14/8/13

Το ταξίδι

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
 
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, Γύρα, 2009, Super 8, 12'
Θα ήταν η δεύτερη φορά που πήγαινε στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, τη Σόφια. Την πρώτη ήταν αρκετά νέα και με πολλή διάθεση να γνωρίσει αυτή τη βουλγαρική μυστήρια υπόθεση, τις απέραντες πλατείες της, τους ναούς και τα μοναστήρια της, την άλλη Ορθοδοξία, όχι βέβαια από καμιά θρησκευτική πίστη αλλά για λόγους αισθητικής που πάντα την ενδιέφερε, ακόμα και για τα πιο καθημερινά πράγματα. Αν, δείγματος χάριν, ένα ποτήρι νερού, ή το κουτί του καφέ, είχε μόνον στη μια όψη του μια οποιαδήποτε χρωματιστή παράσταση, φρόντιζε κατά την τοποθέτησή του στο ράφι να ‘ναι απ’ έξω η ζωγραφιά, να φαίνεται, να τη βλέπει.
  Την πρώτη φορά που επισκέφτηκε τη Σόφια δεν μπορούσε να μην πάει ο νους της στην Κατοχή, όταν ανάμεσα στους Γερμανούς κατακτητές η παρουσία των Βουλγάρων στρατιωτών έδινε ένα παρόν στην πόλη της˙ μάλιστα γνώριζε και το φρουραρχείο τους: το είχαν εγκαταστήσει σ’ ένα αρχοντικό των αρχών του εικοστού αιώνα, στη δυτική μεριά της πόλης, η βουλγαρική σημαία ανέμιζε ανελλιπώς με έπαρση, ενώ στα έγκατα αυτού του ωραίου αρχοντικού διατηρούσαν τις γραφειοκρατικές και τις αξιωματικές τους φιλοδοξίες.

  Δεν είχε βέβαια, καμιά κακή ανάμνηση από τους Βούλγαρους στρατιώτες που ανάμεσα στους Γερμανούς κατακτητές  ήταν εκεί σαν  για να δείξουν το μπόι τους, μέτριο επί το πλείστον, και καθόλου ομορφάντρες, όπως τουλάχιστον οι Γερμανοί, κάπως ασουλούπωτοι στο στρατιωτικό τους ένδυμα, ωσάν «φτωχοί συγγενείς» των κατακτητών. Τι γύρευαν τότε στην πόλη της, έπειτα από τα «δώρα» που είχαν δεχτεί από τους Γερμανούς, δηλαδή όλη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, και για ποιο λόγο κωλοβαρούσαν στα καπηλειά και τα καφενεία  αμαυρώνοντας τους τοίχους των σπιτιών με τα ξερατά απ’ τα μεθύσια τους, δεν ήταν σε θέση να θυμάται, καθότι μικρό κορίτσι τότε, δεν ήταν υποχρεωμένη τώρα να βασανίζει το μυαλό της για κάτι τέτοιο, «κολαούζοι των Γερμανών, τι άλλο», της ερχόταν αυτή η υποτίμηση, ο μυκτηρισμός. Αργότερα, από τις διηγήσεις του Καβαλιώτη ποιητή Π. Μ. στα πεζογραφικά βιβλία του, είχε εκπλαγεί πολλάκις διαβάζοντας τις ανάγλυφες εικόνες κατά την κατοχή των Βουλγάρων στην Καβάλα (η οποία υπέστη τα πάνδεινα) που την είχε ζήσει στο πετσί του μολονότι μικρός τότε, εκεί όπου είχε βιώσει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, ώσπου να εγκατασταθεί  μονίμως στην πόλη της.
  Παρ’ όλα αυτά, και περιέργως, θυμήθηκε άξαφνα ένα γεγονός που τώρα ερχόταν σαν μια αποκατάσταση, μια δικαίωση, μέχρι θαυμασμού, απέναντι στη χώρα όπου θα πήγαινε για ...κείνο που η πατρίδα της δεν διέθετε δηλαδή την αποτέφρωση της. Πριν από πολλά  χρόνια είχε επισκεφτεί την πόλη της ο υπουργός πολιτισμού της Βουλγαρίας. Όταν θέλησε να πληροφορηθεί για τις δημόσιες Βιβλιοθήκες της, συναντήθηκε με τον μετέπειτα σπουδαίο δωρητή, έμπειρο και γνώστη του θέματος, τον ποιητή Γ.Θ.Β. Σαν άκουσε ο Γ.Θ.Β. από το στόμα του υπουργού τον αριθμό των Βιβλιοθηκών της Βουλγαρίας, σε σχέση με το δικό του πενιχρότατο νούμερο, κιτρίνισε από ντροπή, κι όταν ο υπουργός, δίνοντάς του την «χαριστική βολή» του είπε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο «ναι, αλλά εσείς έχετε πολλές ταβέρνες...», τότε ο ποιητής ένιωσε ν’ ανοίγει η γη να τον καταπιεί!      
Θυμήθηκε ακόμα την ιστορία της ξαδέλφης του πατέρα της,  της ωραίας Λίτσας Ρομπάκη: Η Λίτσα ζούσε τότε στην βουλγαροκρατούμενη Κομοτηνή κι ένας Βούλγαρος αξιωματικός που είχε επιτάξει το σπίτι τους κι είχε εγκατασταθεί εκεί δια μακρόν την ηράσθη σφόδρα και την παντρεύτηκε εκούσα άκουσα˙  αυτός ο ωραίος λοιπόν –μια φορά  μόνο τον είχε δει σε μια μικρή φωτογραφία που η Λίτσα έκρυβε στο πορτοφόλι της–  είχε σώσει τον πατέρα της από αρρώστια σοβαρή προμηθεύοντάς του τρόφιμα και φάρμακα – η έλλειψη φαρμάκων μέσα στα τότε δεινά της κατοχής ήταν κι αυτό μια ολωσδιόλου σοβαρή κατάσταση, επειδή όλα τα ‘παιρναν οι κατακτητές˙  είχε σκεφτεί μάλιστα  κάποτε, να τι κάνει ο έρωτας, έστω κι αν προέρχεται από εχθρό της πατρίδας, από κατακτητή! Αλλά η μοίρα της ωραίας Λίτσας ήταν να εξαφανιστούν τα ίχνη του συζύγου της μια μέρα κατά το φευγιό των Βουλγάρων από την Κομοτηνή, κι από τότε ούτε φωνή ούτε ακρόαση, που λένε, μολονότι ένα πανέμορφο κοριτσάκι είχε προκύψει απ’ αυτόν τον γάμο. (Κάποιες φήμες έλεγαν ότι ο αξιωματικός το είχε σκάσει για το βουνό, άλλες, ότι τον είχαν τουφεκίσει συναξιωματικοί του ως αριστερό...)
    Με αυτές όλες τις ενθυμήσεις δεν μπορούσε παρά να νοιώθει δυσφορία και κάτι σαν προδοσία στην πατρίδα της, επειδή είχε πει εγκαίρως στους δικούς της «Θα με πάτε στη Σόφια όταν...» κι οι δικοί της αντέδρασαν έντονα, «τι σοφίστηκες τώρα, τι απαιτήσεις είναι αυτές, να πληρώσουμε δηλαδή τα μαλλιοκέφαλά μας»,  μα εκείνη επέμενε σθεναρά να υπογράψουν μπροστά της την συγκατάθεσή τους στην επιθυμία της, να βεβαιωθεί, «θα ξενοιάσετε μια κι έξω» τους είπε, ενώ εκείνοι μουτζοκλαίγανε  για την διαρρήδην απόφασή της, «δεν θα σκέπτεστε ότι, να τώρα μπαίνουν τα σκουλήκια απ’ τα ρουθούνια της μύτης της,  τώρα απ’ τ’ αυτιά της κι από κει οι…θριαμβευτικές συναντήσεις τους αλλά και άλλα πολλά φαγώματα βαθμηδόν, ώσπου σε τρία-τέσσερα  χρόνια να επιτελέσουν το έργο τους, να χορτάσουν, να σκάσουν...». Πάνω εκεί τους είχαν πιάσει  τα γέλια, γέλια εικόνας αποτρόπαιας, σίγουρα γελούσαν απ’ έξω τους, επειδή μέσα τους παραδέχονταν τη φρικτή αλήθεια, τη λογική που τρεμόπαιζε ανάμεσα στην αντίδρασή τους και την εντολή της.
  Απ’ την άλλη μεριά μη θαρρεί κανείς ότι δεν θα την έτρωγε η περιέργεια να ήξερε ποιοι θα είχαν πάει για τον ύστατο χαιρετισμό, ποιοι θα είχαν στείλει στεφάνια ―όσο και να την απωθούσε αυτό επειδή το θεωρούσε πεταμένα λεφτά κι όπως έλεγε «τα λουλούδια είναι μόνο για τους ζωντανούς, για τους κήπους, για τις γιορτές»―, ποιοι θα έκλαιγαν  απαρηγόρητα, τι θα έλεγαν στον επικήδειό της για τα έργα της ζωής της, αν θα την  κατηγορούσαν για την αυστηρότητα της κρίσης της ως προς τους άλλους, συμπεριφορά τέλος πάντων η οποία πήγαζε από την αγωγή της παιδιόθεν. «Δεν πειράζει», το σκεπτόταν βέβαια και αυτό, «κάτι κερδίζει κάτι χάνει κανείς πάντα».
 

Μ’ αυτές και με άλλες σκέψεις στο δρόμο για τη Σόφια, μια νταλίκα κόντεψε να τους αναποδογυρίσει στην προσπάθειά της να τους προσπεράσει κι εκείνη είπε από μέσα της «ένας πεθαμένος δεν έχει τον φόβο να σκοτωθεί», και χαμογέλασε μακάρια–μακάβρια...

Δεν υπάρχουν σχόλια: