7/9/13

45 χρόνια από την Άνοιξη της Πράγας

ΤΟΥ ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ

Γιάννης Τσαρούχης, «Η Βάπτισις του Υιού του Ανθρώπου»,
1954, Ακουαρέλα σε χαρτί, 21 x 24,5 εκ.
Ιδιωτική συλλογή, Αθήνα
ΖΑΝ-ΜΙΣΕΛ ΓΚΕΝΑΣΙΑ, Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ., μετάφραση Α. Παππάς– Β. Χατζάκη, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 519

Το πρόσφατο ιστορικό μυθιστόρημα του Ζ.-Μ. Γκενασιά, μετά την προηγούμενη έκδοση του μυθιστορήματός του «Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων» (Πόλις, 2011), επικεντρώνεται στην ζωή ενός τσέχου σοσιαλιστή μικροβιολόγου, διαπλέκοντάς την με τις σημαντικές εξελίξεις και την διαδρομή του αριστερού κινήματος στον 20ό αιώνα. Αναδεικνύεται αρχικά η καταστροφή που προκαλείται από τους δύο παγκοσμίους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, ενώ ο ίδιος ο κεντρικός ήρωας επιχειρείται να εξοντωθεί λόγω της εβραϊκής του καταγωγής, και διαφεύγει ως ερευνητής του Ινστιντούτου Παστέρ σε μια ερημική περιοχή της Αλγερίας.
Στο τέλος του πολέμου γεννιέται η μεγάλη ελπίδα για τις αντιφασιστικές αριστερές δυνάμεις και ο ήρωας, αφού παντρευτεί μια γαλλίδα ηθοποιό, επιστρέφει στην πατρίδα του την Πράγα, όπου ένα ολόκληρο μαζικό κύμα κομμουνιστών, ριζοσπαστών, αντιφασιστών, όπως και ο ίδιος, εντάσσεται στο τσεχοσλοβακικό ΚΚ, που στις πρώτες μεταπολεμικές βουλευτικές εκλογές κατακτά από μακρυά την πρώτη θέση με 38%. Αγωνίζεται για την οικοδόμηση ενός λαϊκού νοσηλευτικού συστήματος και αναδεικνύεται βουλευτής, αφιερώνοντας τον εαυτό του στα χρόνια του «πρωτοσοσιαλιστικού» εγχειρήματος.

Εντούτοις οι μαζικές εκκαθαρίσεις και οι εκτελέσεις της πλειοψηφίας της ηγεσίας του τσεχοσλοβακικού ΚΚ, και του ίδιου του γραμματέα Ρ. Σλάνσκυ, σηματοδοτεί την επικράτηση των συμφερόντων της κρατικής, σοβιετικής και τσεχικής, γραφειοκρατίας, την συγχώνευση του κράτους και του κόμματος, την απομάκρυνση της ηρωικής γενιάς των αγωνιστών, την επιβολή της ακραίας αστυνομοκρατίας, υποκρισίας και χαφιεδισμού. Η μεταπολεμική αντιφασιστική ελπίδα οδηγείται στην διάψευση και ο ήρωας του μυθιστορήματος αποστασιοποιείται από την συμμετοχή στην πολιτική διαχείριση και αφοσιώνεται αναγκαστικά στο ιατρικό κοινωνικό του έργο.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Ζ.-Μ. Γκενασιά δεν σταματά σ’ αυτό το ιστορικό σημείο της ματαίωσης των λαϊκών σοσιαλιστικών ονείρων, αλλά επιμένει στη διατήρηση της επαναστατικής επαγγελίας. Έτσι στα μέσα της δεκαετίας του 1960, εισάγει τον μυθιστορηματικό «μύθο» του Ερνέστο Γκεβάρα, μοναδικής τότε έκφρασης της επαναστατικής ανάτασης, ο οποίος εμφανίζεται να οδηγείται ημιθανής από ελονοσία, μετά το φιάσκο του εγχειρήματος στο Κονγκό, και να καταλήγει για θεραπεία στο σανατόριο που διευθύνει ο ήρωας γιατρός του βιβλίου στη Βοημία, προχωρώντας έτσι στην αντιπαραβολή του επαναστατικού οίστρου του Ε. Γκεβάρα με το γραφειοκρατικό καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εντούτοις και ο Τσε που αποθεραπεύεται σταδιακά και αρχίζει να συνειδητοποιεί το αδιέξοδο της «εξαγωγής της επανάστασης» (στην Κούβα ο λαός ήταν μαζί μας στην εξέγερση, σε αντίθεση με την περίπτωση της Αφρικής), και την ανάγκη υιοθέτησης πιο γόνιμων δρόμων σοσιαλιστικής μετάβασης, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την σοβιετική γραφειοκρατία και εκβιάζεται σε αποχώρηση από την Πράγα μόνος του, για να καταλήξει αμέσως μετά στην αποστολή «αυτοκτονίας» της Βολιβίας.
Μέσα από αυτή τη μεγάλη παρένθεση με τον Ε. Γκεβάρα στην Τσεχοσλοβακία το 1966, και την αντιπαραβολή επαναστατικής ελπίδας – γραφειοκρατικού εκφυλισμού, ο συγγραφέας διά μέσου του ήρωά του διαισθάνεται πλέον τα επόμενα ιστορικά βήματα που πρόκειται να ακολουθήσουν. Η δρομολόγηση της Άνοιξης της Πράγας, που επαναφέρει μαζικά τη δημοκρατική σοσιαλιστική ελπίδα, οδηγείται μέσα σε μερικούς μήνες στην ανακοπή και ματαίωσή της με την μαζική στρατιωτική σοβιετική παρέμβαση τον Αύγουστο 1968. Η κατάρρευση έρχεται αναπότρεπτα μια εικοσαετία αργότερα, χωρίς την παραμικρή εργατική αντίδραση, αλλά απεναντίας με τα λαϊκά αντικαθεστωτικά συλλαλητήρια. Επόμενο ήταν έτσι ιστορικά σ’ ένα κοινωνικό πεδίο, ρημαγμένο από την διάψευση του κομμουνιστικού οράματος, παρατεταμένης αστυνομοκρατίας, δυσφήμισης των σοσιαλιστικών ιδεών, χειραγώγησης της εργατικής τάξης κλπ. να βρει πρόσφορο έδαφος η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, που εδώ και μια εικοσιπενταετία, προκαλεί από άλλη πλευρά τη νεοκαπιταλιστική κοινωνική ερήμωση.
Παράλληλα με την όλη μυθιστορηματική πολιτική αφήγηση, ξεδιπλώνεται σ’ ολόκληρο το βιβλίο, η αγωνιώδης αναζήτηση του έρωτα, μέσα σ’ ένα σύμπλεγμα αντιφάσεων, αντιθέσεων και καταναγκασμών. Ερωτικές αναζητήσεις που οδηγούνται τελικά κι’ αυτές στην αδυναμία πραγμάτωσης από την ίδια τη δομή και τις εξελίξεις των κοινωνικών πραγμάτων : Η πρώτη γυναίκα του ήρωα τον εγκαταλείπει διαφεύγοντας στη Γαλλία, μη μπορώντας να ανεχθεί ως κομμουνίστρια την έναρξη του γραφειοκρατικού εκφυλισμού στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950. – Η δεύτερη γυναίκα με την οποία συνδέεται μετά από χρόνια έχει ήδη χάσει τον έρωτά της, έναν ικανό κομμουνιστή διπλωμάτη και συγγραφέα, με τις μαζικές εκκαθαρίσεις του 1953. – Η κόρη του ήρωα γιατρού που συνδέεται ερωτικά με τον Τσε στο σανατόριο νοσηλείας του, βλέπει τη σχέση της να καταργείται βίαια από την επιβολή των κρατικών γραφειοκρατικών υπαγορεύσεων του υπαρκτού σοσιαλισμού. – Και τέλος η ίδια κόρη παντρεύεται στη συνέχεια έναν μεταρρυθμιστή δημοσιογράφο της Ρούντε Πράβο, και αφού ζήσουν μαζί μια εικοσαετία και αποκτήσουν παιδιά, ανακαλύπτει μετά το 1989, καθώς αναζητεί το φάκελό της στα αρχεία της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφαλείας, ότι αυτός ο σύζυγός της είχε λειτουργήσει ως πράκτορας – πληροφοριοδότης, που κατασκόπευε την ίδια αυτή γυναίκα την εποχή της σχέσης της με τον Ε. Γκεβάρα, και μάλιστα εισπράττοντας και αδρή αμοιβή. Η ματαίωση των ερωτικών ολοκληρώσεων σε παράλληλη πορεία με την διάψευση των σοσιαλιστικών ελπίδων.
Καταστροφή, ελπίδα, διάψευση: αυτά αναδεικνύονται οι τρεις εκφάνσεις του ιστορικού αριστερού κινήματος χειραφέτησης στον 20ό αιώνα. Μια επανάληψη του «μύθου του Σίσυφου» με σύγχρονους όρους, που όπως αναφέρει ο Α. Καμύ χαίρεται να βλέπει τον άνθρωπο να ξαναεπιχειρεί να σηκώσει το βράχο στην κορυφή του βουνού, παρόλη του την αποτυχία και την απογοήτευση. Στις σημερινές συνθήκες αυτών των αρχών του 21ου αιώνα, η τεραστίων διαστάσεων κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προκαλεί εκ νέου μια άνευ προηγουμένου κοινωνική καταστροφή, ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, και ιδιαίτερα στην ελληνική κοινωνία, όπου οι συνέπειες της κρίσης και της ακραία νεοφιλελεύθερης διαχείρισής της προσομοιάζουν με τον όλεθρο μιας πολεμικής σύρραξης. Μπορεί αυτή η διεθνής καπιταλιστική κρίση να μην έχει οδηγήσει σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, παρά την λειτουργία οξύτατων ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών, εντούτοις όμως οι επιπτώσεις της δεν είναι λιγότερο επιζήμιες.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της καινούριας καταστροφής, αρχίζει να ανατέλλει, όπως και στον προηγούμενο αιώνα, εκ νέου η ελπίδα, που προσλαμβάνει νέες εκφράσεις (όπως επισημαίνει ο Θ. Αγγελόπουλος στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» για την ηττημένη επανάσταση στην ευρωπαϊκή ανατολή: «Θα επιστρέψω με καινούρια ρούχα»). Είτε πρόκειται για την ελληνική περίπτωση της ανάδειξης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε φορέα αυτής της ελπίδας, είτε πρόκειται για τα λαϊκά κινήματα στις μεγάλες πλατείες ορισμένων από τις σημαντικότερες χώρες του κόσμου: Από την Πλατεία Ταχρίρ μέχρι εκείνην της Ντελ Σολ, κι από την Πλατεία Ταξίμ μέχρι τους δρόμους του Ρίο ντε Τζανέϊρο. Το σημερινό στοίχημα είναι στο κατά πόσον θα ξεπεραστούν οι προηγούμενες αντιφάσεις και ανεπάρκειες, παραμορφώσεις και στρεβλώσεις (κατάργηση της δημοκρατίας, αστυνομική καταστολή, αναπαραγωγή του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, παγκυριαρχία του αυταρχικού κράτους κλπ.), έτσι ώστε αντί της επικράτησης μιας καινούριας διάψευσης, να πραγματωθεί η υλοποίηση των λαϊκών σοσιαλιστικών ονείρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: