28/9/13

Το «αλλού» του Δημήτρη Χατζή

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

Έχω την εντύπωση ότι τα λογοτεχνικά κριτήρια, οποιασδήποτε φύσης, δεν επαρκούν προκειμένου να αξιολογήσουμε το πεζογραφικό έργο του Δημήτρη Χατζή, όχι διότι τα κείμενα του Χατζή δεν μπορούν να κριθούν πάνω στη βάση των αφηγηματικών του τρόπων και τροπών, αλλά κυρίως διότι τα κείμενα αυτά σταθερά "διαμένουν" μέσα σε μιαν ιδιάζουσα ξενότητα, ξένα ως προς τον αφηγητή τους και ξένα ως προς τον εαυτό τους.
Τι εννοώ μ' αυτή τη διατύπωση; Κατ' αρχάς, δεν μιλώ με βιογραφικές αναφορές. Αυτές δεν αφορούν την κειμενικότητα των κειμένων και επιπλέον τίθενται εκτός της περιοχής των λογοτεχνικών κριτηρίων και άρα δεν είναι δυνατόν να συνεισφέρουν με οποιονδήποτε τρόπο στην αξιολόγηση του πεζογραφικού έργου. Μιλώ αποκλειστικά για τα κείμενα και για τη διαγραφόμενη εντός των κειμένων σχέση του συγγραφέα με τα δημιουργήματά του.
Από την άποψη αυτή, τα λογοτεχνικά κριτήρια εξυπηρετούν μεν την κατηγοριοποίηση της κειμενικής μορφής, την ένταξη και κατάταξη των κειμένων στο συγκείμενο της εποχής στην οποία γράφονται, ακόμη και στη θεματική τους, αναμφισβήτητα σε πλήρη συνάφεια με την εποχή και τους τρόπους έκφρασής της μέσα στο λογοτεχνικό είδος που υπηρετούν, δεν ερμηνεύουν όμως την, κατά την αντίληψή μου, εμφανή απόσταση που ο συγγραφέας φροντίζει να διατηρεί από τα θέματά του, από τους τρόπους ανάπτυξής τους και τελικά από την ίδια τη γραφή τους.

Θέλω να πω ότι ο Δημήτρης Χατζής είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις, εκείνων που γράφουν αισθανόμενοι βαθύτατα την ξενότητά τους, την απόσταση που τους χωρίζει από την εποχή και τους τροπισμούς της, από τις ελπίδες και τις προσδοκίες των ηρώων τους, ακόμη και από τα βάσανα και τις απελπισίες της ανθρώπινης κωμωδίας που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους.
Από τα πρώτα έξοχα κείμενά του στο Τέλος της Μικρής μας Πόλης μέχρι και τα ύστερα συνθέματά του, η ξενότητα αυτή καταδυναστεύει τα πεζογραφικά του δοκίμια, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα και με τέτοια συναισθηματική οξύτητα, που μάλλον καθιστούν τα λογοτεχνικά κριτήρια δευτερογενή για την αξιολόγηση ή, εν πάση περιπτώσει, αποστερημένα από το κύρος και την αναγκαιότητά τους. Με άλλα λόγια, τα κείμενα του Χατζή δεν μπορεί να διαβάζονται "γραμμικά" ως τμήμα ενός κανόνα της νεοελληνικής πεζογραφίας, ως αναπόσπαστο μέρος της νεοελληνικής αφηγηματικότητας, με όλες τις αποκλίσεις και τις παραλλαγές της, οσοδήποτε σημαντικές.
Στο έργο του Χατζή είναι η ξενότητα του συγγραφέα ως προς τα κείμενά του που συγκροτεί τον κυρίαρχο του παιχνιδιού της γραφής. Είναι χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή ότι ο τόπος των ηρώων του Χατζή δεν είναι ο τόπος του συγγραφέα. Ο Θοδωράκης ο Ντετέκτιβ, ο Σαμπετάι Καμπιλή, η Μαργαρίτα Περδικάρη κ.λπ., για να περιοριστώ μόνο στη γνωστότερη ίσως πινακοθήκη των ηρώων του Χατζή, δεν είναι ο τόπος μέσα στον οποίο "διαμένει" ο Χατζής. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι φανερό από μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των αντίστοιχων κειμένων. Ο "επαρκής" αναγνώστης μένει με την εντύπωση ότι ο Χατζής "παρατηρεί" τους ήρωές του από απόσταση, εμπλέκεται μαζί τους μόνο τόσο όσο για να γράψει γι' αυτούς, αφήνοντας τον εαυτό του ελεύθερο ή πολύ περισσότερο αποσύροντας τον εαυτό του έξω από τον τόπο όπου η αφήγηση έχει συντελεσθεί, και οι ήρωές του πρέπει να τα "βγάλουν πέρα" αν και όσο μπορέσουν, χωρίς ο συγγραφέας να έχει οποιαδήποτε ανάμιξη. Έτσι κι αλλιώς, ο συγγραφέας είναι ξένος, καμιά βοήθεια δεν μπορεί να παρέχει στο "νόημα και τη σημασία" των πράξεών τους, καθόλου δεν σκέφτεται το πεπρωμένο τους.
Για να δώσω ένα αντίθετο παράδειγμα, έτσι ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητή η θέση μου, θα αναφερθώ σε μιαν έξοχη, ίσως ξεχασμένη, αφήγηση: στην Οικογένεια Ζαρντύ του Κώστα Χατζηαργύρη. Από πρώτη ματιά, θα έλεγε κανείς ότι η Οικογένεια Ζαρντύ και Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης γεννιώνται από το ίδιο περιβάλλον: την τραγωδία του μεταιχμίου, την τραγωδία της βίαιης μετάβασης από μια κοινωνική δομή σε μιαν άλλη και άρα από την τραγικότητα των ηρώων μέσα σε αυτή τη μετάβαση από μια οικεία ζωή σε μια ζωή αλλόκοτη γι' αυτούς και παράδοξη, σε μια ζωή ασφυκτικών διλημμάτων, ηθικών, προσωπικών και συλλογικών. Εντούτοις, η διαφορά είναι εντυπωσιακή. Ο Χατζηαργύρης εμπλέκεται με πάθος στα παθήματα των ηρώων του. Υποφέρει μαζί τους και αισθάνεται τους ήρωές του ως ήρωες του δικού του πεπρωμένου, της δικής του συνείδησης του τόπου και του χρόνου όπου το δράμα εκτυλίσσεται. Αντίθετα, ο Χατζής δεν "υποφέρει" από μια τέτοια εμπλοκή στα παθήματα των δικών του ηρώων. Τους ήρωές του τους "συμπονά", τον κάνουν να θλίβεται, νιώθει στοργικά απέναντί τους, αλλά παρά ταύτα κρατά την απόστασή του από το δράμα τους, επειδή ίσια ίσια νιώθει ότι ο τόπος τους δεν είναι ο δικός του τόπος, διότι ο δικός του τόπος και ταυτόχρονα ο δικός του τρόπος είναι να είναι "ξένος μέσα στον εαυτό του" και κατά συνέπεια να παραμένει ξένος σε αυτή την απελπισία που τον περιβάλλει και για την οποία "υποφέρει", αλλά από μια ψυχική θέση "αλλού".
Αυτό ακριβώς το "αλλού" είναι που συγκρατεί το παράδοξο των αφηγήσεων του Χατζή και είναι αυτό που κάνει τα λογοτεχνικά κριτήρια να υποχωρούν μπροστά στην πλήρη επικράτησή του, μιας και οι κειμενικοί τρόποι δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για την ερμηνεία τού "αλλού", που η ύπαρξή του από μόνη της συνθέτει έναν παράδοξο τόπο και για τους ήρωες και για τη γραφή τους.
Γνωρίζω πολύ καλά ότι εδώ μπορεί κάποιος να μου προσάψει έναν "ψυχολογισμό" στην ερμηνεία των κειμένων του Χατζή. Όμως δεν πρόκειται για "ψυχολογισμό" με την έννοια της παράκαμψης και εντέλει αποφυγής των κειμένων προς χάριν της "ψυχολογίας" του συγγραφέα τους. Διότι θέλω να υποστηρίξω ότι το "αλλού" του Χατζή είναι η κειμενική του πραγματικότητα. Μέσα από το "αλλού" γράφει, ή καλύτερα το "αλλού" τον ωθεί στη συγγραφή και άρα είναι ουσία γραφής και όχι προθετικότητα ψυχολογική του συγγραφέα. Στο τέλος-τέλος, η ψυχολογική προθετικότητα δεν αποτελεί κειμενικό στοιχείο και θάβεται μέσα στη βιογραφία, με όποια αποτελέσματα μπορεί να έχει για το κείμενο αυτή η "ταφή".
Αν προσπάθησα να αντιδιαστείλω την Οικογένεια Ζαρντύ στο Τέλος της Μικρής μας Πόλης είναι για να δείξω ότι η ρεαλιστική συνείδηση του μεταιχμίου και του κοινωνικού μετασχηματισμού, τόσο εξαιρετικά εκφρασμένη από τον Κώστα Χατζηαργύρη, δεν είναι η συνείδηση του Δημήτρη Χατζή, ο οποίος "κρατά τη ζωή" του πέρα από αυτή τη συνείδηση, όχι επειδή δεν την αποδέχεται, αλλά, αντίθετα, επειδή βασανίζεται να "διαμένει" μακριά της, έγκλειστος στο δικό του συγγραφικό "αλλού", βιώνοντας τη δική του τραγωδία να παραμένει "εκτός" όταν τα κείμενά του επιχειρούν να τον σύρουν "εντός". Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ιδιάζουσα ξενότητα των κειμένων του Χατζή, στην οποία εξαρχής αναφέρθηκα: κείμενα ξένα ως προς τον αφηγητή τους και μέσω του αφηγητή ξένα ως προς τον εαυτό τους.
Συμπερασματικά, θα ήθελα να τονίσω ότι η γραφή του Χατζή έλκει την καταγωγή της από την "κατάρα" που μέσα του φέρει ο συγγραφέας να νιώθει και να είναι απελπιστικά ξένος μέσα στον κόσμο και στην εποχή που του ορίσθηκε να ζει και να δημιουργεί. Με αυτόν τον τρόπο, η δημιουργία πιθανώς να είναι γι' αυτόν ένα είδος αυτοτιμωρίας, ένα είδος "κατακορύφου" με το οποίο επιχειρεί να απομακρυνθεί από τη μοιραία ταύτιση γραφής και βίωσης που διαρκώς τον απειλεί. Ίσως είναι καλύτερο να επαναλάβουμε, αξιολογώντας ουσιαστικά και όχι επιφανειακά κριτικά-λογοτεχνικά τις μυθιστορίες του Χατζή, τους στίχους του Μπωντλαίρ:
Εγώ είμαι το μαχαίρι και η πληγή!
Εγώ είμαι το ράπισμα και το μάγουλο!
Εγώ είμαι τα μέλη και ο τροχός,
Μαζί θύμα και δήμιος.

Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: