24/8/13

Η πόλη ένα ενεργό πολιτικό σώμα

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ, Εκδοχές της πόλης: SimmelBenjaminCassiari - Adorno, εκδόσεις Εξάρχεια, σελ. 61
    
Σήμερα, που η σπίθα της αντίστασης των ενεργών κοινοτήτων των πολιτών μεταλαμπαδεύεται από ήπειρο σε ήπειρο, από χώρα σε χώρα, από μητρόπολη σε μητρόπολη, και ο δημόσιος χώρος των πλατειών αναδεικνύεται σε πεδίο πολιτικών διεργασιών και κοινωνικών διαμαρτυριών. Σήμερα, που οι πόλεις, κατεξοχήν πεδία αντιθέσεων, αντιφάσεων και ανισοτήτων που παράγονται από τη ραγδαία αστικοποίηση, την καπιταλιστική υπερσυσσώρευση και την ταξική εκμετάλλευση, βρίσκονται στο προσκήνιο των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Ο αναστοχασμός πάνω στις σημαντικές θεωρίες του εικοστού αιώνα που καθοδήγησαν τη νεωτερική σκέψη, αναφορικά με τη συνθήκη της μητροπολιτικής κατοίκησης, είναι δραματικά επίκαιρος και διαφωτιστικός, και παράλληλα γεννά μια ενδιαφέρουσα προβληματική για τον αναπροσδιορισμό των νεωτερικών αξιών και προταγμάτων.                                     
Οι κάτοικοι των πόλεων του εικοστού πρώτου αιώνα ανά την υφήλιο εξεγείρονται, βγαίνουν στους δρόμους και στις πλατείες και επαναδιεκδικούν την ανάκτηση του δημόσιου χώρου, μέσα από την αφύπνιση, τη συσπείρωση και τη δράση νέων, ανομοιογενών μεν συλλογικοτήτων, αλλά αλληλέγγυων, ανυπότακτων και μαχητικών. Οι πόλεις αντιπροσωπεύουν ένα ενεργό πολιτικό σώμα, ένα υπό διεκδίκηση συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο, ένα πεδίο συναντήσεων, μετασχηματισμών και οσμώσεων, στο οποίο δοκιμάζονται οι ανοικτές δημοκρατικές διαδικασίες. Ο αστικός χώρος, ενδιαίτημα σχέσεων και ψυχών, δεν είναι μονοσήμαντος και δεδομένος, ούτε ως εικόνα ούτε ως αναπαράσταση. Αποτελεί προϊόν κοινωνικών πρακτικών, και το δικαίωμα στην πόλη αναδύεται ως το κεντρικό ζήτημα των ημερών της οικονομικής κρίσης, της αποδιάρθρωσης των πολιτικών δομών και της έκπτωσης των κοινωνικών κεκτημένων.
Ο Στέφανος Ροζάνης στο μικρό αυτό δοκίμιο δεν σταχυολογεί και παρουσιάζει απλώς τις κυρίαρχες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, των Simmel, Benjamin, Cassiari, Adorno, για τη νεωτερική μητρόπολη και τους όρους που την συγκροτούν, αλλά στοχάζεται κριτικά πάνω σ’ αυτές, αναδεικνύοντας με μεστό και οξυδερκή τρόπο τα σημεία στα οποία εφάπτονται, διασταυρώνονται, συγκλίνουν ή αποκλίνουν. Μέσα από μια ενδιαφέρουσα διανοητική επεξεργασία, ερμηνεία και ανασύνθεση, προσφέρει στον αναγνώστη τα αναλυτικά εργαλεία για ένα γόνιμο προβληματισμό αναφορικά με την αρχαιολογία της σύγχρονης πόλης, καθώς στον άξονα της σκέψης του η πόλη του παρόντος μεταμορφώνεται μέσα στο φως της ανάμνησης σε μια ανασκαμμένη πόλη που φέρει τις μαρτυρίες του παρελθόντος χρόνου της. Έτσι, στις σελίδες τού βιβλίου η αμφιθυμία του Simmel συναντά τη νοσταλγία του Benjamin για την ουσία της πόλης που έχει απολεσθεί, καθώς αμφότεροι σκέπτονται το ορθολογικό οικοδόμημα της μητρόπολης ως μια δομή λειτουργικών αντιφάσεων. Παράλληλα, επιστρατεύονται από τον συγγραφέα πολλοί διανοητές, ερευνητές και φιλόσοφοι, που παρεμβαίνουν, σχολιάζουν, ασκούν κριτική και φωτίζουν πολύπλευρα τις αδιόρατες πτυχές και εκφάνσεις της μητροπολιτικής εμπειρίας.
Οι αντιθετικοί όροι με τους οποίους προσεγγίζει τη νεωτερικότητα ο Simmel, υιοθετώντας μια διπολική αντιμετώπιση, έχουν ουμανιστικό χαρακτήρα. Αποτελούν μια σπαραγματική, «ιμπρεσσιονιστική» και ανολοκλήρωτη προσέγγιση, σύμφωνα με την λουκατσιανή ανάλυση, που φέρει τη σφραγίδα της μεταβατικότητας. Ο Simmel επισημαίνει την ατροφία του ατομικού πολιτισμού που επέρχεται με την υπερτροφία του αντικειμενικού. Αντιδιαστέλλει την ξενότητα και την απόσταση στην αλληλεπίδραση των ατόμων, στο πλέγμα σχέσεων της μεγαλούπολης με την καθολικότητα, την εγγύτητα και τις συμβιωτικές αξίες που χαρακτηρίζουν τη ζωή  στις μικρές πόλεις. Την ατομική ελευθερία που πηγάζει από την ανωνυμία του πλήθους με την κλειστότητα, την καχυποψία, τον ασφυκτικό έλεγχο και τον περιορισμό της ελευθερίας υπό την απειλή των εξουσιαστικών δομών. Γράφει λοιπόν ο Ροζάνης για το παιχνίδι των αντιφάσεων που στοιχειοθετεί και εδραιώνει ο Simmel: «Το εγχείρημα του Simmel, ωστόσο διακατέχεται μεν από αυτή τη νοσταλγία, επιχειρεί όμως να συνθέσει την αρνητικότητα με τον λειτουργισμό, ή καλύτερα να εντάξει την αρνητικότητα μέσα στη διαδικασία εξορθολογισμού, την οποία η μεγαλούπολη εκφράζει εμφατικά, ως πόλο μιας διαλεκτικής η οποία ενθηκεύει τη νοσταλγία του βάθους στην προοπτική του αβαθούς της αυτοαναφορικότητας».
Ακολούθως ο Benjamin παραλαμβάνει τη σκυτάλη των ιδεών από τον Simmel, τον οποίο θεωρεί πρωτεργάτη της δικής του αποτίμησης, έχοντας ως κεντρικό ήρωα του αφηγήματος της μεγαλούπολης τον Charles Baudelaire. Στο επίκεντρο του στοχασμού του είναι το βίωμα και ο αιφνιδιασμός που αυτό επιφέρει. Το σοκ που ανατρέπει το ρυθμό των αισθήσεων κάτω από τις συνθήκες της αυτοματοποίησης και της συσσώρευσης του πλήθους μέσα στις μαζικοποιημένες κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις. Σύμφωνα με τον Cassiari, άλλωστε, ο εξορθολογισμός των σχέσεων παραγωγής συμπαρασύρει στον εξορθολογισμό και τις ανθρώπινες σχέσεις, με αποτέλεσμα τον ανορθολογισμό του φετιχισμού και την εκπόρνευση του ανθρώπου-εμπορεύματος μέσα στη μέθη του μεγάλου πλήθους.
Ο Ροζάνης καταδεικνύει με σαφήνεια την πέραν του Simmel μετατόπιση στη σκέψη του Benjamin, αναφορικά με τους συγκροτητικούς όρους της μητρόπολης. Αναλύει τη στροφή από την αρνητική σκέψη προς την αισθητική αρνητικότητα, καθόσον ο Benjamin μιλά για τη σαγήνευση που η μεγαλούπολη ασκεί πάνω στη μοναχική μέσα στο πλήθος υποκειμενική ζωή. Για την εμπειρία του πλάνητα που βοτανολογεί στην άσφαλτο «αναζητώντας στη φαντασμαγορία της μεγαλούπολης την χωρίς μετάβαση διέλευση των Στοών και των δρόμων-ονείρων». Στη μπενγιαμινική σύλληψη των διαλεκτικών θραυσμάτων, η ουσία της μητρόπολης είναι οι επιθυμητικές εικόνες των κατοίκων της. Ένα σχήμα ουτοπικού σοσιαλισμού, ο οποίος γεννά την ιδέα του «ανθρωπολογικού υλισμού». Μια αθεράπευτη νοσταλγία της προ-νεωτερικότητας μέσα στη νεωτερικότητα. Η κατασκευή ενός φαντασιακού αλληγορικού τοπίου που αποκόβεται από την ιστορικότητα και τους όρους της φιλοσοφίας, επισύροντας την επιφυλακτική υποδοχή του Adorno.
   Το εγχείρημα του Ροζάνη είναι μια γοητευτική στοχαστική περιπλάνηση στον πολύπλευρο και συγκρουσιακό χαρακτήρα της μεγάλης πόλης, της φαντασμαγορίας και του φετιχισμού του εμπορεύματος, της τεχνολογικής αλλοτρίωσης και των μοναχικών μαζών. Μια περιήγηση «στην ασύλληπτη πολυμορφία και πολυφωνία που η μεγαλούπολη φανερώνει προκειμένου να έλξει ερωτικά το πλήθος και συνάμα να μοιραστεί μαζί του τα θέλγητρα μιας ζωής που έχει τελεσίδικα αποκοπεί από το βάθος της προσωπικότητας του ατομικού υποκειμένου». Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το επίμετρο που έχει γραφεί από τον Φιλήμονα Πατσάκη, και το οποίο συνδέει τις στοχαστικές διαδρομές του Στέφανου Ροζάνη στον λαβύρινθο των θεωριών του 20ού αιώνα για τη νεωτερική μητρόπολη με τα κρίσιμα και επείγοντα, ανοιχτά και φλέγοντα αιτήματα ανακατάληψης και επανανοηματοδότησης του αστικού χώρου των πόλεων του 21ου αιώνα.
    Οι πολίτες που συγκεντρώνονται σήμερα στις πλατείες  διεκδικούν μια διαφορετική αστική πραγματικότητα. Οραματίζονται μέσα από νέες επιθυμητικές εικόνες ένα «μη-είναι-ακόμη» για την πόλη, αρνούμενοι την ψυχρή κανονιστική αλήθεια του τεχνολογικού σύμπαντος και της ανθρώπινης εμπορευματοποίησης. Και το μικρό αυτό δοκίμιο, δραστικά επίκαιρο, ανοίγει ξανά τη συζήτηση για την πόλη του παρόντος και του μέλλοντος, εμπνέοντας νέες αναγνώσεις, ερμηνείες και αποκωδικοποιήσεις της μητροπολιτικής εμπειρίας.



Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: