28/9/13

Λογοτέχνης, φιλόλογος και πολιτικός διανοούμενος

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Ο Δημήτρης Χατζής (όρθιος, 3ος από αριστερά) με τον Θανάση Γεωργίου 
(όρθιος, 2ος από αριστερά) στον Γράμμο, το καλοκαίρι του 1948. Τα υπόλοιπα στελέχη 
του δημοσιογραφικού επιτελείου του ΔΣΕ είναι: 4ος από αριστερά ο Τάκης Αδάμος. 
Πρώτος από δεξιά με τη φωτογραφική μηχανή, ο θεατρικός συγγραφέας και 
σκηνοθέτης Γιώργος Σεβαστίκογλου και δίπλα του (2ος από δεξιά) πιθανότατα ο 
σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας. Καθιστοί  από αριστερά, ο Σπύρος Μονδάνος και ο 
Παρίσης Αγγελίδης. Οι άλλοι δυο είναι άγνωστοι. 
(έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο «491 δελτία (1930-1975) για τον Δημήτρη Χατζή» 
του Νίκου Γουλανδρή)
Ο Δημήτρης Χατζής ως πολιτικός διανοούμενος, αν και πρώτιστα εκφράζεται ως λογοτέχνης και ιστορικός της λογοτεχνίας, διέθετε μιαν οξεία αίσθηση των πολιτικών πραγμάτων, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στις μετατοπίσεις και τους αναπροσανατολισμούς που συντελούνταν στη σκέψη και την πρακτική της Αριστεράς. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι από τη σκοπιά των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η εξής υπόθεση εργασίας:
α) στο λογοτεχνικό του έργο είναι περισσότερο από προφανής η πολιτική διάσταση, αρκεί να ληφθούν υπόψη και να καταγραφούν με πληρότητα οι αναγκαίες διακυμάνσεις και μεταθέσεις των ιδεολογικών του αναζητήσεων που ανιχνεύονται από τη δημοσίευση της Φωτιάς (1946) ώς το Διπλό βιβλίο (1976)·
β) ο Χατζής, με κάποιες αυξομειώσεις, είχε κατακτήσει μιαν αυθύπαρκτη παρουσία ως πολιτικός διανοούμενος που εγγράφεται βέβαια στη συνολικότερη πορεία της Αριστεράς·
γ) οι δύο αυτές πτυχές, μολονότι εμφανίζονται ενιαίες και ομοιογενείς, απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάδειξη της ιδιοσυστασίας τους. Εδώ θα επιμείνω στην ανασυγκρότηση των «αναβαθμών» διαμόρφωσης του Χατζή ως πολιτικού διανοουμένου, χωρίς βέβαια να ελαχιστοποιώ το γεγονός ότι ο ίδιος δημιουργεί πρώτιστα ως λογοτέχνης και ως ιστορικός της λογοτεχνίας.

Τα ανθολογούμενα από τον Γουλανδρή κείμενα των ετών 1932-1936, δημοσιευμένα στην εφημερίδα Ήπειρος, αποτελούν μαρτυρίες πολύτιμες για τον προσδιορισμό των απαρχών του κοινωνικού λόγου που αρθρώνει ο υπό εκκόλαψη Ηπειρώτης συγγραφέας. Η συνήθης, ωστόσο, πορεία, κατά την ίδια περίοδο του μεσοπολέμου, με κορύφωση την Κατοχή και την Αντίσταση, ήταν η βαθμιαία και κάποτε με τη μορφή ρήξης αποδέσμευση από το δίδυμο Βενιζελισμός-Δημοτικισμός. Και τούτο μέσα από την οδυνηρή επίγνωση των ενδοαστικών αδιεξόδων και στο πλαίσιο υπέρβασης των δύο πόλων του «εθνικού διχασμού» από την αντίθεση «Δεξιάς» και «Αριστεράς» που αναδύεται ως κυρίαρχη κατά τη δεκαετία του ‘40.
Ως προς τον Χατζή, που γαλουχείται σε διαφορετική μήτρα ιδεών και πολιτικής πρακτικής, είναι δυνατόν να διαφανεί η δυνατότητα που έχει ως έφηβος, στους κόλπους όμως του Λαϊκού Κόμματος και σε λίγο διευθυντής του γιαννιώτικου δημοσιογραφικού του οργάνου, να στοιχειοθετήσει μια πρωτογενή κοινωνική κριτική που βρίσκεται σε μια διεργασία «ντροπαλής» ώσμωσης με τον ιδεολογικό λόγο της Αριστεράς. Ως προς το Λαϊκόν Κόμμα ίσως είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι τόσο στην πρώτη περίοδο (με την ηγετική παρουσία του Δημ. Γούναρη, βουλευτή αρχικά της ομάδας των «Ιαπώνων») είχε εξαρθεί η σημασία της νομοθετικής προστασίας των εργαζομένων, γεγονός που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει η «προνομιούχος ολιγαρχία», όσο και στη δεύτερη, κατά την εποχή του μεσοπολέμου, συνεχίζεται ό,τι περιγράφει συναφώς ο Σ. Μάξιμος (1930). Ότι δηλαδή τα «κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα» ανέμιζαν την αντιβενιζελική σημαία ως «σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου» με αποτέλεσμα ο «αντιβενιζελισμός» να διαχέεται συχνά με «αντικαπιταλιστικά αισθήματα» (για τον διανοούμενο που «υπήρξε μεγαλύτερος από το έργο του» βλ. Χατζής 9.6.1977). 
Στα πρωτόλεια του Χατζή διαπιστώνεται με ευκρίνεια η κοινωνική σκόπευση της αντιβενιζελικής του αρθρογραφίας που συμμερίζεται επίσης τις εκτιμήσεις του φιλαγροτισμού. Όταν σημειώνεται, για παράδειγμα, το 1932 στην Ήπειρο: «τους χωρικούς που υπήρξαν επί είκοσιν ολόκληρα έτη οι δούλοι, οι ραγιάδες, οι είλωτες των δημοκόπων και των Ζακχαίων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, των ανεβασμένων εις την Βενιζελικήν συκομωρέαν. Τους χωρικούς που έδειρεν ο Μακρυγιάννης, που εξηπά­τη­σαν όλοι [...] έχομεν την φοράν αυτήν θαρραλέους μαζί μας, όπως θα ηθέλαμεν εις κάθε αγώνα δια τα ιδικά των δίκαια και τα ιδικά των συμφέροντα».
Στην επόμενη φάση, κατά την εποχή της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, ο Χατζής ήδη είχε διανύσει τα αποφασιστικά βήματα και είχε κιόλας συνταχθεί με την Αριστερά, γεγονός όμως που πιστοποίησε η αιφνιδιαστική εξορία του από τη μεταξική δικτατορία. Tα σχετικά κείμενα λανθάνουν και δεν ταυτίσθηκε η συνεργασία με την Ελεύθερη Ελλάδα κατά τα δύο πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της (1943, 1944), σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με τα δημοσιεύματα (ελληνικά ή γαλλικά) της περιόδου του Εμφυλίου. Ως προς το λογοτεχνικό έργο τού Χατζή, η Φωτιά συμπυκνώνει τις αισθητικές του προτιμήσεις και, όπως υποδείκνυε ο Αυγέρης, με το «ορθόδοξο ρεαλιστικό ύφος» της και την «αλήθεια της ζωής που κλείνει μέσα» της χαρακτηρίζεται «άρτιο μυθιστόρημα με θέμα την Αντίσταση» (Απρ. 1946).
Ακολουθεί η μακρόχρονη εξορία, από το 1948 ώς το 1975, στη Βουδαπέστη και το Ανατολικό Βερολίνο. Ενδιαφέρουσα είναι η παρέμβαση του Χατζή στη συζήτηση για το σχέδιο προγράμματος του ΚΚΕ, ενδεικτική άλλωστε των αντιλήψεων του φιλολόγου-ιστορικού πια Χατζή. Ό,τι επομένως θα πρέπει να διαβαστεί μαζί με τα σχεδιάσματά του για τη «νεοελληνική φιλολογική σπουδή» που ήδη εμφανίσθηκαν το 1953. Η απόπει­ρα πάντως επιβολής αυτού του προγράμματος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ζαχαριαδικής ηγεσίας που επέμενε στην επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα με χαρακτήρα «λαϊκό-δη­μο­κρα­τικό»  και  προοπτική «σοσιαλιστικής  ανοικοδόμησης».
Οι καίριες διαφοροποιήσεις, όσες και όποιες υπήρξαν, στα επιμέρους τμήματα της Μικρής μας πόλης (όπως δηλαδή πρωτοδημοσιεύθηκαν αυτοτελώς τα πέντε από τα εφτά διηγήματα το 1953 στο Βουκουρέστι, στη συνέχεια —1958, 1959, 1962— στην Επιθεώρηση Τέχνης και αυ­τοτελώς πάλι, σε δεύτερη έκδοση, από το ίδιο περιοδικό το 1963) αξιώνουν ιδιαίτερη προσοχή. Ειδικότερα, η συνεργασία του Χατζή με την Επιθεώρηση Τέχνης προδίδει τους αισθητικούς-πο­λι­τι­κούς αναπροσανατολισμούς του, γεγονός άλλωστε που καταφαίνεται και από τους συντάκτες των ευνοϊκών κριτικών που δέχθηκε τότε η Μικρή μας πόλη (Πορ­φύρης, Καλιόρης, Ροζάνης, Ραυτόπουλος κλπ.). Δηλαδή από όσους —άμεσα ή έμμεσα—έχουν απομακρυνθεί από τις συ­ντα­γές της «μαρξιστικής-λενινι­στι­κής» λογοτεχνικής κριτικής. Όπως παρατηρούσε ο Ραυτόπουλος (1964), διαθέτει «ι­δέες και μέθοδο» χωρίς να ξεκινά από τα «a priori συμπεράσματα»: οι «κρύες μήτρες της προκατασκευασμένης αλήθειας και της ανυποψίαστης βεβαιότητας» δεν ευδοκιμούν στον κόσμο της Μικρής μας πόλης.
Η ύστερη περίοδος του Χατζή, από την επάνοδο στην Ελλάδα ώς το θάνατό του, σημαδεύεται από το εγχείρημα υπέρβασης των σχημάτων της εγχώριας Αριστεράς και την εναγώνια αναζήτηση της «Νέας Αριστεράς». Ήδη πριν από τη διάσπαση του 1968, την οποία θεωρούσε ως την «πιο σημαντική ενέργεια του υγιέστερου τμήματος της ελληνικής αριστεράς», είχε στραφεί προς την απαίτηση ίδρυσης  ενός κόμματος του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», χωρίς ωστόσο στη συνέχεια να τη συνοδεύει με έναν υψηλό τόνο βεβαιότητας για την επίτευξή του: «Άστεγος, ανέστιος, ηττημένος και μόνος έχω τουλάχιστον την αίσθηση πως βρίσκομαι κοντύτερα στο αίσθημα και την πίκρα του λαού μας —ένας από τους πολλούς» (4.6.1970). Το κριτήριο αυτό των πολιτικών πραγ­μάτων αποτυπώνεται ρητά στο Διπλό βιβλίο, τόσο στο «κύριο» σώμα του έργου όσο ιδίως στο 9ο κεφάλαιο που φαίνεται να «επισυνάπτεται».
Οι τέσσερις λοιπόν φάσεις της σταδιοδρομίας του Χατζή συγκροτούν τους «αναβαθμούς» στη διαμόρφωσή του ως πολιτικού διανοουμένου που εκφράζεται πρώτιστα και ομοιογενώς ως λογοτέχνης και φιλόλογος. Ταυτόχρονα συνιστούν την προσωπική εσωτερίκευση της πορείας που διήνυσε κατά τις ίδιες δεκαετίες η Αριστερά, όχι μόνο στην εγχώρια έκφανσή της.

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: