28/9/13

Η σύνθεση που δεν έγινε...

Προτάσεις και αναφορές στα ανοιχτά πεδία του έργου του Δημήτρη Χατζή

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Νίκος Καρβούνης και Δημήτρης Χατζής στο βουνό,
στη διάρκεια της Κατοχής
Σήμερα πολλοί από τους αναγνώστες του γνωρίζουν ότι το έργο του Δημήτρη Χατζή, ενός από τους μέγιστους των σύγχρονων πεζογράφων μας, δεν περιορίζεται στην αφηγηματική του διάσταση. Υπήρξαν σ’ αυτό και άλλες διαστάσεις, σχετικές με την ιστορία των γραμμάτων, τη σπουδή της γλώσσας και την πολιτισμική ιστοριογραφία, που κατά ένα μεγάλο μέρος θα τις βρούμε σε δυο μεταθανάτιες εκδόσεις, στις οποίες συγκεντρώθηκαν μελέτες και άλλα σημαντικά κριτικά του κείμενα, με κυρίως άξονα το μέγα για εκείνον ζητούμενο, την ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού[1]. Ήταν ένα ζητούμενο που φαίνεται ότι άρχισε να τον απασχολεί πολύ νωρίς, το 1947[2],γιατί από τότε υπάρχουν τα πρώτα ίχνη του ενδιαφέροντός του για τις παραδοσιακές μορφές έμμετρης και πεζής αφήγησης, ένα ενδιαφέρον που διατηρήθηκε ως το τέλος της ζωής του.[3]
Όμως, ο τρόπος που τον απασχόλησε η παράδοση, το πέρασμά της από την ανώνυμη στην επώνυμη δημιουργία, από τον προφορικό στον γραπτό λόγο, μολονότι αδιάκοπος, είχε μια τεθλασμένη πορεία, πολλές στάσεις και ανασχέσεις, περιόδους σιωπής, λοξοδρομίσματα που η ασυνέχειά τους, το ανολοκλήρωτό τους, κατά περίεργο τρόπο, έρχεται και συναντά την άποψή του για την ασυνέχεια της εθνικής μας λογοτεχνίας. Ο Χατζής είναι μείζων πεζογράφος και μόνο για τους δύο κύκλους των διηγημάτων του που συγκεντρώθηκαν στο Τέλος της Μικρής μας Πόλης και στους Ανυπεράσπιστους, αλλά κατά τη γνώμη μου εξακολουθεί να είναι μείζων και στην περίοδο της κάμψης του, όταν συλλαμβάνει και γράφει το «κύκνειο άσμα» του, το Διπλό Βιβλίο. Όπως και να αποκαλέσουμε αυτό το τελευταίο του έργο, ακόμα και αν το θεωρήσουμε ένα μυθιστόρημα προγραμματικής γνώσης αλλά και υπέρβασης ή άγνοιας του σύγχρονου ελληνικού γίγνεσθαι -καθώς τα εικοσιεπτά χρόνια απουσίας του συγγραφέα από αυτό το γίγνεσθαι σε πολλά σημεία έδειχναν έναν ιθύνοντα νου που θέλει να μιλήσει εκ των ένδον αλλά περιορίζεται να περιγράψει από μακριά- πρόκειται για ένα έργο που αξίζει να τιμηθεί και μόνο για το λόγο ότι ο συγγραφέας του αρνήθηκε την ευκολία της επανάληψης, θέλοντας μέσω της ανοικειότητας του θέματος αλλά και της μορφής του να κάνει τον αναγνώστη του να σκεφθεί.

 Παρά τις αδυναμίες του, υπάρχει αποτυπωμένο βαθιά στο Διπλό Βιβλίο ένα τιτάνιο, επικό άγχος που τολμάει να ελπίζει μέσα από τα ερείπια στη σύνθεση και στην έξοδο, στη σισύφεια προσπάθεια για ολοκλήρωση που, τελικά, δεν είναι μόνο ολοκλήρωση του βιβλίου αλλά και ολοκλήρωση του κόσμου που αυτό εκφράζει, όσο κι αν αυτό μοιάζει ουτοπικό. Παρεκβαίνοντας λίγο, θα έλεγα ότι ασφαλώς το Διπλό Βιβλίο είναι ένα έργο εκ προθέσεως κομματιασμένο, όμως το κομμάτιασμά του δεν είναι απλώς μια επίδειξη ανοικείωσης εκ μέρους του συγγραφέα για να δείξει τη μοντερνιστική του ενημέρωση. Ούτε βέβαια είναι μια μορφολογική επινόηση, μια στυλιστική πρόταση της αφηγηματικής του τεχνικής, όπως έσπευσε να υποστηρίξει σχεδόν σύμπασα η λογοτεχνική κριτική της εποχής. [4] Είναι θα έλεγα ένα τεμαχισμένο σώμα που βγαίνει έξω από τα όρια της γραφής και αντικατοπτρίζει την αγωνία ενός συγγραφέα "αταίριαστου" για μια χώρα που γυρεύει μάταια την ταυτότητά της, όπως επίσης αντικατοπτρίζει την αγωνία για σύνθεση (όπου η ζωή είναι τρόπος αφήγησης και η αφήγηση αναπαράσταση της ζωής) η οποία, δεν το εύχεται ο Χατζής, αλλά θα παραμείνει και τώρα, όπως πάνε τα πράγματα, εκκρεμής.
Ένας συγγραφέας με κομματιασμένη και μοιρασμένη ζωή προσπαθεί να μιλήσει για μια χώρα, για μια κοινωνία με κομματιασμένη, ρημαγμένη ταυτότητα, και γι’ αυτό κάθεται και ετοιμάζει προτού ξαναδεί αυτή τη χώρα ένα βιβλίο που σύμφωνα με τα λόγια του είναι κομματιασμένο «εσκεμμένα»! Η κομματιασμένη ζωή του Χατζή κατά κάποιο τρόπο είναι μικρογραφία της διαμελισμένης εικόνας ενός τόπου ο οποίος και σήμερα ακόμα (ιδίως σήμερα) συγκρατείται και συγκροτείται από ένα τεράστιο πλέγμα ψευδών συνειδήσεων. Η σκορπισμένη ζωή του οφειλόταν σε αίτια, μερικά από τα οποία είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού, ενώ άλλα είναι υπόρρητα και εικαζόμενα. Οι «ατυχίες» του δεν οφείλονταν μόνο στον νομαδικό βίο του διωκόμενου αριστερού, στις δύσκολες συνθήκες που συνόδευσαν τις συνεχείς μετακινήσεις του Χατζή στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ανάλογες μετακινήσεις και μετεγκαταστάσεις ταλαιπώρησαν, ας μην το ξεχνάμε, τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών προσφύγων.
Όπως όμως φαίνεται και από την πλούσια αλληλογραφία του, τη σκορπισμένη με πολλή απελπισία στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μια αλληλογραφία που αποτελεί, αν συνδέσουμε τα κομμάτια της, τη βιογραφία του ιδεολογικού παρία του 20ού αιώνα, ο Χατζής από τον πρώτο καιρό της φυγής του είχε αρχίσει να στερεώνει τις θεωρητικές διαφοροποιήσεις του με την επίσημη γραμμή πάνω σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα του κόμματος.[5] Αποκλίσεις που δεν ήταν κάτι το απλό, όταν σε μια μεταιχμιακή χρονική στιγμή η ηττημένη και στριμωγμένη με την πλάτη στον τοίχο ελληνική αριστερά (και μάλιστα μια αριστερά ζυμωμένη γενετικά στη δογματική μονοφωνία), αναζητούσε πολιτικές συμμαχίες που θα τις ξένιζε η θεωρία της εθνικής ασυνέχειας του Χατζή.[6] Τα πράγματα δείχνουν ότι η απόφασή του να πάει τo 1957 στο Ανατολικό Βερολίνο και να συνεχίσει τις σπουδές του κοντά στον ελληνιστή Γ. Ίρμσερ (Irmscher) στο Βυζαντινολογικό και Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας των Επιστημών δεν οφειλόταν μόνο στις επιστημονικές του ζητήσεις αλλά και στην ανάγκη του να ξεφύγει από έναν στελεχιακό κύκλο κομματικών παραγόντων που δρούσε ανάμεσα στη Βουδαπέστη και στο Βουκουρέστι και που του δημιουργούσε την αίσθηση του παρία μέσα στην ίδια την πολιτική του οικογένεια!
Αν κρίνουμε από τα τεκμήρια που διασώθηκαν από τις σχέσεις του συγγραφέα στη δεκαετία του ‘50 με την κομματική νομενκλατούρα, οι αντιδράσεις του δεν ήταν καθόλου αιχμηρές. Το αντίθετο. Φύσει υποχωρητικός στα πρώτα χρόνια της εξορίας του,[7] ίσως για λόγους που έχουν να κάνουν στην κυριολεξία με την επιβίωσή του, όμως γνωρίζουμε τώρα πια ότι οι αλλαγές λ.χ. που επέφερε σε πολλά από τα πεζά του, ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη δημοσίευσή τους, δεν ήταν και τόσο αυθόρμητες ή αθώες, αφού είχαν προηγηθεί έντονες αμφισβητήσεις από τη μεριά των υποτίθεται κομματικών αρμοδίων. Τέτοιες επικρίσεις είχαν ως αντικείμενο, παραδείγματος χάριν, το αν τα διηγήματά του στο Τέλος της Μικρής μας Πόλης απέδιδαν ως είχε την αλήθεια των ιστορικών περιστατικών όπως αυτά συνέβησαν, πάνω στα οποία είχε βασιστεί ο Χατζής για τη μυθοπλασία του![8] Ίσως μάλιστα δεν είναι ευρύτερα γνωστή αλλά υπάρχει, εντοπισμένη σχετικά πρόσφατα στα αρχεία του ΚΚΕ, η σημείωση του ηγετικού στελέχους, Λεωνίδα Στρίγκου ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πέτρου Ρούσου, ο Χατζής παρουσίαζε τη Μαργαρίτα Μολυβάδα [την μετέπειτα Περδικάρη][9] στην πρώτη δημοσιευμένη εκδοχή του διηγήματός του «διαφορετική απ’ ό,τι στην πραγματικότητα».[10] Σημεία αιχμής και πολύ καθοριστικά μάλιστα για τη λογοτεχνική ηθική της αριστεράς της εποχής εκείνης, γιατί το ζήτημα της αληθειακής σχέσης της λογοτεχνίας με την πραγματικότητα (και ποιά πραγματικότητα από όλες;) εμφανίζεται αποκαρδιωτικά μόνιμα άλυτο, ακόμα και σήμερα, δείχνοντας ότι οι αισθητικές αντιλήψεις ενός μεγάλου μέρους της αριστεράς δεν έχουν μετακινηθεί ουσιαστικά από τις θέσεις του Λένιν για τον Τολστόϊ ως καθρέφτη της ρωσικής επανάστασης!
Αλλά ό,τι ίσχυε για τα πεζά ίσχυε κατ’ αναλογία και για το ιστορικό ή το φιλολογικό του έργο του Χατζή. Θα μπορούσα μάλιστα να πω, ως μια πρώτη εισαγωγή στο θέμα των ιστοριογραφικών του πεποιθήσεων για τον νέο ελληνισμό, οι οποίες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τις πεποιθήσεις του για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και λογοτεχνίας στους νέους χρόνους, ότι υπαίτιος για την ορισμένη στατικότητα και το ανεξέλικτό τους ήταν ο εγκλωβισμός του στο πανεπιστημιακό περιβάλλον της Βουδαπέστης και του Βερολίνου. Όχι ότι εκεί δεν ήταν επαρκής ή και υψηλού επιπέδου η σχετική ιστορική έρευνα, αλλά στην περίπτωση του εξ ιδιοσυγκρασίας αντι-ακαδημαϊκού Χατζή δεν υπήρχε ο αναγκαίος εκείνος χώρος αναπνοής, ο χρονικά έγκαιρος διάλογος, προϊόν της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, με ιστοριογράφους από την Ελλάδα ή από Πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης, ούτως ώστε να προκύψουν ενδεχομένως νέες συνθέσεις στο ζήτημα αλλά και νέα ερωτήματα στον ίδιο.
Δεν είναι άγνωστο, κάτι στο οποίο θα αναφερθούμε και πιο κάτω, ότι συζητήσεις που γίνονται στα καθ’ ημάς για τον νέο ελληνισμό και την ταυτότητα ή τις ταυτότητές του αρχίζουν από τον μεσοπόλεμο. Μάλιστα ένα από τα χρονικά σημεία έντονης πύκνωσής τους εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του μεταξικού καθεστώτος, όπου συμμετέχει σχεδόν στο σύνολο της η «φιλελευθέρων πεποιθήσεων» γενιά του ‘30 [11]˙ συνεχίζονται στα χρόνια της Κατοχής με τα πρώτα σχετικά άρθρα του Κ. Θ. Δημαρά και κορυφώνονται ξανά στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘60. Τότε, στο διάστημα 1955-1967 η συζήτηση για την ελληνική ταυτότητα, με την προοπτική της σύνθεσης, όπως ενδιέφερε άλλωστε και τον Χατζή, εισέρχεται στην πιο ώριμη φάση της, αφού υπάρχει μια πολύ πλούσια συγκομιδή κειμένων, μεταφράσεων, αφιερωμάτων σε περιοδικά, συνεδρίων και εκδόσεων που εκείνος δεν τις αγνοεί μεν, γνωρίζει ότι γίνονται, αλλά του είναι αδύνατο από τα πράγματα να πάρει μέρος σ’ αυτά. Δεν είναι οργανικό κομμάτι του γίγνεσθαί τους, και τούτο λόγω της αδυναμίας του να είναι παρών, λόγω της διπλής του εξορίας, πολιτικής και εσωκομματικής. Εμμέσως αλλά με αρκετή πικρία και υπόρρητη θλίψη παραδέχθηκε άλλωστε και ο ίδιος, το 1974, αυτή την απόσυρσή του από το προσκήνιο της έρευνας όπως και της καθαυτό λογοτεχνικής δημιουργίας - αν και κατά τη γνώμη μου όχι και με τόσο πειστικά επιχειρήματα. Πάντως, δυο μέρες μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, σε μια από τις πρώτες ή και την πρώτη μεγάλη συνέντευξη που δίνει σε εφημερίδα[12], στην ερώτηση του δημοσιογράφου αν η εικοσιεπτάχρονη απουσία του επηρέασε αρνητικά το έργο του ή, αντίθετα, του δημιούργησε μια σωστότερη προοπτική απέναντι στους ανθρώπους και τα πράγματα, ο Χατζής απαντά επί λέξει: «Στη δική μου περίπτωση η απουσία μου από την Ελλάδα οπωσδήποτε έπαιξε, ως ένα σημείο, έναν ανασταλτικό ρόλο. Ιδίως τα τελευταία δέκα χρόνια. Ένιωσα κάποια καθίζηση. Όχι βέβαια στα αισθήματα, όχι στη γνώση και την αγάπη της Ελλάδας, αλλά στο αντικείμενο Ελλάδα.[13] Ένιωσα το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Μπορούσα να φτιάξω, να φανταστώ μια πλασματική Ελλάδα που δεν μου πάει νομίζω, ή να απομακρυνθώ από την Ελλάδα. Ούτε το ένα ήθελα ούτε το άλλο. Κι αυτό όπως καταλαβαίνετε μού δημιούργησε μεγάλα προβλήματα. [...] Μ’ αυτά τα ελληνικά μου έπρεπε να ζήσω εικοσιεπτά χρόνια τώρα. Έπρεπε να ζήσω σαν Έλληνας με τη μικρή γνώση και μ’ αυτήν την αγάπη της Ελλάδας. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό. Και ίσως, πέρα από φιλίες, αυτό εξηγεί ότι επέζησα όλο αυτό το μακρύ χρονικό διάστημα σαν Έλληνας συγγραφέας στους ξένους τόπους.»
Κι όμως, ένας άγνωστος στο ευρύ κοινό λόγιος και πασίγνωστος πεζογράφος έρχεται το 1974 στην Ελλάδα με έναν εκπαιδευτικό προγραμματισμό και με την αφάνταστη (όσο και ουτοπική) επιδίωξη να προβάλλει, ιδιαίτερα στους νέους, την ανάγκη όχι μόνο μιας σύλληψης της πραγματικότητας αλλά και μιας νέας εθνικής ανάπτυξης! Αν μετρήσουμε τα πράγματα σωστά και συσχετίσουμε τις αναρίθμητες συνεντεύξεις του (που τις παραχωρούσε με μια προθυμία «ιεραποστολική») με τους κύκλους μαθημάτων που οργάνωνε αλλά και τα κείμενα που προκαλούσε ή ζητούσε, ιδιαίτερα στο περ. Αντί, με άξονες πάντα την αναπραγμάτευση της έννοιας της παράδοσης και τον προσδιορισμό μιας νέας εθνικής αυτογνωσίας, έχουμε ούτε λίγο ούτε πολύ έναν αναμορφωτικό αγώνα κοραϊκού τύπου που θα ταίριαζε σε άλλες εποχές. Εντυπωσιακό ή όχι, σ’ αυτό το σύντομο διάστημα (1974-1981) της τελευταίας περιόδου της ζωής του Χατζή παρακολουθήσαμε την μοναχική και από μια άποψη επική εκ μέρους του εκστρατεία προς έναν νέο διαφωτισμό του γένους, σε ένα σημείο όπου όντως, όπως έλεγε, ο παλιός κόσμος των αστών χάνεται, αλλά που δεν υπήρχε συνάμα στον γύρω ελληνικό ορίζοντα κανένα απολύτως σημάδι ότι ο επικείμενος νέος κόσμος δεν θα ήταν κι αυτός ένας ακόμα ηττημένος κόσμος.

[1] Κατά χρονική σειρά, το Μικρό Νεοελληνικό Όργανο. Εκλογή κειμένων (1947-1975) του Δημήτρη Χατζή για το Νέο Ελληνισμό, Εξάντας 1995, με γενική φροντίδα από τον Νίκο Γουλανδρή, και Το Πρόσωπο του Νέου ελληνισμού. Διαλέξεις και δοκίμια, Το Ροδακιό 2005, με εισαγωγή και επιμέλεια της Βενετίας Αποστολίδου.
[2] Στις δυο βιβλιοκρισίες του για τον Ερωτόκριτο του Γιώργου Σεφέρη (Ελεύθερη Ελλάδα, 7 Μαρτ.1947) και την Ανθολογία της Δημοτικής Πεζογραφίας του Γιώργου Βαλέτα (Ελεύθερα Γράμματα, 15 Φεβρ.1947, όπως και στο σχόλιό του πάνω στη Βυζαντινή Ιστορία του Κ. Άμαντου (Ελεύθερη Ελλάδα, 27 Μαίου 1947).
[3] Η Β. Αποστολίδου πολύ σωστά στέκεται στην παρέμβαση του Χατζή το 1954 πάνω στο «Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ» για τη συνέχεια μεταξύ αρχαίας και νέας Ελλάδας, παρέμβαση που δημοσιεύτηκε στο επίσημο κομματικό όργανο Νέος Κόσμος. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη μελέτη, με τα δεδομένα βέβαια της μετεμφυλιακής χρονικής στιγμής, όπου η ιστοριογραφία ήταν ακόμα σε εμβρυώδες στάδιο, όχι μόνο στην υπερορία αλλά και στην ίδια την Ελλάδα˙ πάντως όμως οι βάσεις της θεωρίας του Χατζή για τον Νέο Ελληνισμό είναι ήδη εκεί. Πολύ περισσότερα βλ. στη μελέτη της Αποστολίδου, Λογοτεχνία και Ιστορία στη Μεταπολεμική Αριστερά. Η Παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή, 1947-1981, Πόλις 2003, σ.202-222.
[4] Νομίζω ότι, παρά συγκεχυμένη χρήση ορισμένων όρων, ως ένα βαθμό είχε δίκιο ο Χατζής όταν επεσήμαινε σε μια συνέντευξή του, αναφερόμενος στο Διπλό Βιβλίο, ότι «Η ελληνική κριτική, κι από τα δεξιά κι από τ’ αριστερά -και πόσο μάλιστα- είχε να επαινέσει το ύφος, την ανθρωπιά κλπ κλπ του βιβλίου. Την προβληματικότητά του, στο σύνολό της, την αρνήθηκε [...] Αν κάτι θα ήθελε κανένας ν’ απαιτήσει από τη σημερινή μας κριτική, θα ήτανε ίσως κάποιος λιγότερος εστετισμός και κάποια περισσότερη εθνική ιδεολογικότητα». Βλ. «Ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζής: Πνευματική κρίση ανάμεσα σε αντιφάσεις. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με έναν πολιτισμό σπασμένο στις ρίζες και στις μορφές του», συνέντευξη με την Βεατρική Σπηλιάδη, Η Καθημερινή, 9-10 Απρ. 1978.
[5] Οι αποκλίσεις αργότερα, το 1968, όταν κλονίστηκε και η υγεία του Χατζή, βάθυναν σε τέτοιο σημείο ώστε με επιστολή του προς τον πρόεδρο του Συλλόγου των Πολιτικών Προσφύγων στην Ουγγαρία (14 Μαίου 1968) δηλώνει ότι διαφωνεί με τη 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ και τις αποφάσεις της που τις θεωρεί φατριαστικές και ζητά να τον διαγράψουν από τον Σύλλογο και από τις διάφορες Επιτροπές στις οποίες ήταν μέλος. Βλ. σε επιμ. και με εισαγωγή του Ν. Γουλανδρή: «Δέκα δελτία (1953-1968) για τον Δημήτρη Χαζή από το ιστορικό αρχείο του ΚΚΕ», Ριζοσπάστης, 4 Αυγ. 2001, σ. 20-22.
[6] Η γραμμή των εθνικών συμμαχιών είναι εμφανής και παλαιότερα, στα Ελεύθερα Γράμματα, με τα αφιερώματα στην 25η Μαρτίου και στο ‘21. Ορθά επισημαίνει και η Β. Αποστολίδου στην εισαγωγή της στο Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού, ό.π., σ.14, στηριγμένη σε άρθρα των Κ. Τόλια και Πέτρου Ρούσου στον Νέο Κόσμο (Ιουλ.-Αυγ. 1955), ότι «το άρθρο του Χατζή [του ‘54] προκάλεσε διαφωνίες και αντιρρήσεις, επειδή θεωρήθηκε ακραίο και, επομένως, ότι δεν βοηθά στη σύναψη συμμαχιών με ευρύτερες δημοκρατικές δυνάμεις στην Ελλάδα».
[7] Ο Δ. Ραυτόπουλος στο άρθρο του «Το χαμένο βιβλίο του Δημήτρη Χατζή», Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας 17 Μαρτ. 2000, σ.12-13, παραθέτει ένα μέρος της απολογίας του απέναντι στις λογοκριτικές υποδείξεις των εντεταλμένων της κομματικής Επιτροπής Διαφώτισης, Πέτρο Ρούσο, Μιλτ. Πορφυρογένη κλπ., κατά πάσα πιθανότητα αντλημένο από το βιβλίο του Ν. Γουλανδρή 300 δελτία (1935-1975) για τον Δημήτρη Χατζή, 1998: «Φυσικά για όλα αυτά, αγαπητοί φίλοι, εγώ δεν παύω ποτές να βλέπω πως εσείς είστε πιο αρμόδιοι και πιο υπεύθυνοι από μένα»!!
[8] Ευτυχώς η πρόσφατη έρευνα έχει βοηθήσει πολύ στη διαπίστωση αυτών των υποχρεωτικών για τον ίδιο επεμβάσεων, όπως η ανακοίνωση του Χίρο Χόκβερντα (Hokwerda), «Ο Δημήτρης Χατζής και οι Εβραίοι των Ιωαννίνων», Σημείο Λευκωσίας, τχ. 5, Καλοκ.-φθ. 1998, σ. 35-46, με ειδικό εστιασμό στο διήγημα «Σαμπεθάι Καμπιλής». Άλλα στοιχεία αυτών των κομματικών επεμβάσεων υπάρχουν στο ήδη μνημονευμένο μαχητικό και ίσως κάπως άδικο για τον Χατζή άρθρο του Δημήτρη Ραυτόπουλου, «Το χαμένο βιβλίο», ό.π., όπου αναδρομές σε λογοκριτικές επισημάνσεις των στελεχών του κόμματος.
[9] Η πρώτη έκδοση του Τέλους της Μικρής μας Πόλης, όπου και το διήγημα «Μαργαρίτα Μολυβάδα», γίνεται στη Ρουμανία το 1953. Το σχόλιο του Στρίγκου ασφαλώς αφορά σε αυτή την έκδοση, γιατί η επόμενη διορθωμένη δημοσίευση είναι του 1958 στην Επιθεώρηση Τέχνης. Για τις δυο εκδοχές του διηγήματος βλ. Χ. Χόκβερντα, «Η Μαργαρίτα Περδικάρη και η Μαργαρίτα Μολυβάδα», Διαβάζω, τχ. 180 (1987) σ. 45-50.
[10] «Δέκα δελτία (1953-1968) για τον Δημήτρη Χατζή από το ιστορικό αρχείο του ΚΚΕ», ό.π.
[11] Βλ. τη χρονικά πρώτη ρηξικέλευθη μελέτη πάνω στο θέμα, όπου παρατίθενται μεγάλα αποσπάσματα από άρθρα των πεζογράφων της γενιάς που εμφανίζονται συντεταγμένοι με τα ιδεολογήματα του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού: Κ. Α. Δημάδης, Δικτατορία-Πόλεμος και Πεζογραφία, 1936-1944, Γνώση 1991. Ωστόσο, σε έντυπα της 4ης Αυγούστου, όπως η Νεολαία και Το Νέον Κράτος συναντούμε αναφορές συνεργασίας γνωστών ονομάτων από τον χώρο της λογοτεχνίας, όπως η Ρίτα Μπούμη, ο Νίκος Παππάς, ο Α. Αγγελόγλου, ο Βασ. Ρώτας κ.ά. Περισσότερα, στις δυο εξαιρετικές καταγραφές και ευρετηριάσεις των περιοδικών αυτών στη σειρά των εκδόσεων του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, με εκδοτική φροντίδα και εισαγωγές του Γιώργου Ανδρειωμένου: Η Πνευματική Ζωή υπό Επιτήρηση: το Παράδειγμα του Περιοδικού Το Νέον Κράτος. Αναλυτικά Ευρετήρια κατά Τεύχος, Θέματα και Συγγραφείς (2010) και Η Νέα Γενιά υπό Καθοδήγηση: το Παράδειγμα του Περιοδικού Η Νεολαία (1938-1941). Αναλυτική Παρουσίαση Περιεχομένων και Ευρετήριο (2012).
[12] «Ο Δημήτρης Χατζής στην πρώτη του συνέντευξη: Να γυρίσουν πίσω όλοι οι Έλληνες εξόριστοι», Θεσσαλονίκη 27 Οκτ. 1974. Αν και δεν αναφέρεται ο δημοσιογράφος, πιθανότατα ήταν ο Αχιλλέας Χατζόπουλος.
[13] Οι υπογραμμίσεις δικές μου.


Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: