψη με
την οποία προσεγγίζει το ποίημα του Παλαμά δεν υπολείπεται σε τίποτα,
τουλάχιστον «μεθοδολογικά», από τις σημερινές αντιλήψεις των πιο προωθημένων
«αντιεθνικιστών»:
-Παντού, και συστηματικά, χρησιμοποιεί το σχήμα και την
ορολογία του «νεοελληνικού», χωρίς να διολισθαίνει στην ταύτισή του με το
«ελληνικό». «Η αρχαιοελληνική κληρονομιά
δεν ανήκει μονάχα στο νεοελληνικό έθνος – ενώ αυτό ουσιαστικά υποστηρίζουν οι
ρωμιοί αρχαιοκάπηλοι», με την «ουτοπική
προσήλωση στην ψευδοαποστολή της συνέχισης του έργου των αρχαίων και των
βυζαντινών».
-Η κληρονομιά των αρχαίων ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα, και
είναι «ο πρόδρομος και ο φυσικός πατέρας
όλης της κατοπινής πανανθρώπινης δημιουργίας». Μόνο η αρχαιοελληνική
κληρονομιά; «Όλη η κληρονομιά του παλιού
πολιτισμού».
-Την παρακαταθήκη των ιδεών των αρχαίων πρέπει να την
αξιοποιήσουμε, κριτικά/επιλεκτικά. «Όλα
τα άλλα θέλουνε –φυλάγοντάς τα, βέβαια, σαν αρχαιολογικό θησαυρό και σαν
κομμάτι άσβυστο της ιστορίας της ανθρωπότητας- ξεκαθάρισμα και αποστράτευση από
τη σημερινή ενεργό λαϊκή-κοινωνική δράση».
-Ο «βυζαντινός μεσαιωνισμός», «για πιο αντιδραστική εκδήλωσή του είχε τη φαναριώτικη παπαδοκρατία». «Το
Βυζάντιο μας δίνει την εικόνα της πιο ολοκληρωτικής, θα μπορούσε να πει κανείς,
κατάπτωσης πούχε να μας επιδείξει η ιστορία».
-«Ο βυζαντινός
φαναριωτισμός κατέστρεψε όσα μπόρεσε από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, γιατί
βρισκόταν σε βασική αντίθεση μ’ αυτόν και ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του».
-Η επανάσταση του 1821 ηττήθηκε, ενώ με μια άλλη πορεία της
θα έπρεπε, και θα μπορούσε, ως «το πρώτο
ανεξάρτητο Βαλκανικό εθνικό κράτος, να πάρει την πρωτοβουλία μιας αδελφικής
συμμαχίας και ενός αδελφικού πολέμου όλων των βαλκανικών λαών, για την
αποτίναξη του ζυγού του σουλτάνου και των μπέηδων και τη δημιουργία μιας
πραγματικά λεύτερης και ανεξάρτητης Δημοκρατικής Ομοσπονδίας των Βαλκανικών
λαών. Αυτό ήταν το απόλυτα πραγματοποιήσιμο ‘όνειρο’ του Ρήγα και μια από τις
πρώτες και γνήσιες επιδιώξεις του 1821».
-«Γιατί τα αδιάκοπα
λαϊκά ξεσπάσματα δεν έφεραν σε πιο βαθιές κοινωνικές μεταβολές;». Γιατί «η ιδεολογία, που καταθλιπτικά κυριαρχούσε
πάνω στο λαό και τη χώρα, ήταν η ιδεολογία της ουτοπίας της ‘Μεγάλης Ιδέας’»,
που απορροφούσε τις κοινωνικές αντιδράσεις, μεταθέτοντας το πεδίο αναφοράς από
το κοινωνικό στο «εθνικό».
-Τέλος, «το
αντιδραστικό αντιλαϊκό κατασκεύασμα που λέγει ότι ‘η μοίρα των Ελλήνων (ποιων
Ελλήνων;) τόχει πάντα ν’ αλληλοτρώγονται, ν’ αλληλοσπαράζονται και να
χάνουνται’». Και μάλιστα πως αυτό συμβαίνει «σ’ όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς που τους δίνουν το όνομα
‘Ελληνικοί’».
-Ποια είναι η «προβολή» του Ζαχαριάδη πάνω στον Παλαμά; «Γκρεμίζοντας τα είδωλα και μαστιγώνοντας
αλύπητα τους τυμβωρύχους σαλπίζει ένα καινούριο, όχι εθνικιστικό μα λαϊκό,
ξεσήκωμα για κάτι το καινούριο και το άφταστο, που ξεπερνά ακόμα και τα τοπικά
σύνορα και ανυψώνεται σε κάτι το πιο γενικό, σε κάτι το καθολικό, το
διεθνιστικό».
Στην Κατοχή η αριστερά, με το ΕΑΜ, θα διεκδικήσει την εθνική
αφήγηση για λογαριασμό της, με μια αμφίβολη «προσαρμογή» αυτής της αφήγησης στο
δικό της πλαίσιο, στην ίδια προοπτική που μετά τον εμφύλιο θα διεκδικήσει τον
Μακρυγιάννη, ο οποίος ήδη έχει αναδειχθεί σε σύμβολο της νεωτερικής αστικής
αφήγησης που οργανώθηκε από τη γενιά του ’30. Αντίθετα, στη διάρκεια του
εμφυλίου, υπό τον απόλυτο έλεγχο του Ζαχαριάδη, η πολιτική αμφισβήτηση του
εθνικού αφηγήματος θα είναι μετωπική, αλλά και μονοσήμαντη.
Η σύγκριση αναπόφευκτη: η πλευρά των Δημοκρατικών στον
ισπανικό εμφύλιο συσπειρώνει το μεγαλύτερο μέρος των πρωτοποριών του
μεσοπολέμου, αρκετές μάλιστα τις περιέχει, γι’ αυτό και παρά την ήττα στο
στρατιωτικό πεδίο αποτέλεσε σύμβολο τού αντιφασιστικού αγώνα, νοηματοδότησε τη
διάχυτη, ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια, αμφισβήτηση επί δεκαετίες. Αντίθετα, ο
δικός μας εμφύλιος κατέληξε ένα συμβάν χωρίς καθολική σημασία, περιορισμένο στα
όρια του νεοελληνικού εθνικού κράτους. Παρ’ ότι η αριστερά του εμφυλίου
αμφισβήτησε, πολιτικά και ένοπλα, ακόμα κι αυτά τα όρια/σύνορα∙ παρ’ ότι
προχώρησε στην πιο έμπρακτη αναίρεση της «μονοεθνικότητας» του νεοελληνικού
κράτους, η οποία μαζί με τη μονοκρατορία της χριστιανικής ορθοδοξίας
αποτελού[σα]ν τους δύο πυλώνες της εθνικής αφήγησης.
Και αυτό γιατί, κοινωνικά και πολιτισμικά, η αριστερά στον
Γράμμο αντιπαρέθεσε ένα κοσμοείδωλο, της υπαίθριας, «πρωτοαστικής» Ελλάδας, που
ως ρυθμός ζωής και ως «μορφή» του κόσμου ήταν παρωχημένο και ανεπαρκές. Είναι εκείνο
το κοσμοείδωλο, εκείνη η μορφή κι εκείνος ο ρυθμός ζωής, που εκφράζονται και
σημαίνονται από τον παλαμικό δεκαπεντασύλλαβο. Αυτό το κοσμοείδωλο, ήδη στην
εκπνοή του, κατάφερε να νοηματοδοτήσει μόνο το ΕΑΜ, σε μια συμβατή σχέση με την
εθνική αφήγηση, αλλά δεν άντεχε να καταστεί, ακόμα και «προσαρμοσμένο» από τον
Ζαχαριάδη, το εργαλείο της αποδόμησής της. Μέσα λοιπόν από μια παρωχημένη και
ανεπαρκή «γλώσσα», δηλαδή τρόπο σκέψης και δράσης, ο Ζαχαριάδης επιχείρησε να αντιπαρατεθεί
στο μείζον: στην εθνική αφήγηση. Αυτό νομίζω πως συνοψίζει το εγχείρημα του
εμφυλίου.
Μια ανεπίλυτη αντίφαση, ένα χάσμα, μεταξύ πολιτικού
ριζοσπαστισμού και ρηξικέλευθης αμφισβήτησης από τη μια, και συνολικής ιδεολογικής/αισθητικής/πολιτισμικής
υστέρησης από την άλλη, που περιγράφει μια προδιαγεγραμμένη, άδοξη ήττα, αλλά
και παράγει την τραγική, ιστορική γοητεία του εμφυλίου. Και αυτή, με τη σειρά
της, διαχωρίζει τον εμφύλιο, από τη μεγαλειώδη, πλην εντός της πεπατημένης,
«εθνική αντίσταση».
Έχουμε λοιπόν ένα μέτρο των πραγμάτων για το τι πράττουμε
σήμερα; Δεν είναι τόσο απλό, γιατί δεν αρκούν οι προθέσεις – όπως δεν αρκούσαν
και στον Ζαχαριάδη. Για την κοινωνική χειραφέτηση δεν επαρκεί ακόμα και η πιο
προωθημένη πολιτική αμφισβήτηση της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης, αλλά χρειάζεται
ταυτόχρονα η εμφύλια, εντός του κοινωνικού σώματος και του εκάστοτε «ιστορικού
υποκειμένου», αποδόμηση όλων των στερεοτύπων που την εμπεδώνουν και την αναπαράγουν
ως κυρίαρχη, δηλαδή ως σχέση εξουσίας, υπαγωγής και υποταγής, που η ισχύς της
και οι απολήξεις της φθάσουν σε κάθε αρμό του εθνικού κράτους, σε κάθε έκφανση
της κοινωνικής ζωής. Αλλά μια τέτοια διαδικασία χειραφέτησης είναι όχι μόνο η
πιο δύσκολη αλλά και η πιο επώδυνη. Στην περίπτωση του Ζαχαριάδη ήταν αδιανόητη:
έπρεπε να θέσει υπό κρίση και να υπερβεί σχεδόν όλες τις υπόλοιπες βεβαιότητές
του. Σήμερα, στη δικιά μας περίπτωση;
Πάντως, στο ισπανικό κίνημα που στήριξε την κυβέρνηση των
Δημοκρατικών και διεξήγαγε τις μάχες του εμφυλίου, μια τέτοια διαδικασία
κοινωνικής χειραφέτησης, αλλά και διαρκούς πολιτικού μετασχηματισμού του, ήταν
δομικό του στοιχείο. Και μάλλον σ’ αυτό οφείλεται η τόσο μεγάλη αντοχή και
διάρκειά του, και μάλιστα ως κρατική υπόσταση, ως κοινωνικό, ακόμα και
στρατιωτικό αντίπαλο δέος. Και δείχνει πόσο απονενοημένη ήταν η βολονταριστικά
«ανάλογη» κίνηση του Ζαχαριάδη, που «διασκεδάζοντας» την απουσία όλων των
κοινωνικών προϋποθέσεων, όλων των ιδεολογικών και πολιτικών διαδικασιών, «μετέτρεψε»,
με μια απόφαση, τον αντάρτικο ΔΣΕ σε κυβερνητικό/κρατικό θεσμό και τακτικό στρατό.
Μια κίνηση απονενοημένη, η οποία βέβαια διερρήγνυε και κατακερμάτιζε την
εμπράγματη υπόσταση της «τρισχιλιετούς συνέχειας του έθνους» ως κρατικό μόρφωμα,
και ταυτόχρονα πραγμάτωνε τους όρους μιας τραγωδίας: συνέθετε το τελετουργικό
της θυσίας των κομμουνιστών, στο βωμό μιας απόλυτης πολιτικής ουτοπίας, που δεν
είχε στη διάθεσή της παρά μια πρόσκαιρη λωρίδα τόπου και μια φευγαλέα ρωγμή του
χρόνου. Ένας αριστοκρατικός ιδεολογικός κοινοτισμός, ως αντίπαλο δέος, του
ιστορικού, πολιτικού και κοινωνικού μορφώματος της νεωτερικότητας. Αλλά από εδώ
θα άρχιζε μια άλλη συζήτηση, για τη γοητεία που ασκεί ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και ο Παλαμάς στον Ζαχαριάδη, πάνω σε ένα
κοινό νιτσεϊκό υπόστρωμα. Επίσης, από εδώ θα άρχιζε μια άλλη μεγάλη συζήτηση,
για τον κινηματικό χαρακτήρα του μπλοκ των ισπανών Δημοκρατικών, όπου οι
παροιμιώδεις αντιφάσεις του, δηλαδή η πολυμορφία του και οι εσωτερικές του
αντιθέσεις, είναι που παρήγαγαν την αξιοθαύμαστη δυναμική του, τον πρωτοφανή
χαρακτήρα του, τη μη τοπική, αλλά ευρωπαϊκή και παγκόσμια, ιστορική σημασία
του, δηλαδή τον «τόπο» και τον «χρόνο» του.
Μήπως όμως προκύπτει και κάποιο χρήσιμο συμπέρασμα, από τη
στρατηγική επιλογή του Ζαχαριάδη; Για παράδειγμα, ότι σε μια «μεγάλη αφήγηση»
μπορεί να αντιπαρατεθεί μόνο μια άλλη μεγάλη αφήγηση; Και αν ναι, πώς
συντίθεται αυτή, σήμερα, στη μεταμοντέρνα εποχή μας; Μήπως όμως η φυσιογνωμία
μιας τέτοιας αφήγησης, η φύση της, ο χαρακτήρας της, έχουν ήδη υπάρξει ως «μορφές»
στη σύγχρονη τέχνη; Μήπως π.χ. η πολυφωνία και η ανομοιογένεια των συστατικών
υλικών, ο διαρκής αναστοχασμός, η επίμονη αυτο-αποδόμηση, η επιτελεστικότητα
της δομής της και της γλώσσας της, αποτελούν ήδη κοινούς τόπους για τη σύγχρονη
τέχνη; Και πώς αυτή αφορά την αριστερά; Κατά τη γνώμη μου, το όποιο μείζον
στρατηγικό πρόταγμα, μόνο με αυτούς τους όρους, μόνο με μια τέτοια γλώσσα
μπορεί να αρθρωθεί σήμερα (και όχι, π.χ., με τη γλώσσα του έργου του Μίκη
Θεοδωράκη, του Ελύτη, και άλλων συναφών έργων...). Αλλά ένας τέτοιος
«συγχρονισμός» (που ιστορικά έχει υπάρξει σε τεράστια κλίμακα, κατά τη ρώσικη
επαναστατική δεκαετία), απ’ ότι φαίνεται είναι το ίδιο δύσκολος σήμερα, όσο και
στην εποχή του Ζαχαριάδη.
Τι ο μύθος δηλοί; Αν αναζητούμε ιστορικές αναλογίες, και
λύσεις συμβατές με τα σημερινά ερωτήματα και αιτούμενα, είναι μάλλον αναγκαίο
να ανοίξουμε το φόντο της συζήτησης, πέρα από τα αυτονόητα της πολιτικολογίας. Αλλά
ακόμα και στο πεδίο της πολιτικής ιστορίας, ίσως είναι παραγωγικότερο, αντί να
προστρέχουμε συνεχώς στο παράδειγμα της Βαϊμάρης, να μελετήσουμε εκείνο της
Ισπανίας. Με προϋποτιθέμενη όμως τη διάθεση να αποδομήσουμε τα στερεότυπα, που μας
στοιχειώνουν και καθηλώνουν τα όριά μας.
Υ.Γ. Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στον κινηματογραφιστή, και
αντιεξουσιαστή, Νίκο Β., που το προκάλεσε. Ο οποίος όλο και πιο συχνά
σκέφτεται, πως σύντομα θα υποχρεωθεί να κατέβει στην οδό Σταδίου, για έναν λόγο
αδιανόητο: τούτη τη φορά για να υποστηρίξει μια κυβέρνηση, του ΣΥΡΙΖΑ...
Υ.Γ.2 Η προχθεσινή τελετή της Χρυσής Αυγής στις Θερμοπύλες,
όπως και οι αντίστοιχες τελετές της χούντας και του Μεταξά, αλλά και οι
Δελφικές εορτές του Σικελιανού, δεν ήταν απλώς «γελοίες». Αντίθετα, δείχνουν
την κοινοτοπία τής αφήγησης της «τρισχιλιετούς συνέχειας του έθνους», δηλαδή τη
δυνατότητα και το εύρος τής απρόσκοπτης λειτουργίας της, μέσα στο χρόνο και σε
διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου