ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΧΟΝΔΡΟΥ
Γιάννης Μπρούζος, Πατρίδα, 2011, μέταλλο, 64 x 54 x 45 εκ. |
Στάθηκε παράμερα στο πεζοδρόμιο, να μη δίνει
στόχο ούτε και να εμποδίζει, και κοίταζε επίμονα αλλά διακριτικά. Κείνη την
ώρα, κοντά στο μεσημέρι, το ξυλάδικο πνιγότανε στη δουλειά.
Και οι δυο του ηλεκτρικές πριονοκορδέλες,
στημένες κοντά στο φαρδύ άνοιγμα της συρόμενης πόρτας, αντικριστά στο δρόμο,
δούλευαν ασταμάτητα. Η καθεμιά με τον χειριστή της, κι αυτός ούτε που σήκωνε
κεφάλι, μόνο άπλωνε προς το πλάι τα χέρια, έπαιρνε μηχανικά τον κορμό που του ’δινε
ο βοηθός του και τον έσπρωχνε προσεχτικά στη λάμα που γύριζε δαιμονισμένα. Τα
ξύλα κόβονταν σε βολικό μέγεθος, όχι μεγαλύτερα από μισό μέτρο, να χωράνε στο
τζάκι και να μπορούν να φορτώνονται και να μεταφέρονται εύκολα.
Ντανιασμένοι κορμοί δένδρων ολόγυρα, έπνιγαν
το χώρο. Πριν από λίγο, δυο φορτηγά ανατρεπόμενα άδειασαν καινούργιους κι ο
μικρός λόφος στη μέση του ξυλάδικου ψήλωσε κι άπλωσε. Με δυσκολία κινούνταν οι
εργάτες πατώντας προσεχτικά πάνω στα ξύλα.
Τρείς απ’ αυτούς αγκομαχούσαν να
τακτοποιήσουν όπως-όπως τους μεγαλύτερους κορμούς, τρακαδιάζοντάς τους στις
τρείς πλευρές του οικόπεδου, κολλητά στον ψηλό συρμάτινο φράχτη. Παραδίπλα
άλλοι δυο δούλευαν στον ξυλοσχίστη, ένα τεράστιο μηχανοκίνητο τσεκούρι που
ανεβοκατέβαινε κατακόρυφα σκίζοντας τούς χοντρούς κορμούς. Και στην πόρτα, πλάι
σε κάθε κορδέλα, δυο μικρά φορτηγάκια αγροτικά, μισά έξω στο πεζοδρόμιο μισά
μέσα, γέμιζαν με τα κομμένα ξύλα. Ο οδηγός, ανεβασμένος στη μικρή καρότσα, τα
ταίριαζε έτσι που να χωρούν περισσότερα αλλά και να μπλέκονται μεταξύ τους
καλύτερα στη μεταφορά. Σε δέκα λεπτά το φορτηγάκι γέμιζε παραφορτωμένο, όπως
μαρτύραγαν τα λάστιχα στις ρόδες του, και τη θέση του έπαιρνε το άλλο που
περίμενε.
Ο καιρός απ’ το πρωί ήταν κλειστός. Μαύρα
σύννεφα ολόγυρα και χειμωνάτικο ξεροβόρι. Κάτι χιονόψυχες που έπεφταν, αραιές για
την ώρα, δείχνανε πως θα’χουμε καιρό.
Δίπλωσε προσεχτικά γύρω απ’ το λαιμό του το
χοντρό καφετί πουλόβερ και κούμπωσε μέχρις απάνω το ξεφτισμένο του αμπέχωνο.
Ύστερα, αργά-αργά, χωρίς καθόλου να βιάζεται, αντίθετα, θα ’λεγες πως επίτηδες
χασομέραγε για να περάσει η ώρα, έβγαλε τα μικρά τετράγωνα μυωπικά γυαλιά του,
τα ύγρανε με το χνώτο του και τα καθάρισε μ’ ένα κιτρινισμένο μαντήλι. Τώρα
μπορούσε να παρακολουθεί καλύτερα τη δουλειά στο ξυλάδικο.
Απ’ τους εννιά εργάτες, όλοι τους γύρω στα
τριάντα, οι έξι ήτανε σκουρόχρωμοι μα φαίνεται πως κάνανε μήνες, μπορεί και
χρόνια, αυτή τη δουλειά, γιατί όλο το ξυλάδικο δούλευε ρολόι.
Μιά μικρή λυόμενη παράγκα, ούτε πέντε
τετραγωνικά όλη κι όλη, στη μπροστινή δεξιά γωνία θα πρέπει να ’τανε το
«γραφείο διεύθυνσης», γιατί απ’ αυτήν πεταγότανε κάθε τόσο τ’ αφεντικό ο
κύρ-Βάγγος κι έδινε εντολές «πού θα πάνε τα φορτωμένα φορτηγάκια» ή για να
παραλάβει τ’ ανατρεπόμενα που έφερναν τους καινούργιους κορμούς. Αλλά και για
να βάλει τις φωνές στους εργάτες.
-Μη χαζεύεις Αλή, θα σου κόψω τέταρτο! Κι εσύ
ρε Σμαήλη πρόσεχε μη φας κάνα δάχτυλο στην κορδέλα, εγώ δε θα ξέρω τίποτα!
...Το φελέκι σας μπαγκλαντέσια, θα με ρίξετε όξω...
Κι αναψοκοκκίνιζαν τα φουσκωμένα του μάγουλα,
κι όλο τράβαγε το παντελόνι του πάνω στην τουρλωτή σαν αερόσακκο κοιλιά του.
-Σιγά ρε Πατρίκo, πώς διάολο σε λένε, θα με ξεκεφαλιάσεις!
Όπου φτάνεις πετάς τα ξύλα!..
Ο άλλος, τώρα, δεν ξεκόλλαγε το βλέμμα απ’ τ’
αφεντικό. Αργά-αργά, έκανε μισό βήμα πίσω, ν’ ακουμπάει στην κολώνα της ΔΕΗ,
τράβηξε στο δεξί του πλευρό το σακίδιο να μην τον εμποδίζει κι έμεινε έτσι
ασάλευτος, χωρίς να νοιάζεται για τον παγωμένο αγέρα που τον χτύπαγε
κατάμουτρα.
Ένα μκρό κασκέτο δεν έκρυφε όλα του τα μαλλιά
που ξέφευγαν, γκρίζα και κυματιστά, λίγο πάνω απ’ τα γυαλιά και πίσω στο σβέρκο
του. Στο παληό χακί σακίδιο, ένα πολυδιπλωμένο χοντρό νάυλον, φρακαρισμένο
ανάμεσα στά λουριά, τράβαγε την προσοχή. Δηλαδή σε τί, άραγε, να του
χρειαζότανε; Ασσορτί με το αμπέχωνο πήγαινε και το παληό λερωμένο τζήν παντελόνι
του και τα αθλητικά παπούτσια, όλα ξεφτισμένα, ήταν φανερό πως είχαν φάει τα
ψωμιά τους.
Θα ’ταν εκεί, γύρω στα σαρανταπέντε και,
πάντως, όχι πάνω από πενήντα. Ψηλός, στητός, καλοσουλουπωμένος, και αν, αντί
για τα τριμμένα ρούχα που φόραγε, τον φανταζόσουνα με γκρι-μπλε σινιέ
κουστούμι, γραβάτα αρζαντέ, λάπ-τοπ κι όλα δηλαδή τα σέα ενός γιάπη, δύσκολα θα
τον έκανες για κάτι λιγότερο από διευθυντή τραπεζίτη.
Πάει τώρα πάνω από μισή ώρα που, χωρίς να
δίνει στόχο, κοιτάζει το ξυλάδικο. Όρθιος, ακουμπισμένος στην κολώνα, με τα
χέρια χωμένα στις τσέπες του αμπέχωνου, δείχνει αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει
γύρω του. Το μάτι του όμως γυροφέρνει απ’ άκρη σ’ άκρη στο ξυλάδικο, να μην του
ξεφύγει καμιά κίνηση, κανένας θόρυβος. Προπαντός να μη χάσει τον Βάγγο κάθε
φορά που αυτός πετάγεται απ’ το «γραφείο».
Νάτον τώρα που αναστηλώνεται, βγάζει τα χέρια
απ’ τις τσέπες, φέρνει μπροστά το σακίδιο και ταχτοποιεί καλύτερα το νάυλον που
όλο και γλυστράει γιατί το σακίδιο είναι παραφουσκωμένο. Σφίγγει πάλι τα λουριά
με τα μακρυά λεπτά του δάχτυλα, κοντοστέκεται για λίγο, ύστερα ξύνει το
αξύριστο σαγώνι του και κάνει να φύγει.
Ακριβώς κείνη τη στιγμή όμως φτάνουν στ’
αυτιά του δυνατές οι φωνές του Βάγγου. Απότομα, γυρίζει και με σταθερό
δρασκελισμό τραβάει ίσια καταπάνω του. Ο Βάγγος ξαφνιάζεται, «τί να θέλει και
τούτος ο διάολος, για εφοριακός πάντως δε μου φαίνεται...». Ο άλλος όμως δεν
του δίνει καιρό κι αρχίζει πρώτος την κουβέντα, κάτι του λέει αλλά δεν
ακούγεται γιατί η κορδέλα βρήκε σε ρόζο και ουρλιάζει σα σειρήνα.
Ο Βάγγος δείχνει να τον ακούει προσεχτικά,
τον «κόβει» βιαστικά από πάνω ως κάτω και στηλώνει το βλέμμα στα χέρια του.
Η
κορδέλα ξεπέρασε το ρόζο, «είναι βαρειά τούτη η δουλειά, δεν είναι για τα χέρια
σου», φέρνει ο αγέρας τη φωνή του, «ξαναπέρνα σε καμιά βδομάδα, μπορεί να
χρειαστώ νυχτοφύλακα...»
Ο άλλος δε λέει κουβέντα, βγαίνει στο πεζοδρόμιο,
σταματάει για λίγο να σιάξει το νάυλον και τραβάει ίσια για το πάρκο. Εκεί,
στην πίσω μεριά, χωμένη μέσα στα δένδρα, μια παληά αποθήκη του δήμου στέκει
ακόμα μισογκρεμισμένη...
Στο μεταξύ ο καιρός χειροτέρεψε. Πριν λίγο το
γύρισε σε χιονόνερο.
1 σχόλιο:
Απλό, μεστό, με νοήματα. Άλλη μια αξιοπρόσεκτη γραφή του κ. Χονδρού.
Δημοσθένης Μπούκης του Γιάννη
Δημοσίευση σχολίου